Ο Τσάρλι Τσάπλιν (1889-1977) με τον γιο του Μάικλ στη βεράντα της οικογενειακής έπαυλης «Manoir de Ban» στην Ελβετία, περίπου το 1957 | Pictorial Parade/Archive Photos/Getty Images
Επικαιρότητα

Η δυστυχία τού να είσαι γιος του Τσάρλι Τσάπλιν

Ο Μάικλ Τσάπλιν, γιος του ενός από τους διασημότερους ανθρώπους στον κόσμο, χίπης, αποτυχημένος τραγουδιστής της ποπ και κτηνοτρόφος, δημοσιεύει τώρα ένα μυθιστόρημα για τη φήμη, την αποτυχία και την επίτευξη της εσωτερικής ειρήνης, που χρειάστηκε δεκαετίες για να το γράψει, στη σκια ενός θρύλου
Protagon Team

Ο Μάικλ Τσάπλιν εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ όταν άκουσε την ιστορία μιας αρχαίας αίρεσης, όπου η ηλικία ενός άνδρα μετρούσε μόνο από την ημέρα που πέθαινε ο πατέρας του. Σύμφωνα με αυτήν, ο Μάικλ είναι σήμερα 46 ετών, αφού ο πατέρας του Τσάρλι Τσάπλιν πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1977, ενώ με τη συμβατική μέτρηση είναι 77 ετών και ετοιμάζεται να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα.

Το «A Fallen God», το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 28 Ιανουαρίου, είναι μια επανάληψη του μεσαιωνικού ρομάντζου «Τριστάνος και Ιζόλδη», που διαδραματίζεται τον 13ο αιώνα. Και εκτός από την οικογένειά του (ο Μάικλ έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει επτά παιδιά), λέει ότι είναι το πρώτο πράγμα στη ζωή του για το οποίο νιώθει πραγματικά υπερήφανος.

Του αρέσει να βλέπει την ημέρα που πέθανε ο πατέρας του ως (δική του) αναγέννηση, γράφει στον Guardian ο Σάιμον Χάτενστοουν. Οχι γιατί ο Μάικλ αντιπαθούσε τον μπαμπά του. Τον αγαπούσε και δεν γινόταν να τον θαυμάζει περισσότερο. Αλλωστε, ο σερ Τσάρλι Τσάπλιν δεν είναι απλώς ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς όλων των εποχών, αλλά η πρώτη παγκόσμια διασημότητα, αναγνωρίσιμος και μόνο από τη σιλουέτα του. Χάρη στο μουστάκι, το καπέλο, το μπαστούνι και τα πεταχτά πόδια του, ο διάσημος «Σαρλό» του παραμένει εμβληματικός χαρακτήρας.

Υπήρξαν πάρα πολλές αξιόλογες σκηνές στις ταινίες του: ο Σαρλό στο «Χαμίνι» (1921), με έντονα στοιχεία από τα παιδικά του χρόνια στην Αγγλία, χρυσοθήρας που παλεύει να βρει ένα πέρασμα μέσα στα χιόνια στον «Χρυσοθήρα» (1925), ερωτευμένος με ένα τυφλό κορίτσι που πουλάει λουλούδια στον δρόμο και τον βλέπει για πρώτη φορά στο τέλος του έργου «Τα Φώτα της Πόλης» (1931), πιασμένος στα γρανάζια του καπιταλισμού στους «Μοντέρνους Καιρούς» (1936), φτωχός εβραίος κουρέας, που έχει πάθει αμνησία στον «Μεγάλο Δικτάτορα» (1940), την πρώτη του ομιλούσα ταινία στην οποία υποδύεται επίσης τον φασίστα ηγέτη Αντενόιντ Χίνκελ, σε ένα διαχρονικό αντιφασιστικό αριστούργημα.

Και αυτά είναι μόνο η αρχή. Ο Τσάρλι ήταν μια ολόκληρη κινηματογραφική βιομηχανία από μόνος του: σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός, μοντέρ, ακόμη και συνθέτης των ταινιών που έγιναν στο δικό του στούντιο. Το 1919 (συν)ίδρυσε την εταιρεία διανομής United Artists, αποκτώντας έτσι τον πλήρη έλεγχο των ταινιών του. Βεβαίως οι αντιπαραθέσεις δεν έλειψαν. Ενώ τον έβλεπαν ως οραματιστή του κινηματογράφου, δαιμονοποιήθηκε από τον διευθυντή του FBI, Τζέι Εντγκαρ Χούβερ, για την υποτιθέμενη συμπάθειά του στους κομμουνιστές και την έλξη που του προκαλούσαν κορίτσια στην εφηβεία, ενώ η μανία του να ελέγχει τα πάντα προκαλούσε φόβο σε κάποιους συνεργάτες του.

«Εριξε μια τεράστια σκιά πάνω μου», λέει στην συνέντευξή του στον Guardian ο Μάικλ Τσάπλιν με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του. Ο Μάικλ είναι ένα από τα 11 παιδιά του Τσάρλι Τσάπλιν και το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά που απέκτησε ο πατέρας του με την Ούνα Ο’ Νιλ, τέταρτη και τελευταία σύζυγό του, κόρη του συγγραφέα Ευγένιου Ο’Νιλ, η οποία ήταν μόλις 17 ετών όταν γνώρισε τον 54χρονο Τσάρλι.

Νέα Υόρκη: Ο Τσάρλι Τσάπλιν (πίσω αριστερά) «αναστατώνεται» στιγμιαία από τρία παιδιά που παρακολουθούν μια λατέρνα, σε μια σκηνή από την ταινία «Τα Φώτα της Ράμπας». Είναι τα πραγματικά παιδιά του Τσάπλιν (από αριστερά) Μάικλ, 6, Ζοζεφίν, 3 και Τζεραλντίν, 7 ½ ετών

Ενιωθε νάνος μπροστά στην προσωπικότητα του πατέρα του, τρομοκρατημένος από τη δύναμή του και μερικές φορές απλώς τον φοβόταν. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του, λέει στον Guardian, προσπαθώντας να βρει έναν σκοπό. «Στα πρώτα μου χρόνια, απλώς πήγαινα από το ένα πράγμα στο άλλο, δεν έκανα τίποτα σταθερό», παραδέχεται. Είχε επίγνωση της ιδιοφυΐας του πατέρα του όταν ήταν μικρό αγόρι; «Ναι, αλλά με αρνητικό τρόπο. Μου κάθισε στον λαιμό. Οι δάσκαλοί μου πάντα έλεγαν: “Δεν θα γίνεις ποτέ σαν τον πατέρα σου”».

Δοκίμασε (χωρίς επιτυχία) τις δυνάμεις του στην υποκριτική και την ποπ μουσική, για ένα διάστημα έγινε διαβόητος ως χίπης που κάπνιζε χασίς στο Λονδίνο της ηδονιστικής δεκαετίας του 1960 και πέρασε πολλά χρόνια διευθύνοντας μια φάρμα με κατσίκες σε μια απομακρυσμένη περιοχή της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Και λέει ότι μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του συνειδητοποίησε τι ήθελε πραγματικά να κάνει στη ζωή του: να γράψει. «Μόλις πέθανε, σκέφτηκα: “Ναι, τώρα πρέπει να γράψω το μυθιστόρημα. Πρέπει να προχωρήσω και να κάνω κάτι”». Ηταν μια νέα αρχή; «Ναι, απολύτως», απαντάει.

Αλλά η πρόοδος δεν ήταν άμεση. Ο Μάικλ είναι πολύ αναβλητικός τύπος και του πήρε το μεγαλύτερο μέρος μισού αιώνα για να δημιουργήσει κάτι που να αξίζει πραγματικά τον κόπο. «Προσπάθησα να γράψω μυθιστορήματα όταν ήμουν νεότερος. Σκέφτηκα ότι θα είχα πολλά να πω. Μετά, όταν κάθισα με το στυλό και το χαρτί, διαπίστωσα ότι δεν είχα τίποτα να πω. Ηταν πολύ λυπηρό», λέει γελώντας. Μια μέρα ένας φίλος του είπε ότι το γράψιμό του ήταν επιφανειακό, ποτέ δεν ασχολήθηκε με βαθύτερες αλήθειες. «Είπε, “Μάικλ, το πρόβλημά σου είναι ότι φοβάσαι να μιλήσεις για τον εαυτό σου”», λέει, «Και είχε δίκιο. Επρεπε να είμαι πιο γενναίος. Βάλε τον εαυτό σου, τις αδυναμίες σου στους χαρακτήρες. Πρέπει να προέρχεται από μέσα σου».

