H Νίκη Χωμενίδη, το γένος Νεφελούδη, πέθανε στις 8 Ιουνίου 2008, σε ηλικία 70 ετών. Δεν ήταν πλήρης ημερών, αλλά οι μέρες της πρώτης νιότης της προσμετρήθηκαν από τις μοίρες ως διπλές. Η Νίκη έζησε μία ενδιαφέρουσα ζωή, χωρίς να είναι πάντα δική της. Ομως ποια κοπέλα εκείνης της εποχής, όριζε η ίδια το βήμα της;
Ηταν κόρη του Βασίλη Νεφελούδη, προπολεμικού ηγέτη της Αριστεράς, βουλευτή και υποψηφίου δημάρχου Αθηνών. Η μητέρα της είχε βάλει άρβυλο για να πατήσει βουνό με την Αντίσταση. Και η μικρή έζησε την κατοχή και τα χρόνια που ακολούθησαν γέρνοντας σαν καλάμι στον άνεμο της Iστορίας. Με τον πατέρα φυλακή και τη μάνα μακριά. Και μετά, μαζί τους, στην παρανομία, κλεισμένη για χρόνια σε μια αυλή στη Νέα Σμύρνη. Η Νίκη είναι η μητέρα του Χρήστου Χωμενίδη. Ο συγγραφέας διηγείται τη νιότη της, φτιάχνοντας ένα σύμπαν όπου η Iστορία συναντά τη μυθοπλασία, δίνοντας στη νεκρή Νίκη φωνή για να διηγηθεί τη ζωή της σε πρώτο πρόσωπο.
Η Νίκη απλώνει τη ζωή της σαν πανί στις 500 σελίδες του βιβλίου. Πάνω της προβάλλονται τα δραματικά γεγονότα που συγκλόνισαν -και όρισαν- την Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Όμως, προσέξτε: ο Χωμενίδης γραφεί πρωτίστως μυθιστόρημα, κοινώς ακόμα και ένας αλλοδαπός, που δεν έχει την παραμικρή σχέση ή φόρτιση με τα γεγονότα, θα το ακολουθήσει με μια ανάσα ως το τέλος. Αλλά και από την άλλη, η αναπαράσταση της εποχής είναι τόσο επαρκής, ώστε από όποια πλευρά και αν δεις τη «Νίκη», στο τέλος τής πιστώνεις πληρότητα.
Ναι, η «Νίκη» είναι πλήρης σε όνειρα και απογοητεύσεις. Και σε μεγάλα ψέματα που σβήνουν μέσα σε πικρές αλήθειες. Από τη μιζέρια της Αριστεράς μέχρι τις συμβατικές φόρμες του έρωτα. Από τους ήρωες ως τους ρεαλιστές. Νομίζω ότι ο αναγνώστης θα γυρίζει συνέχεια γύρω από την πλοκή, πότε με τα γυαλιά του ιστορικού παρατηρητή και πότε με τη ματιά που ακολουθεί μία μυθιστορηματική αφήγηση.
Εδώ ο Χωμενίδης διαπράττει και μία πονηριά: έχοντας αλλάξει τα ονόματα των χαρακτήρων του, απέκτησε το δικαίωμα να επενδύσει την πραγματικότητα με περισσότερο μύθο. Αυτό δεν αλλοιώνει την ιστορική ακρίβεια – κάθε άλλο, επιτρέπει στην κλωστή να ξετυλιχτεί πιο γρήγορα, πιο όμορφα.
Η Νίκη αφηγείται με πειστικό ύφος, δηλαδή πιστεύεις ότι είναι εκείνη που σου μιλάει. Βγαίνει, φυσικά, μέσα από τον συγγραφέα, αλλά και επειδή ο συγγραφέας έχει βγει μέσα από αυτήν, οι φωνές τους ενώνονται σε μία. Ο Χωμενίδης, αν και γιος, υποκύπτει στο συγγραφικό καθήκον και σου επιτρέπει να δεις τη μάνα του και ως γκόμενα. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι και αυτοί ολοζώντανοι και τοποθετημένοι με σεναριακό τρόπο – η καλή θεία που δίνει λύσεις, η τρυφερή γιαγιά, ο δύστροπος θείος, ο πλούσιος κ.λπ. Αλλά και τα σενάρια τη ζωή δεν αντιγράφουν; (Η «Νίκη» είναι έτοιμη για σκηνοθέτη) Εδώ, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται και το «παράπονο» που δικαιούται να διατυπώσει ο αναγνώστης. Οι βασικοί χαρακτήρες διατρέχουν όλο το βιβλίο, ο αναγνώστης τους ζει, τους πονάει. Επίσης, ξέρει ότι όλοι αυτοί, αντιστοιχούν σε πραγματικούς ανθρώπους. Οι ήρωες αυτού του πολύ ωραίου μυθιστορήματος είναι πραγματικοί, έζησαν δίπλα μας.
Όμως ο συγγραφέας στο τέλος τούς αφήνει στην ομίχλη, φωτίζοντας μόνο τη Νίκη. Αυτό είναι, κατά κάποιο τρόπο, άδικο για τον αναγνώστη, αλλά δικαιώνει την αφήγηση. Βασάνισα τον Χωμενίδη, μία ώρα στο τηλέφωνο, ρωτώντας για την πραγματική υπόσταση προσώπων και γεγονότων. Είναι μία κουβέντα που θέλει μέρες. Γι’ αυτό καλύτερα να ξεχάσετε ότι οι άνθρωποι μέσα στη «Νίκη» έζησαν. Δείτε το ως ένα μυθιστόρημα που πατάει στην ιστορία. Ωστόσο, πιστεύω ότι οι επόμενες εκδόσεις θα πρέπει να κλείνουν με μία σελίδα στην οποία θα παρατίθεται το πραγματικό όνομα του χαρακτήρα και δυο λόγια για τον δρόμο που τράβηξε μετά το τέλος του βιβλίου. Μια σελίδα, για τόσες ζωές, δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο.