«Κανονίστε πότε έρχομαι! Βγαίνει η ταινία». Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, κάθε φορά που ένα νέο φιλμ του είναι στον προθάλαμο των κινηματογραφικών αιθουσών, σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί Αθήνα. Όχι τόσο ως σταρ, αλλά κυρίως ως φίλος, που έχει ανοίξει πλατιά αγκαλιά στα παιδιά της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών / Πόρτα Ανοιχτή, διαθέτοντας -ξανά και ξανά- τα έσοδα από τις ελληνικές πρεμιέρες των ταινιών του, για την ενίσχυσή της.
Η αρχή έγινε το 1989, όταν ο μεγάλος ηθοποιός ενσάρκωνε στο «πανί» τον εγκεφαλικά παράλυτο ιρλανδό ζωγράφο Κρίστι Μπράουν, στην ταινία «Το αριστερό μου πόδι» του Τζιμ Σέρινταν. Και, έκτοτε, συμβαίνει ανελλιπώς. Η χημεία του με τα παιδιά αλλά και με την κυρία Δάφνη Οικονόμου, ιδρύτρια και ψυχή της Εταιρείας, υπήρξε καταλυτική, ικανή να διαμορφώσει σχέση ζωής μαζί τους.
Αυτή τη φορά, αφορμή είναι η «Αόρατη Κλωστή», η ταινία στην οποία ο Ντέι Λιούις υποδύεται ένα διάσημο μόδιστρο, στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1950, και η οποία θα προβληθεί σε πανελλήνια πρεμιέρα την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Το Protagon ήλθε σε επαφή με τον «ηθικό αυτουργό» αυτής της ιδιότυπης σχέσης του Ντέι Λιούις με την Ελλάδα, τον Γιώργο Οικονόμου, σκηνοθέτη (και γιο της Δάφνης Οικονόμου), ο οποίος διατηρεί μακρά και στενή φιλία με τον ηθοποιό, από τα φοιτητικά τους χρόνια ακόμη. Σε μια πληθωρική αφήγηση, ο κ. Οικονόμου αποκαλύπτει ιστορίες και μικρά μυστικά, που σκιαγραφούν μια κορυφαία προσωπικότητα, μέσα και έξω από τα στούντιο.
Χωρίς υπερβολή, περιγράφει έναν άνθρωπο-διαμάντι, έναν αντι-σταρ που δεν έχει επιτρέψει στην υψηλή δημοσιότητα να αποδομήσει την επαφή του με τον βαθύτερο του εαυτό, που εξακολουθεί να δεσμεύεται συναισθηματικά, που παραμένει πιστός φίλος, στηρίζοντας ο ίδιος παντοιοτρόπως τη δράση της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών, αλλά και κινητοποιώντας και πολλούς άλλους σε αυτή την κατεύθυνση.
Την ώρα που άλλοι, αστέρες και αστερίσκοι, προβάλλουν απαιτήσεις, ιδιοτροπίες, ιδιαιτερότητες στις deluxe σουίτες του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, ο Ντέι Λιούις δεν διστάζει να κοιμάται επί δυο τρεις βδομάδες σε καναπέ. Αρκεί να πρόκειται για σπίτι-καταφύγιο. Που του προσφέρει νοστιμιές από τα χέρια της Αντιγόνης Αμανίτου, της ηθοποιού και συζύγου του Οικονόμου, και χαλάρωση, χωρίς φιέστες και δημοσιοσχετίστικες λατρείες.
Ναι, ο Ντέι Λιούις ξέρει τι θα πει ακόμη και αθηναϊκός καύσωνας, λιώνοντας στους 44 βαθμούς, όταν ακόμη (εν έτει 1986) το αιρκοντίσιον ήταν άγνωστη λέξη. Το ζευγάρι των Οικονόμου περίμενε τότε την κόρη τους, Δάφνη, και ο ηθοποιός – «στα πατώματα», ελέω ερωτικής απογοήτευσης, με τα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν αγκαλιά – ζούσε ένα μάλλον αξέχαστο καλοκαίρι.
Η Σκύρος και το μποξ
«O Ντάνιελ έρχεται στην Ελλάδα από τότε που δεν τον ήξερε παρά μόνο η κινηματογραφική πιάτσα. Τα πρώτα καλοκαίρια, όταν τον φιλοξενούσαμε στη Σκύρο (σ.σ. όπου συνηθίζουν να περνούν τα καλοκαίρια τους οι Οικονόμου), οι ντόπιοι είχαν να λένε για εκείνον τον άγνωστο ακόμη τότε σ΄αυτούς «τον ψηλό, τον κουζουλό που τρέχει μες την κάψα». Κατέβαινε τον βράχο, από τη Χώρα προς τις αμμουδερές παραλίες του νησιού, φορώντας ένα μακρύ σορτσάκι και με μια μπαντάνα στο κεφάλι για να κρατάει τα μακρυά ως τους ώμους μαλλιά που είχε αφήσει για τις ανάγκες του «Τελευταίου των Μοϊκανών». Στην Αθήνα πάλι ο λάτρης του τζόγκινγκ και της άθλησης γενικότερα Ντάνιελ έφερνε βόλτα καμιά τριανταριά φορές τον Εθνικό Κήπο, και -συνηθισμένος από άλλα μεγέθη- ρωτούσε «πιο μεγάλο μέρος δεν έχει;» ∙ για να τρέξει. Τρέφει τεράστιο σεβασμό για τους αθλητές. Για αυτή τη διαρκή και συστηματική προσπάθεια υπέρβασης των προσωπικών τους ορίων. Τολμώ να πω ότι ένα χρυσό σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ίσως να το προτιμούσε, περισσότερο κι από ένα Όσκαρ».