Η γενναιότητα είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται τόσο στη ζωή του Μάικλ όσο και στο μυθιστόρημά του, γράφει στον Guardian ο Σάιμον Χάτενστοουν. Ο πατέρας του, λέει, ήταν εκπληκτικά γενναίος. Οι γονείς του Τσάρλι, και οι δύο καλλιτέχνες του μιούζικαλ, χώρισαν πριν γίνει πέντε ετών. Μετά βίας γνώρισε τον αλκοολικό πατέρα του, ενώ η αγαπημένη του μητέρα έζησε με ψυχικές ασθένειες σε όλη την ενήλικη ζωή της.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν – Σαρλό και ο Τζάκι Κόγκαν στο «Χαμίνι» του 1921, την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία (Wikimedia Commons)

Ο Τσάρλι και ο αδελφός του Σίντνεϊ πέρασαν τα πρώτα χρόνια τους μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο Lambeth Workhouse στο Λονδίνο. Παρ’ όλα αυτά, έφτασε σε αδιανόητα ύψη, δημιουργικά και οικονομικά. Οταν πέθανε ήταν ένας από τους πλουσιότερους άνδρες της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αφήνοντας στην οικογένειά του περίπου 100 εκατ. δολάρια (περίπου 500 εκατ. δολάρια, σήμερα). Ο Μάικλ δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός: για αυτόν η φιλοδοξία ήταν μια βρώμικη λέξη.

Ενα επικό παραμύθι

Το «A Fallen God» είναι ένα ωραίο επικό παραμύθι για όλες τις ηλικίες. Ενώ οι ενήλικοι μπορεί να παλεύουν με θέματα Εκκλησίας και Κράτους, δράσης και αδράνειας και τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης, θα μπορούσε να διαβαστεί στα παιδιά σαν μια ιστορία πριν κοιμηθούν. Ηρωας είναι ο Τριστάνος, ένας επιθετικός άνδρας δράσης, ακαταμάχητος για την Ιζόλδη. Είναι πιθανό να δούμε τον Τσάρλι στον χαρακτήρα, αλλά ο Μάικλ επιμένει ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του. Αντίθετα, ο σύζυγος της Ιζόλδης, ο βασιλιάς Μαρκ, είναι παθητικός σε σημείο παράλυσης, μέχρι που τελικά μαθαίνει τη σημασία τού να αγωνίζεται για την αγάπη.

«Προφανώς, είμαι ο Μαρκ», λέει. Πώς; «Εχω περάσει αυτά που έχει περάσει. Δεν ήμουν πολύ δυναμικός άνθρωπος. Δεν έκανα τίποτα στη ζωή μου. Ημουν πολύ χαρούμενος, αλλά ήταν πρόβλημα για τη γυναίκα μου, ήταν πρόβλημα για τον πατέρα της γυναίκας μου και έγινε πρόβλημα για τα παιδιά. Δεν είχα καμία φιλοδοξία».

Δεν ήταν πάντα έτσι. Στη δεκαετία του 1960, ο Μάικλ φαινόταν πολύ σαν άνθρωπος της δράσης. Πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνιας, όπου ο πατέρας του ήταν θύμα του Μακαρθισμού. Ο Τσάρλι τάχθηκε στο πλευρό της Αριστεράς, αρνήθηκε να υπερβεί τα όρια στις απεργίες του Χόλιγουντ το 1945-46 και υποστήριξε τον υποψήφιο του Προοδευτικού κόμματος Χένρι Γουάλας στις προεδρικές εκλογές του 1948.

