Φοβούμενος την εκδίωξη του από τη Ρωσία και πιθανά αντίποινα από τον Στάλιν, ο Πάστερνακ (αριστερά) δεν αποδέχτηκε το Νομπέλ με το οποίο τιμήθηκε το 1958 | Getty Images/Ideal Image/CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ισμαήλ Κανταρέ: «Πάστερνακ εκεί; Εδώ Στάλιν» 

Στο τελευταίο μυθιστόρημά του, «Οταν Καλεί ένας Δικτάτορας», ο κορυφαίος αλβανός συγγραφέας, που πέθανε τον περασμένο Ιούλιο, στέκεται στη σύγκρουση πολιτικής και ποίησης, με τον νομπελίστα ποιητή να «ανακρίνεται» από τον σοβιετικό δικτάτορα κατά τη διάρκεια μιας ολιγόλεπτης τηλεφωνικής κλήσης
Protagon Team

Το Σάββατο 23 Ιουνίου 1934 χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι του Μπόρις Πάστερνακ στη Μόσχα. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο ίδιος ο Στάλιν, ο οποίος έχει μια ερώτηση που θέλει να του υποβάλει. Ο απόλυτος άρχοντας του Κρεμλίνου, της Ρωσίας και του σοβιετικού κόσμου, ο αδίστακτος ηγεμόνας που κρατά στα χέρια του τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, εισέρχεται στην ιδιωτική ζωή του συγγραφέα, ενός από τους πιο αγαπητούς ποιητές της εποχής του, για να τον προκαλέσει σε ένα είδος ολιγόλεπτης παρτίδας σκάκι.

Ο Πάστερνακ είναι ήδη πεπεισμένος ότι την έχει χάσει, «γιατί στην κατά μέτωπο σύγκρουση του ανθρώπου της εξουσίας με τον άνθρωπο του πνεύματος, ο δεύτερος προορίζεται να υποκύπτει. Η νίκη του έρχεται αργότερα, με την πάροδο του χρόνου, γιατί η ποίηση έχει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από την πολιτική» γράφει στη Repubblica η ιταλίδα συγγραφέας Βιόλα Αρντονε, παρουσιάζοντας το τελευταίο μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ, «Οταν Καλεί ένας Δικτάτορας», το οποίο μόλις μεταφράστηκε στα ιταλικά και εστιάζεται στη σύγκρουση πολιτικής και ποίησης.

Ο Ισμαήλ Κανταρέ εγκατέλειψε τα εγκόσμια την 1η Ιουλίου, σε ηλικία 88 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλβανία, την οποία εγκατέλειψε το 1990 λόγω της πολυετούς αντιπαράθεσής του με το κομμουνιστικό καθεστώς, καταφεύγοντας στη Γαλλία, όπου του δόθηκε πολιτικό άσυλο. Το όνομα του πολυβραβευμένου και πιο επιφανούς από τους σύγχρονους συγγραφείς της Αλβανίας είχε ακουστεί ως υποψήφιο για Νομπέλ Λογοτεχνίας 15 συνολικά φορές.

Ο Πάστερνακ, πάλι, κέρδισε το Νοπμπέλ το 1958, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, κάτι που του προκάλεσε διόλου λίγα προβλήματα, καθώς συνδέθηκε κυρίως με τη δημοσίευση στην Ευρώπη του πρώτου και μοναδικού μυθιστορήματος του, «Δόκτωρ Ζιβάγκο», στις σελίδες του οποίου ο ρώσος λογοτέχνης εξιστόρησε τις σκοτεινές πλευρές της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Αφού απορρίφθηκε από όλους τους ρώσους εκδότες, το χειρόγραφο φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, φτάνοντας τελικά στα χέρια του ιταλού εκδότη και πολιτικού ακτιβιστή Τζαντζάκομο Φελτρινέλι, ο οποίος το εξέδωσε στην Ιταλία το 1957, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη διάδοσή του στη Δύση, όπου κατέστη αμέσως σημείο αναφοράς της κριτικής για την κατάσταση στη Ρωσία.

Οσο για το Νομπέλ, έως την τελευταία στιγμή ο Πάστερνακ ευελπιστούσε το βαρυσήμαντο βραβείο να απονεμόταν στον Αλμπέρτο Μοράβια, ο οποίος φερόταν επίσης ως υποψήφιος. Στη συνέχεια, έπειτα από την επίσημη ανακοίνωση της επικράτησής του, αρχικά αποδέχτηκε με ευγνωμοσύνη τη μεγάλη τιμή, σχεδόν αμέσως μετά όμως, φοβούμενος την εκδίωξη από τη Ρωσία και πιθανά αντίποινα εναντίον των αγαπημένων του ανθρώπων, ενημέρωσε την Ακαδημία ότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί το Νομπέλ και δεν θα μετέβαινε στη Στοκχόλμη για να το παραλάβει.

