Κατά τα φαινόμενα, δεν ανήκει στα ισχυρά λόμπι του καλλιτεχνικού κατεστημένου, ο πατέρας του δεν είναι μεγαλοδικηγόρος της κυβερνητικής παράταξης, ούτε εφοπλιστής, δεν ανήκει σε κάποια παραδοσιακά μεγάλη οικογένεια της Αθήνας, ούτε εκμεταλλεύεται μια κάποια αόριστη αριστερή προέλευση. Είναι ένα παιδί που γεννήθηκε στη Λάρισα από απλούς γονείς και ξαφνικά μια μέρα κατέκτησε ένα βραβείο που ο μέσος έλληνας καλλιτέχνης ονειρεύεται μια ζωή. Τόσο νέος και τόσο νωρίς. Χωρίς να αναγκαστεί να παραχωρήσει γην και ύδωρ απ' την τέχνη του, χωρίς υπόγεια σπρωξίματα και μαντινάδες στον πρωθυπουργό και άλλες καλλιτεχνικές αρλούμπες. Έτσι ξαφνικά, με τη δεύτερή του ταινία, το Miss Violence, τα πήρε όλα κι έφυγε. Απέδρασε απ' τη μίζερη και μισαλλόδοξη ελληνική πραγματικότητα με την άνεση φαντάσματος κι αυτό δύσκολα θα του το συγχωρήσουν πολλοί. Δύσκολα θα γίνει αποδεκτός στις τάξεις μας. Όλων εμάς που με τον κομπλεξικό εγωισμό και την επαρχιώτικη αντίληψή μας, κρατάμε με χίλιους κόπους την κατακτημένη θέση μας στην καλλιτεχνική διαστρωμάτωση.
Εμφανίστηκε στη συνέντευξη Τύπου αλλά στο Q&A της ταινίας του, απλός, υπέρ το δέον κινητικός και με τα ίδια ρούχα εδώ και τέσσερις μέρες (εκτός κι αν έχει 4 μαύρα στενά τζην, τέσσερα μαύρα T shirt, τέσσερα μαύρα σακάκια τσαλακωμένα, και τέσσερις μαύρες ελβιέλες) και χωρίς καμία προσπάθεια να ξεφύγει ή να αποφύγει κάποια ερώτηση. Έτοιμος (από καιρό) για όλα. Και η πρώτη ερώτηση που του κάνουν:
-«Η ταινία σας μοιάζει με αυτήν του Γ. Λάνθιμου;» (ή έχει επηρεαστεί απ' τον Κυνόδοντα)
Ε, άι στον διάολο!
Η επιτομή της Ελληνικής Γρουσουζιάς! Του μικροαστικού επαρχιωτισμού, της greek μισαλλοδοξίας. Ποιο το νόημα της ερώτησης; Να θίξει. Να πληγώσει, να μικρύνει, να δείξει πως ο Αβρανάς δεν αξίζει τέτοια προσοχή. Όμως όλη αυτή η σκηνή που σας διηγούμαι πιστεύω πως δείχνει εναργώς σε ποια καλλιτεχνική Ελλάδα ζούμε. Το θέμα είναι πώς θα κάνουμε κι εμείς τη Μεγάλη μας Απόδραση απ' αυτή την παχιά λάσπη.
Το Miss Violence είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία. Σε άλλους θα αρέσει και σε άλλους όχι. Κανείς όμως δε θα πει "τι σαχλαμάρες βλέπω εδώ πέρα". Πρόκειται για μια αλληγορία πάνω στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα περασμένη μέσα απ' την ιστορία ενός πατέρα που εκμεταλλεύεται άγρια την οικογένειά του. Καθόλου πρωτότυπο, αλλά και όχι και πολυφορεμένο. Εκείνο που προσέχει κανείς είναι η συνεπής κινηματογραφική φόρμα, το σωστό πλανάρισμα, το αισθητικά άρτιο κάδρο, ο ρυθμός, η γρήγορη εναλλαγή σκηνών, οι εξαιρετικές ερμηνείες και μια ποιητική σεναριακή προσέγγιση. Το σενάριο δεν αφηγείται ακαδημαϊκά, αλλά με μια διάθεση παράθεσης αυτόνομων φλας απ' την καθημερινή ζωή της οικογένειας παράγει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Και αυτό δεν έτυχε. Πέτυχε.
Κάτω απ' τον απόλυτο και σαφή έλεγχο του σκηνοθέτη το θέμα, δύσκολο κι επικίνδυνο ξετυλίγεται με μια υπόγεια ένταση που είτε θα σαγηνεύσει απόλυτα τον θεατή είτε θα τον απωθήσει. Γιατί η Δεσποινίς Βία βρίσκεται δίπλα μας κάθε μέρα, μόνο που κάποιοι κάνουν ότι δεν τη βλέπουν.