Επέμεινε ότι δεν ήταν κομμουνιστής («Δεν θέλω να κάνω καμία επανάσταση, το μόνο που θέλω είναι να δημιουργήσω ακόμη μερικές ταινίες», είχε πει) αλλά το FBI ήταν αποφασισμένο να τον καταστρέψει. Τροφοδοτούσε απόρρητες πληροφορίες και φήμες (συχνά για σχέσεις με πολύ νεότερες γυναίκες) στην κουτσομπόλα αρθρογράφο του Χόλιγουντ Χέντα Χόπερ και, σύντομα, ο Τσάρλι θεωρήθηκε προδότης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1952, η ταινία του «Τα Φώτα της Ράμπας» (με τον Μάικλ στο πρώτο πλάνο) υπέστη έντονο μποϊκοτάζ και απέτυχε εμπορικά. Είκοσι χρόνια αργότερα, ωστόσο, επαναπροβλήθηκε στο Λος Αντζελες και πήρε μέρος στην 45 τελετή βραβείων Οσκαρ, χαρίζοντας στον Τσάρλι Τσάπλιν το μοναδικό του Οσκαρ (Δείτε το trailer της ταινίας).

Ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν είχε υποβάλει ποτέ αίτηση για υπηκοότητα και, ενώ έπλεε με την οικογένειά του στο Λονδίνο για να προωθήσει την ταινία, η αμερικανική κυβέρνηση ανακάλεσε την άδεια επανεισόδου του στις ΗΠΑ. Τότε οι Τσάπλιν μετακόμισαν στην Ελβετία και ο Μάικλ πέρασε τα υπόλοιπα παιδικά του χρόνια σε μια νεοκλασική έπαυλη στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, χωρίς να ξέρει γιατί ζούσαν ξαφνικά σε μια διαφορετική ήπειρο. «Ημουν έξι χρόνων όταν μπήκαμε στο πλοίο για την Ευρώπη και έλαβε ένα τηλεγράφημα που έγραφε ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Αμερική. Το άκουσα χωρίς να καταλαβαίνω», αφηγείται στον Guardian.

Ο Μάικλ ρωτούσε τη μητέρα του πότε θα γύριζαν πίσω, αλλά εκείνη δεν απαντούσε ποτέ. Ο πατέρας του ήταν σε τρομερή κατάσταση. «Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να χάσει όλα του τα χρήματα, τα οποία ήταν στην Αμερική», λέει, «Η μητέρα μου πήρε ένα αεροπλάνο και πήγε πίσω για να υπογράψει και να στείλει όλα τα χρήματα στο Μεξικό». Πρέπει να ήταν τρομακτικό για εκείνον, του λέει ο δημοσιογράφος του Guardian. «Ετσι νομίζω. Αλλά είναι μαχητής», απαντάει ο Μάικλ. Εξακολουθεί να σκέφτεται τον πατέρα του σε ενεστώτα; «Ναι», λέει, «Είναι κάπου εκεί μέσα», στο μυθιστόρημά του.

Ο Μάικλ Τσάπλιν περνάει τον καιρό του μαζί με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Πατρίσια Μπετοντιέ Τσάπλιν, ανάμεσα στη Μάλαγα (όπου βρισκόταν όταν έγινε η συνέντευξη μέσω Zoom) και την Ελβετία. Μοιάζει με μια χοντροκομμένη εκδοχή του πατέρα του και κρίνοντας από την εμφάνισή του –με καπέλο Fedora πάνω από τη λευκή αλογοουρά του και δερμάτινο μπουφάν– είναι σαφές ότι ποτέ δεν έπαψε ποτέ να είναι χίπης.

Ο Μάικλ Τσάπλιν μιλάει σε συνέντευξη Τύπου στην Ελβετία το 2014 για το μουσείο «Chaplin’s World», αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του πατέρα του Τσάρλι Τσάπλιν, που άνοιξε δύο χρόνια αργότερα (EPA/ Jean-Christophe Bott)

Πώς ήταν ο Τσάρλι ως πατέρας; «Εκφοβιστικός», απαντάει. Ηταν σκληρός, ανυποχώρητος και συχνά απόμακρος με τους γιους του, αλλά λιγότερο με τις κόρες του. Ο Μάικλ πιστεύει ότι η έλλειψη ανδρικού προτύπου για τον Τσάρλι όταν ήταν παιδί, είχε ως αποτέλεσμα να παλεύει με τους γιους του. «Ποτέ δεν ανέφερε πραγματικά τον πατέρα του. Δεν νομίζω ότι τον είχε δει ή γνωρίσει ποτέ πραγματικά, αλλά μιλούσε ατελείωτα για τη μητέρα του. Τη λάτρευε», λέει και προσθέτει: «Πάντα έλεγε: “Είμαι μοναχικός, δεν έχω φίλους”».