Αυτό συνέβη έπειτα από δεκαετίες, το 1989, ωστόσο το βραβείο δεν το παρέλαβε ο Μπόρις αλλά ο γιος του Εβγκένι Πάστερνακ, ο οποίος αποφάσισε να το κάνει συμβολικά, ως ιδεατή αποζημίωση για την αδικία που είχε υποστεί ο πατέρας του.

Οι σχέσεις του Πάστερνακ με το σοβιετικό καθεστώς έχουν χαρακτηριστεί «αμλετικές»: ούτε ανοιχτής συναίνεσης ούτε προφανούς διαφωνίας, και αυτό το περίφημο τηλεφώνημα τον Ιούνιο του 1934 αποτελεί μια παραβολή αυτής της στάσης. «Ο Κανταρέ το αναπαριστά ως την τελευταία λεπτομέρεια, καταστρώνοντας μια στρατηγική περικύκλωσης της αλήθειας, η οποία, όπως συμβαίνει συχνά σε θέματα που σχετίζονται με την πολιτική, είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Για να το καταφέρει αυτό σκηνοθετεί 13 εκδοχές αυτού του διαλόγου μεταξύ του ποιητή και του δικτάτορα» αναφέρει στη βιβλιοπαρουσίασή της η Βιόλα Αρντονε.

Μπροστά από ένα φανταστικό δικαστήριο της Ιστορίας παρελαύνουν χαρακτήρες λίγο-πολύ γνωστοί της εποχής – από τον Αϊζάια Μπέρλιν και την Αννα Αχμάτοβα έως τη σύζυγο του Πάστερνακ και την ερωμένη του. Κάθε εκδοχή του τηλεφωνήματος διαφέρει σε κάποιες λεπτομέρειες, αλλά υπάρχει κάτι κοινό σε όλες: η σχεδόν «αφασική», όπως τη χαρακτηρίζει η ιταλίδα συγγραφέας, απάντηση του ποιητή στο ερώτημα του δικτάτορα: «Ποια είναι η γνώμη σου για τον Oσιπ Μαντελστάμ;» ρωτάει ο Στάλιν, αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες τυπικότητες. Ο συγγραφέας ξέρει ότι σε αυτά τα τρία λεπτά διακυβεύεται το μέλλον του, η ελευθερία του, ίσως και η ίδια η ζωή του.

«Τι να πει, τι να απαντήσει; Να μιλήσει με επαινετικά λόγια για τον (διωκόμενο αντιφρονούντα) ποιητή και να κινδυνεύσει να συλληφθεί και εκείνος, ή να απαρνηθεί τον φίλο του και να σώσει τον εαυτό του;» συνοψίζει η Βιόλα Αρντονε. «Ο Πάστερνακ διστάζει για λίγα δευτερόλεπτα, προσπαθεί να απελευθερωθεί από τη διχοτομική ισχύ αυτού του ερωτήματος. Η βία του Στάλιν βρίσκεται […] σε κάθε του λέξη, ακόμη και στο σαδιστικό παιχνίδι της σύσφιξης του γόρδιου δεσμού της αμφιβολίας γύρω από τον λαιμό ενός από τους πιο αγαπητούς ποιητές της Ρωσίας.

»Ο Πάστερνακ αντιμετωπίζει το δίλημμα του φυλακισμένου και χάνει. Χάνει γιατί η δικτατορία είναι ένα χαμένο παιχνίδι και δεν προσφέρει οδό διαφυγής στα ελεύθερα μυαλά. Mάλιστα, ο Στάλιν τον εξευτελίζει με μια απάντηση που δεν επιδέχεται ανταπάντηση: τον κατηγορεί σκληρά ότι θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα για έναν φίλο του. Στη συνέχεια η γραμμή πέφτει και εκείνη η φωνή χάνεται για πάντα».

Ολοκληρώνοντας το άρθρο της η ιταλίδα συγγραφέας δεν παραλείπει να σημειώσει ότι σε κάθε σελίδα του βιβλίου, σε κάθε αράδα του, πίσω από τον ρώσο ποιητή διακρίνεται ο αλβανός συγγραφέας, ο οποίος αντιμετώπισε παρόμοιες καταστάσεις, ο οποίος επιδίωξε επίσης να παίξει τη δική του παρτίδα με την αυταρχική εξουσία, αλλά έχασε και εκείνος, εγκαταλείποντας την πατρίδα του και ζώντας εξόριστος.

Και πίσω από αμφότερες τους λογοτέχνες διακρίνονται όλοι οι άνθρωποι του πνεύματος τους οποίους η εξουσία επιδίωξε (και επιδιώκει) να φιμώσει με εκφοβισμούς, με τη βία, με τη λογοκρισία, με προσβολές. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ είναι μια ιστορία για την εξουσία και την ελευθερία, την οποία ο συγγραφέας αφηγείται ως άνθρωπος των γραμμάτων και ερευνά ως ποιητής, χωρίς απαλλαγές αλλά ούτε και καταδίκες, «γιατί, σε αντίθεση με τον τύραννο, η τέχνη δεν ευελπιστεί στη συμπόνια. Απλώς την προσφέρει».