Το πιο αγαπημένο, το πλέον παλλαϊκό τραγούδι της Χριστιάνας ήταν σαν να γράφτηκε για αυτήν ακριβώς τη στιγμή: «Τελειώσαμε λοιπόν και τι να πούμε» (σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη και στίχους Γιάννη Πάριου, το 1977).
Τι γράφω, όμως, αγαπημένο; Τα τραγούδια της Χριστιάνας, που χάραξαν στο βινύλιο 11 προσωπικούς δίσκους και αμέτρητα δισκάκια, καλύπτοντας 30 χρόνια δισκογραφίας, από το 1971, έχουν το καθένα τους δικούς του –πολλούς– αποδέκτες. Οσα, ακόμη και ξεχασμένα ή εν πολλοίς άγνωστα, και αν έχουν καταγραφεί σε αυτή τη σύντομη, για τα δισκογραφικά μέτρα, πορεία, κατάφεραν να απευθυνθούν στο λαϊκό αίσθημα (παρά το αστικό αμπαλάζ), έγιναν σημαίες για πολλές, πάμπολλες ζωές. Σχεδόν όλων μας.
Η Χριστιάνα ήρθε στον απόηχο της θεωρούμενης χρυσής δεκαετίας του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Και ήρθε εκεί που έπαιρνε την κατιούσα η ελληνική ποπ-ροκ. Στη Νάουσα, όπου έμενε για χρόνια, συναντήθηκε με τους Olympians και τον Πασχάλη Αρβανιτίδη, που πήραν μαζί τους την καρδιά της και τη φωνή της και την ταξίδεψαν.
Ομως η αρχή είχε γίνει στο στούντιο, που μπήκε για να γράψει σεκόντα στο «Παιδί του λαού», τον Νίκο Ξανθόπουλο. Για το «Ηρθα κι απόψε» του Νάκη Πετρίδη, σε στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου.
Το τέλος γράφτηκε ουσιαστικά ακριβώς τριάντα χρόνια μετά, το 2001, στο στούντιο όπου μπήκε με τον Παντελή Αμπαζή, για να γράψει Ζαμπέτα σε δικούς του στίχους («Τα μάτια σου τα όμορφα»), για το άλμπουμ «Ανωτάτη Ζαμπετική»), με τον μεγάλο μπουζουκίστα Στέλιο Ζαφειρίου. Τον Ζαφειρίου που της έδωσε τραγούδια του, σε στίχους του Φίλιππου Νικολάου («Βάρα το ζουρνά»), αλλά και του συνεργάτη του Τόλη Βοσκόπουλου, Μίμη Θειόπουλου.
Εναν χρόνο αφότου η Χριστιάνα συναξάρισε γλυκά την καριέρα της και όσα τραγούδια είχε αγαπήσει και είχε καημό να τραγουδήσει, το 2000, στο «House Of Art» (αλλά και στο «Τσάι στη Σαχάρα»).
Εχει μείνει στα αυτιά μου η συγκινητική ερμηνεία της στο τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου από την ταινία «Λόλα», σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα, «Δεν έχει αρχή». Και πολλές άλλες στιγμές εκεί μέσα. Σαν να είχε προετοιμάσει ένα μεγάλο φευγιό από τις πίστες και τη δισκογραφία.
Πάμε πάλι πίσω. Δεν ήταν λίγο τότε να κάνεις σεκόντο (και να σού ανεβάζουν τις στάθμες στο ρεμιξάρισμα για να ακούγεται η εντυπωσιακή διαπεραστική φωνή σου) με τον Νίκο Ξανθόπουλο και σε κοντά ενάμιση χρόνο να μπαίνεις ξανά στο ίδιο στούντιο για να γράψεις έναν εμβληματικό δίσκο, μαζί με το Δημήτρη Μητροπάνο. Μιλάω για το «Ο δρόμος για τα Κύθηρα» των Γιώργου Κατσαρού και Πυθαγόρα, όπου η Χριστιάνα μπορεί να μην πήρε τελικά αποκλειστικά πάνω της τα θρυλικά «Κύθηρα (που) ποτέ δεν θα τα βρούμε», όμως τα στιγμάτισε σε ντουέτο ουσιαστικά με τον υποβλητικό, λυρικό, Μητροπάνο.
Και λίγο μετά, με τη Μεταπολίτευση, ξανά με το Δημήτρη Μητροπάνο, στιγμάτιζε και τα «Σκόρπια φύλλα» του μεγάλου Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Σώτιας Τσώτου και κυρίαρχο τραγούδι τον «Αφέντη λαό». Σχεδόν παράλληλα με τον πρώτο προσωπικό δίσκο της, «Χριστιάνα», το 1975. Με το «Εβγα τελάλη μου» του Νίκου Ιγνατιάδη, σε στίχους επίσης Φίλιππου Νικολάου.
Α, να τα λέμε κι αυτά. Οταν ακόμη στα κέντρα κυριαρχούσε είτε το στιλ μπουάτ είτε το στιλ πιάτα και γαρίφαλα, η Χριστιάνα ήταν ουσιαστικά η πρώτη που τόλμησε και πρότεινε τη θεατράλε εκδοχή τού τραγουδιού. Από νωρίς. «Εισάγοντας» και ξένους χορογράφους. Και τολμώντας να κόψει το μαλλί «α λα γκαρσόν» και να μάθει τα πιο δύσκολα βήματα.