Αλλά δεν ήταν αλήθεια. «Είχε μια μεγάλη οικογένεια και πολλούς φίλους, που έρχονταν στο σπίτι: Γκράχαμ Γκριν, Τρούμαν Καπότε, Νοέλ Κάουαρντ, πάρα πολλούς συγγραφείς». Στην πραγματικότητα, λέει, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν φίλοι της μητέρας του Ούνα Ο’Νιλ που αγαπούσε τους συγγραφείς. «Είχα πολύ στενή σχέση με τη μητέρα μου», λέει ο Μάικλ, «Μου έδωσε την όρεξη για διάβασμα. Μου σύστησε βιβλία όπως ο “Ξένος” του Καμύ». Εγραφε η ίδια; «Εγραφε υπέροχα γράμματα, αστεία, πολύχρωμα και κουτσομπολίστικα. Ζήτησε να καταστραφούν μετά τον θάνατό της». Γιατί; «Κρατούσε τον εαυτό της στη σκιά. Εκεί ένιωθε άνετα». Εξάλλου, ήταν δύσκολο να μη βρίσκεται στη σκιά του πατέρα του.

Ο Μάικλ μιλάει για την πρώτη του εμπειρία σε ένα κινηματογραφικό πλατό μαζί του, όταν ο Τσάρλι γύριζε τα «Φώτα της Ράμπας»: «Θυμάμαι εκείνο το τεράστιο στούντιο και τη φωνή του πατέρα μου από ένα μεγάφωνο. Δεν μπορούσα να τον δω. Ελεγε: “Οχι! Φύγε από εκεί!” Φοβήθηκα πολύ».

Οταν ο Μάικλ ήταν 10 ετών, ο Τσάρλι έπαιξε μαζί με τον πατέρα του στην ταινία «Ενας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (1957), μια σατιρική ματιά στην περίοδο του μακαρθισμού και τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλος του Τσάρλι. Ο Μάικλ υποδύθηκε ένα δεκάχρονο αγόρι που γνώριζε καλά τον Μαρξ, στην πραγματικότητα μια έντονη αντίθεση με τον Μάικλ που δεν είχε διαβάσει ποτέ πολιτικό κείμενο στη ζωή του. Του άρεσε να δουλεύει με τον πατέρα του; «Το αγάπησα. Είχε μια βιβλική πλευρά. Στην αρχαιότητα, οι γιοι πήγαιναν να δουλέψουν με τον πατέρα τους στο χωράφι ή οπουδήποτε αλλού, και έτσι ένιωθα», απαντάει.

Η ταινία τού έδωσε μια γεύση για την υποκριτική, αλλά ο Τσάρλι, ο οποίος δεν είχε επίσημη εκπαίδευση, ήταν αποφασισμένος ότι οι γιοι του ιδιαίτερα έπρεπε να σπουδάσουν. «Είπε: “Η μόνη σου άμυνα σε αυτόν τον κόσμο είναι να είσαι μορφωμένος.”». Εισακούστηκε;  «Οχι. Δεν μπορούσα να τον ακούσω… Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο σχολείο. Δεν μπορούσα να ακούσω τον δάσκαλο, ακόμα και αν με ενδιέφερε. Δεν ξέρω γιατί». Εκανε τεστ για δυσλεξία. «Είχα μια δασκάλα Γαλλικών που μου άρεσε και είπε: “Μην τους αφήσεις να σου πουν ότι έχεις δυσλεξία, είσαι απλώς τεμπέλης”» Αυτό τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα ή χειρότερα; «Καλύτερα», λέει, «Δεν ήθελα να έχω ταμπέλα».