Στην εικόνα που εκπέμπει ο Γιώργος Οικονόμου, καθώς μιλάει, αποτυπώνεται ένας Ντέι Λιούις βαθιά εσωτερικός, που αγαπάει τις σιωπές και βουτάει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων που υποδύεται, με επίπονη -ψυχική και σωματική- προσπάθεια, τελειομανής. Αλλά δεν μιλάει για τους ρόλους του, παρά μόνο αφού τους έχει εγκαταλείψει οριστικά.
Είναι ενδεικτικό το περιστατικό με το μποξ, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν ο ηθοποιός είχε βρεθεί στην Αθήνα και αναζητούσε ένα σημείο να εξασκηθεί στο σκληρό άθλημα. Η Αμανίτου είχε μόλις τελειώσει τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για την εθνική ομάδα πυγμαχίας, οπότε η λύση δεν άργησε να βρεθεί. Σε συνεννόηση με τον Λευτέρη Λιβάδη, προπονητή της εθνικής ομάδας, ο «φίλος» της οικογένειας Οικονόμου, χωρίς περαιτέρω συστάσεις, βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με αθλητές του είδους. Με το που τον είδαν, έπεσαν ξεροί από τα γέλια. Ποιος ήταν ο ψηλόλιγνος που γύρευε «να τις φάει»; Ήταν βεβαίως πλήρως εξοπλισμένος και σκιζόταν στην προπόνηση. Κάτι γινόταν εκεί πέρα. Τον πήραν στα σοβαρά δυο μέρες αργότερα, όταν κατάφερε να σπάσει τη μύτη ενός… Respect. Κανείς δεν ήξερε ότι ο Ντέι Λιούις ετοιμαζόταν για τον ρόλο του μποξέρ στην ομώνυμη ταινία του Τζιμ Σέρινταν, που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1997.
Η ίδια στρατηγική, η ίδια προσωπική μέθοδος. Στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», του Φίλιπ Κάουφμαν, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, ο Ντέι Λιούις έμαθε τσέχικα μέσα σε οκτώ μήνες. Στα πλατό της ταινίας «Το αριστερό μου πόδι», όχι μόνο είχε προλάβει να θητεύσει πλάι σε ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, αλλά δεν δεχόταν επ’ ουδενί να κατεβεί από το αναπηρικό καρότσι, ούτε καν στα διαλείμματα, απαιτώντας από τα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου να τον κουβαλούν στις σκάλες, ωσάν να ήταν πραγματικά ανάπηρος.
Κάπως έτσι συνέβη και με τη σημερινή «Αόρατη Κλωστή». «Ο Ντάνιελ ξέρει να ράβει μέχρι και φορέματα, πια. Δεν μπορεί να παίξει αλλιώς».
Ο Κιθ Ρίτσαρντς και το «Παλάτι»
Υπό μεγάλη πίεση, ο σκηνοθέτης δέχεται να μιλήσει για το πώς και πότε συναντήθηκαν πρώτη φορά με τον Ντάνιελ.
«Γνωριζόμαστε από τα χρόνια του Bristol Old Vic, όταν εκείνος σπούδαζε υποκριτική κι εγώ σκηνοθεσία», λέει ο κ. Οικονόμου. «Ήμασταν πολύ νέοι, δουλεύαμε πολύ -νυχθημερόν μαθήματα, πρόβες και πάλι πρόβες- , γελάγαμε πολύ. Την πρώτη φορά που είδα τον Ντάνιελ, έμοιαζε… πώς να το πω… συγκροτημένα εκκεντρικός: στα πέτσινα από την κορυφή ως τα νύχια και κάτι μυτερές μπότες. Ξημεροβραδιαζόταν σε ένα ψιλοάθλιο, τρίπατο οίκημα με ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε post hippie κατάσταση, το οποίο αποκαλούσαμε περιπαικτικά «The Palace», «Το Παλάτι» – μέναμε εκεί οκτώ άτομα, μου πήρε τρεις μέρες να καταλάβω ότι δεν ήταν και αυτός ένοικος. Είχε άποψη για τα πράγματα, διέθετε ενέργεια, αστείρευτο μπρίο και λάμψη, χωρίς να καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια. Με τον καιρό, αποδείχθηκε μεγάλο πειραχτήρι, δεν υπήρχε άνθρωπος να μην τον συμπαθεί. Το χιούμορ εξελίχθηκε και σε κώδικα ανάμεσα μας. Είχαμε συστήσει μια οργάνωση με ιερό σκοπό, «Teeth for Keith», «Δόντια για τον Κιθ», στο όνομα της λατρείας μας για τον Κιθ Ρίτσαρντς, τον θρυλικό κιθαρίστα των Rolling Stones. Ο Ντάνιελ είχε βάλει και φωτογραφίες του στον τοίχο της κουζίνας, και δίπλα τους μια κορνιζαρισμένη επιστολή της Heinz με την οποία η εταιρεία του ζητούσε συγγνώμη γιατί σε μια κονσέρβα από φασόλια είχε βρει μια κατσαρίδα… Απίθανες εποχές».