Δεν ήταν τυχαίο ότι στο απόγειό της ζήτησε επίμονα να συνεργαστεί με ένα δίδυμο που «έπλασε» εντυπωσιακά το νεόκοπο θεατρικό υβρίδιο των μουσικών προγραμμάτων: τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Σταμάτη Κραουνάκη. Και τι γεννήθηκε εκεί! Σε αυτό τον δίσκο, που ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του. Με ξόρκι μια παράξενη λέξη, «Σαριμπιντάμ (που) θα πει τρελαίνομαι», όπως κατέληξε ο τίτλος του άλμπουμ.
Το μποτιλιάρισμα στη Σταδίου και στη Συγγρού (στο καθηλωτικό «Σκεπάστε τα ραδιόφωνα» του Θανάση Καργίδη), είτε τα καλοκαιρινά κινηματογραφικά βράδια στην ταράτσα του «Βοξ» ή στα σκαλιά του «Εκράν», όταν στην οθόνη έλαμπε η Μελίνα ή η Μάμα Ρόμα-Άννα Μανιάνι, εμβληματικά (το πολυαγαπημένο «Το καλοκαίρι θα ’ρθεί» του Σταμάτη Κραουνάκη), έγιναν λαϊκοί ύμνοι στο στόμα της Χριστιάνας χάρη στη Λίνα Νικολακοπούλου, αλλά και στα τραγούδια σε στίχους και μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη.
«Ελα αχ μου, άσε τις ντροπές, στη ζωή μου μπες» ή «Η νύχτα θέλει κορμί και μέλι, διπλό σεντόνι που σε γλιτώνει» ακούγονταν αδιάλειπτα, τότε, το 1982, μαζί με τα άλλα τραγούδια του δίσκου σε όλα τα ραδιόφωνα. Το έγραψε, στο κατευόδιό της για τη Χριστιάνα, και η Λίνα Νικολακοπούλου: «Χριστιάνα μου, σου χρωστάω την πρώτη μεγάλη χαρά να ακούω τα παράξενα λόγια μου να παίζονται στα ραδιόφωνα με τη φωνή σου. Κι όσα μου έχεις πει για τη ζωή και τους ανθρώπους δεν τα ξεχνώ».
Η Χριστιάνα είχε ήδη, από το 1979 ακόμη, ανεβάσει το μεγάλο μουσικό της θεατράλε όνειρο στη σκηνή του πρωτοπόρου αθηναϊκού μιούζικ χολ «Νοτούρνο», στη στοά του Μπρόντγουεϊ. Οπου και ένωσε τη φωνή της με τη μεγάλη κυρία Καίτη Μπελίντα και σε ένα ακόμη εμβληματικό τραγούδι της: «Φώτα κι άλλα φώτα». Ήτοι, το «Dr. Kiss Kiss» των 5000 Volts, σε ελληνικούς στίχους Σάσας Μανέτα.
Και αμέσως μετά το εξίσου εμβληματικό της «Τα μάτια σου (πράσινα να ’ναι ή μαβιά, όνειρο και αποθυμιά, τα μάτια σου)» του Τάκη Καρνάτσου και της στιχουργού και τραγουδίστριας Δάφνης Ζούνη. Στον Τάκη Καρνάτσο χρωστάει και την πρώτη συνεργασία της, το 1986, με το Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, στους στίχους, στο «Την ώρα που το χάδι σου ζυγώνει». Με τον Λάκη Παπαδόπουλο συνεργάστηκε, σε στίχους Φίλιππου Γράψα, και στο «Κι αν σε ερωτεύθηκα κεραυνοβόλα».
Στο μεταξύ, η Χριστιάνα Λαβίδα, όπως ήταν το πλήρες όνομά της (αδελφή της Βασιλικής Λαβίνα, συζύγου του Γιάννη Μαρκόπουλου και ξαδέλφη της Ελένης Βιτάλη) είχε γνωρίσει τον πρώτο της σύζυγο, τον νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας και βουλευτή της ΝΔ, Δημήτρη Σταμάτη, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά.
Εγραψα «βουλευτή» και «τα μάτια σου» και θυμήθηκα ότι, αργότερα, ένας άλλος βουλευτής, του ΠΑΣΟΚ αυτή τη φορά, ο Γιώργος Λιάνης, είχε κάνει αμέτρητες… καντάδες για αυτά τα καθηλωτικά γαλαζογκριζοπράσινα μάτια της.
Φώτα, κι άλλα φώτα, είπαμε. Και στρας, κι άλλα στρας προστέθηκαν την επόμενη χρονιά στη «Μέδουσα» του μεγάλου Γιώργου Μαρίνου, με τη Χριστιάνα ως ντίβα. Εκεί γνώρισε και τη δουλειά των Κραουνάκη – Νικολακοπούλου και ζητούσε επίμονα να τούς συναντήσει και να συνεργαστούν.