Η υπομονή του πατέρα του μαζί του εξαντλήθηκε. Ο Τσάρλι μπορούσε να είναι πολύ αστείος και παιχνιδιάρης, αλλά ο γιος του σπάνια έβλεπε αυτή την πλευρά. «Οταν ήθελε, μπορούσε να μας διασκεδάζει. Ηταν υπέροχος στη μίμηση». Ο πατέρας του τού δίδαξε τις δεξιότητές του; «Οχι, το έκανε με τις κόρες του. Αυτός, η Τζεραλντίν και η Βικτόρια έκαναν ντουέτα στο πιάνο. Σχετίστηκε μαζί τους. Ποτέ δεν ένιωσα ότι δεν μας αγαπούσε, αλλά μπορούσε να θυμώσει πολύ και να απογοητευτεί», λέει στον Guardian.

Ο θυμός του εκφραζόταν με σωματική βία; «Οχι. Μου έδωσε μερικές ξυλιές, αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό τη δεκαετία του 1950», απαντάει ο Μάικλ προσθέτοντας ότι καθώς μεγάλωνε, η σχέση τους έγινε πιο προβληματική. Στα 16 του έφυγε για να είναι με την κοπέλα του. «Είπα ότι θα πήγαινα κάμπινγκ με φίλους και πήγα κατευθείαν στο Λονδίνο για να τη δω. Δεν επέστρεψα για δύο χρόνια». Πώς αντέδρασαν οι γονείς του; «Ο πατέρας μου δεν μου μιλούσε».

Στα 18 του γνώρισε την ηθοποιό Πατρίσια Τζονς (τώρα Πατρίς Τσάπλιν), που ήταν επτά χρόνια μεγαλύτερή του. Προσπάθησαν να παντρευτούν στη Βαρκελώνη, αλλά ο Μάικλ χρειαζόταν την άδεια των γονιών του επειδή ήταν μικρός. Του το αρνήθηκαν. Δεν του φάνηκε υποκριτικό από την πλευρά του πατέρα του, του οποίου οι δύο πρώτες γυναίκες ήταν 16 ετών; «Δεν έκανα τη σύνδεση», λέει. Θα την παντρευόταν, όμως, αργότερα στην Αγγλία και θα αποκτούσαν δύο γιους. Και ο πατέρας του θα του έκοβε την καλημέρα.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, Λίτα Γκρέι, όταν ήταν 15 ετών και εκείνος 35. Οταν έμεινε έγκυος, η μητέρα της απείλησε να τον καταγγείλει στην αστυνομία. Θα μπορούσε να είχε κατηγορηθεί για βιασμό στην Καλιφόρνια, οπότε κανονίστηκε βιαστικά ένας διακριτικός γάμος στο Μεξικό. Οταν χώρισαν, τρία χρόνια αργότερα, η Γκρέι τον κατηγόρησε για βιασμό, αποπλάνηση ανηλίκου, επιβολή αμβλώσεων και «διαστροφικές σεξουαλικές επιθυμίες», λεπτομέρειες των οποίων διέρρευσαν στον Τύπο. Το αποτέλεσμα ήταν ο μεγαλύτερος μέχρι τότε δικαστικός διακανονισμός διαζυγίου στον κόσμο, με περισσότερα από 800.000 δολάρια (περίπου 14 εκατ. δολάρια σήμερα), από τα οποία 625.000 δολάρια για την Γκρέι και 100.000 δολάρια σε καταπίστευμα για καθένα από τα παιδιά τους.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν και η Ούνα Ο’Νιλ με έξι από τα οκτώ παιδιά τους το 1961. Από αριστερά, Τζεραλντίν, Εζέν, Βικτόρια, Ανέτ, Ζοζεφίν και Μάικλ (wikipedia.org)

Πιστεύει ο Μάικλ ότι ο πατέρας του ήταν παιδόφιλος; «Ηταν νεαρή νύφη, αλλά δεν παραβίαζε τον νόμο. Ο τραγουδιστής της ροκ Τζέρι Λι Λιούις παντρεύτηκε ένα κορίτσι 13 ετών και μπήκε σε μπελάδες. Ο πατέρας μου δεν μπήκε σε μπελάδες επειδή ήταν λίγο μεγαλύτερη, υποθέτω. Δεν θέλω να υπερασπιστώ τον πατέρα μου, αλλά δεν νομίζω ότι ήταν ποτέ κάποιος που θα χρησιμοποιούσε τις γυναίκες καθαρά σεξουαλικά. Ερωτεύτηκε πολλές νεαρές κυρίες, αλλά δεν τις ανάγκαζε να κάνουν σεξ», λέει στον Guardian.

