Την πρώτη από μια σειρά σπονδυλωτών εκθέσεων, με τίτλο «Στην Ιδια Πόλη – Χριστιανοί και Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη», εγκαινίασε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, στο Εβραϊκό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Μέσα από το εκθεσιακό υλικό, αναδύεται η ατμόσφαιρα και η κοινωνία της Θεσσαλονίκης σε μια μεταβατική ιστορική περίοδο, στο τέλος της οποίας η πληθυσμιακή της σύνθεση και η πολιτισμική της προσωπικότητα έμελλε να υποστούν μεγάλες και βίαιες αλλαγές. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο, η αστική τάξη της πόλης διακρινόταν από κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά, αισθητικές και πολιτιστικές αξίες, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής ή εθνοτικής προέλευσης των μελών της, όπως προκύπτει από τη μελέτη των αρχείων του Κρατικού Ωδείου, του Εβραϊκού Μουσείου, της οικογένειας Γεωργίου Κωνσταντινίδη και άλλων, που αποτέλεσε την αφετηρία του εκθεσιακού σκεπτικού και υλικού. Το αρχειακό υλικό που παρατίθεται, όπως ανέκδοτες φωτογραφίες, έγγραφα, έντυπα και αντικείμενα εποχής είναι εξαιρετικά πλούσιο και ενδιαφέρον.
Στη δήλωσή της η κυρία Μενδώνη σημείωσε ότι «η έκθεση αναδεικνύει την παρουσία της εβραϊκής κοινότητας στη νεότερη παγκόσμια ιστορία, καθώς λίγο μετά, η ναζιστική Γερμανία έθεσε ως απόλυτο στόχο να καταστρέψει και να απαλείψει την ταυτότητά της. Στη Θεσσαλονίκη, ανεξαρτήτως θρησκευτικής ταυτότητας, οι δύο κοινότητες είχαν εντάξει τον πολιτισμό στην καθημερινότητά τους. Παρακολουθούσαν τις ίδιες παραστάσεις και συναυλίες, σπούδαζαν μαζί μουσική και θέατρο, κοινωνούσαν και επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η έρευνα αναδεικνύει την πληθώρα των κοινών σημείων αναφοράς σε όλα τα επίπεδα και τις ποικίλες πτυχές της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής, τα οποία υπερίσχυαν των όποιων διαφορών και επέτρεπαν την ομαλή συνύπαρξη και ευημερία των κατοίκων. Ολα αυτά αποκτούν ιδιαίτερο εννοιολογικό και συναισθηματικό βάρος και αξία υπό το πρίσμα των μετέπειτα ιστορικών εξελίξεων και ιδιαίτερα του δράματος των στρατοπέδων που βίωσε ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης. Ποιος μπορούσε να φανταστεί, όταν σπούδαζε τις παρτιτούρες στο Κρατικό Ωδείο, ότι θα ακολουθούσε το Άουσβιτς και ότι η σπουδή της μουσικής θα λειτουργούσε σε κάποιες περιπτώσεις λυτρωτικά για τις φοβερές μέρες που έζησαν εκεί; Σήμερα, ανακαλούνται ισχυροί συνειρμοί σε αναφορά προς τα οδυνηρά γεγονότα που βλέπουμε δυστυχώς να εκτυλίσσονται, για μια ακόμη φορά, στην ευρύτερη γειτονιά μας. Η πολιτιστική κληρονομιά των λαών καταστρέφεται, μέσα στο παιχνίδι ενός ολέθριου πολέμου για να εξαφανιστούν ταυτότητες και μνήμες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, εκθέσεις, όπως αυτή που εγκαινιάσαμε σήμερα, είναι όχι μόνο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και διδακτικές, αλλά και πάντα επίκαιρες».
Η υπουργός, αναφερόμενη στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος, είπε ότι «το οφείλουμε στη μνήμη των χιλιάδων Εβραίων της Θεσσαλονίκης που μπήκαν σε κάποιο τρένο και δεν γύρισαν ποτέ. Η κυβέρνηση επιδιώκει την ανέγερση του Μουσείου το συντομότερο δυνατόν. Με εντολή του Πρωθυπουργού, ο Αντιπρόεδρος, συνεργαζόμενος συστηματικά με όλους τους εμπλεκόμενους, έδωσε λύσεις σε σημαντικές θεσμικές εκκρεμότητες στην προσπάθεια να απορροφηθούν καθυστερήσεις του παρελθόντος. Θέλουμε το Μουσείο του Ολοκαυτώματος για να φιλοξενηθεί και να στεγαστεί όχι μόνο η μνήμη, αλλά και η πολύ μεγάλη ιστορία και η πολιτιστική ταυτότητα των εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας».
Την έκθεση συνδιοργανώνουν η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Αρχείο Γεωργίου Κωνσταντινίδη και το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.