Δεν θα προσπεράσουμε κι άλλους σταθμούς της. Τη συνεργασία της με το Μίμη Πλέσσα, ας πούμε, σε ρόλο δισκογραφικού παραγωγού και ενορχηστρωτή σε ένα άλμπουμ με διαμάντια. Ακόμη και Μάνο Χατζιδάκι, όπως το «Κουρασμένο παλικάρι» του Νίκου Γκάτσου.
Στις καρδιές χιλιάδων έγραψε και το ντουέτο της με τον Δάκη (τον Αιγυπτιώτη, κατά κόσμον, Βρασίδα Χαραλαμπίδη), «Μίλα μου», σε στίχους και μουσική του Ρόμπερτ Ουίλιαμς, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1977 σε 45αράκι και σε ενορχήστρωση του Κώστα Κλάββα.
Οπως με τον Κώστα Τουρνά έγραψε στις καρδιές, με τη φωνή της Χριστιάνας, το «Τι να μας κάνει η νύχτα, μια νύχτα μόνον τι να μας κάνει».
Δεν θα ξεχάσω, όμως, και τις συνεργασίες της, με απόσταση αρκετών χρόνων, το 1975 και το 1989, με τον λαϊκό συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο, σε στίχους Αννας Μπιθικώτση στη δεύτερη περίπτωση («Αφορμή»).
Ή τον λιγότερο παιγμένο «Δωδεκάλογο του γύφτου» του δεύτερου εθνικού ποιητή, Κωστή Παλαμά, σε μελοποίηση του Πέτρου Ταμπούρη, το 1998, για τη Χριστιάνα: «Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα».
Και θα κρατήσω στην καρδιά μου, ως πολύ αγαπημένη και λίγο σουρεαλιστική, την ιστορία του Σταύρου που δεν ήταν ο… (Γάλλος σταρ και γόης του σινεμά) Μορίς Ρονέ κι εκείνη δεν ήταν η Κάρμεν (η παθιασμένη, του Μπιζέ) και ζούσαν τον έρωτά τους σε ένα Ρενό Κατρέλ. Δηλαδή, την υπέροχη «Κάρμεν» της Λίνας Νικολακοπούλου, σε μουσική του Θανάση Καργίδη.
Ξαφνικά, μετά το 2001, η Χριστιάνα αποσύρθηκε. Για τα παιδιά της; Ηταν «κάποια ασθένεια», όπως αρχικά γράφτηκε και η Χριστιάνα εμφανίστηκε με μία φωτό που την έδειχνε πιο ώριμη πια, αλλά πάντα γοητευτική;
Μια εξήγηση έδωσε δημόσια ο γιος της, Γιώργος Σταμάτης: «Η μητέρα μου δεν έδινε μεγάλη σημασία η ίδια στην καριέρα της, όχι πως δεν αγαπούσε το τραγούδι, αλλά δεν ένιωθε ότι αυτό ήταν ο σκοπός στη ζωή της. Ετσι, όταν αποσύρθηκε το έκανε με μεγάλη προθυμία. Ταυτόχρονα, έδινε πολλή βάση στην καλλιέργειά της και στην οικογένειά της, και από τη στιγμή που γεννήθηκα εγώ, που είμαι και ο μεγαλύτερος, δε θυμάμαι τη μητέρα μου σαν καλλιτέχνη, πάρα μόνο σαν επαγγελματία μητέρα, που αργά τα βράδια, αφού κοιμόμασταν, διάβαζε τα βιβλία της και άκουγε ηχογραφημένες απαγγελίες ποιημάτων».
Παραδεχόμενος, το 2018, ότι η αγαπημένη ερμηνεύτρια και μητέρα του πάσχει από άνοια (και αργότερα ότι χτυπήθηκε από καρκίνο, που την οδήγησε στο πρόωρο φινάλε στα 68 της χρόνια). Οπως το αποτύπωσε στο δικό του κατευόδιο και ο πάλαι ποτέ συνεργάτης της, Πασχάλης Αρβανιτίδης: «Εφυγε η Χριστιάνα… Δυστυχώς είχε φύγει εδώ και χρόνια. Δεν μπορούσαμε να τη δούμε και να μιλήσουμε μαζί της. Δεν θα μας αναγνώριζε… Κρίμα… ένα τέτοιο μυαλό ξυράφι έχασε τη μνήμη του και βυθίστηκε στο σκοτάδι… Η Χριστιάνα, η τραγουδίστρια με τα χρυσά γατίσια μάτια που όταν σε κοιτούσαν, σε μάγευαν».
Ενα φινάλε δραματικό σαν τη ζωή, για μια ερμηνεύτρια που σε τριάντα χρόνια ουσιαστικά καριέρας έγραψε στην καρδιά πολλά από τα τραγούδια που ακόμη τη δονούν. Σαν εκείνα του Γιάννη Πάριου: «Σκυφτός κι ο ουρανός μας χαιρετά / που ξέρει μυστικά μας αφανέρωτα / και στέλνει κάποιο σύννεφο δειλά…». Τελειώσαμε, λοιπόν, και τι να πούμε…