Ο Ντέι Λιούις δεν ήταν ασφαλώς ακόμη ο Ντέι Λιούις. Αλλά αυτοί που ήξεραν, διέβλεπαν το ταλέντο που θα εξελισσόταν στον «ηθοποιό χαμαιλέοντα», τον «πληρέστερο ηθοποιό της γενιάς του» – κατά τους χαρακτηρισμούς του περιοδικού «Time», το 1994, με το εξώφυλλο αφιερωμένο σε κείνον.
«Είχαμε δυο καθηγητές στη Σχολή, τον Νατ Μπρένερ και τον Ρούντι Σέλι. Ο πρώτος ήταν η πεμπτουσία του αγγλικού στιβαρού θεάτρου, ο δεύτερος έδινε ευρωπαϊκή διάσταση στην όλη ιστορία. Ο Μπρένερ έβλεπε ότι ο Ντάνιελ «είχε κάτι», με αποτέλεσμα να του δίνει συνεχώς flat, άχαρους ρόλους, προφανώς για να τον βάλει να εξασκήσει τα υποκριτικά του μέσα. Δεν νομίζω ότι ο Ντάνιελ τον χώνεψε ποτέ».
Ο Ντέι Λιούις έπαιζε τότε τον Κάσσιο, στον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ, τον λόρδο Βύρωνα στο «Καμίνο Ρεάλ» του Τένεσι Ουίλιαμς – η φιλία των δυο ανδρών είχε επεκταθεί δυο τρεις φορές και σε επαγγελματική συνεργασία. Αργότερα, ο Οικονόμου θα σύστηνε τον Ντάνιελ -«ο φίλος μου!»- στη μελλοντική του σύζυγο, σε μια σκοτεινή αίθουσα, όπου προβαλλόταν η ταινία «Γκάντι», στην οποία ο ηθοποιός συμμετείχε με ένα μικρό ρόλο.
Ο Ντέι Λιούις, κατά τον Γιώργο Οικονόμου, είναι άνθρωπος σκληρός με τον εαυτό του, αλλά συμπονετικός με τους άλλους. Κλειστός, επιφυλακτικός αν δεν σε ξέρει, αλλά και ψυχικά άφοβος. Ικανός να διαχειρίζεται τη φήμη του κατά τρόπον ώστε να μην τον καταπίνει. Προσωπικότητα με πάθη, θυμηθείτε τη σχέση του με την ηθοποιό Ιζαμπέλ Ατζανί (καρπός της είναι ένα παιδί), αλλά και δεξιότητες – λίγοι γνωρίζουν πόσο καλά ζωγραφίζει.
Ζει απλά, λιτά, χωρίς υπερβολές, στο Village της Νέας Υόρκης, με τη γυναίκα του Ρεβέκα Μίλερ, σκηνοθέτη, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, και τα τρία αγόρια τους ∙ η Ιρλανδία ήταν και παραμένει η μεγάλη του αδυναμία.
Μια τελευταία απορία τριβελίζει το μυαλό, ύστερα από κείνη τη ξερή ανακοίνωση της στενής του συνεργάτιδας – αυλαία σε μια ζηλευτή πορεία στο κινηματογραφικό στερέωμα. «Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν θα εργάζεται πλέον ως ηθοποιός. Είναι ιδιαίτερα ευγνώμων για όλους τους συνεργάτες του και το ακροατήριό του όλα αυτά τα χρόνια. Δεν θα υπάρξουν άλλες δηλώσεις».
Τι κρύβει αυτή η απόφαση; Ο στενός του φίλος δεν ξέρει, ακόμη κι αν ήξερε, δεν θα ήθελε να πει.
«Του έχει σφηνωθεί καιρό τώρα στο κεφάλι ένα ενδιαφέρον project: να βάλει, από κοινού με τη γυναίκα του, την Τέχνη στα πιο ζόρικα σχολεία της Νέας Υόρκης, να μπολιάσει τη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών αυτών με τη φωτεινή πλευρά της ζωής». Άλλωστε, «ο Ντάνιελ είναι πάνω από όλα ένας καλός άνθρωπος. Αυτό, είναι κάτι που το ξέρουμε».