Ο γάμος του Μάικλ με την Τζόνς έληξε όταν ήταν 20 ετών. Τον επόμενο χρόνο γνώρισε την Μπετοντιέ και από τότε είναι μαζί. Το 1978 εγκαταστάθηκαν στη νοτιοδυτική Γαλλία και μεγάλωσαν τα πέντε παιδιά τους (μεταξύ των οποίων οι ηθοποιοί Κάρμεν και Ντολόρες Τσάπλιν) σε μια φάρμα. Ηταν καλός αγρότης; «Είχαμε μόνο έξι στρέμματα και 30 κατσίκες. Το σωματείο των αγροτών με δέχτηκε γιατί χρειάζονταν αγρότες. Περιστασιακά, έρχονταν στις 8 το πρωί όταν κοιμόμασταν όλοι για να δουν αν κάναμε κάτι». Παρήγαγε λίγο γάλα, αλλά όχι αρκετό για να ζήσει. Είχαν όμως μια «πολύ ωραία επιδότηση».

Ολόκληρη η περιοχή είχε εγκαταλειφθεί. «Δεν υπήρχε βιομηχανία εκεί, τα σχολεία άδειαζαν και ο πληθυσμός στην περιοχή ήταν λιγότερος από ό,τι τον Μεσαίωνα». Τον τράβηξε, όμως, το τοπίο, λέει. «Λατρεύω αυτό το μέρος. Ημασταν ακριβώς στην καρδιά των Σταυροφοριών κατά των Καθαρών και μπορείτε να νιώσετε μια βαθιά μελαγχολία εκεί», προσθέτει. Οι Καθαροί ήταν μια αίρεση του 12ου και 13ου αιώνα, που κήρυττε μια αυστηρή μορφή χριστιανισμού και πίστευε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από μια κακή δύναμη. Θεωρήθηκαν αιρετικοί από την Καθολική Εκκλησία και καίγονταν σε τεράστιες πυρές. Η σφαγή των Καθαρών έγινε τελικά το σκηνικό του «A Fallen God».

Οι Τσάπλιν πέρασαν 13 χρόνια στη φάρμα, όπου όμως ο Μάικλ άρχισε να υποφέρει λόγω της έλλειψης φιλοδοξίας. Ηξερε ότι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τον πατέρα του ή να ανταποκριθεί στις ελπίδες του πατέρα του για αυτόν. «Δεν πήγαινα πουθενά και όλα κατέρρεαν στην οικογένειά μας. Ο γάμος μας περνούσε δύσκολες στιγμές. Η γυναίκα μου είναι πολύ πιο δυναμική και δεν μασάει τα λόγια της. Απελπίστηκα για τη ζωή μου και για το τι είχε γίνει. Ηταν μια δύσκολη στιγμή, αλλά μου έδωσε πράγματα να γράψω. Είμαι πολύ ευγνώμων…», λέει. Χρειάστηκε δύο δεκαετίες για να ολοκληρώσει το βιβλίο του, αλλά η ψυχολογική του κατάσταση στάθηκε έμπνευση για τον βασιλιά Μαρκ στο μυθιστόρημα. Και, με τη σειρά του, ο βασιλιάς Μαρκ έγινε ένα μέσο αντιμετώπισης αυτής της αδυναμίας, αποκαλύπτει.

Ο Μάικλ Τσάπλιν ποζάρει μπροστά από την έπαυλη «Manoir de Ban» στο Κορσιέ-συρ-Βεβέ στην Ελβετία, όπου έζησε ο Τσάρλι Τσάπλιν από το 1953 έως τον θάνατό του το 1997, και πλέον στεγάζει το μουσείο «Chaplin’s World» (EPA/ Jean-Christophe Bott)

Συμφιλιώθηκε ποτέ με τον πατέρα του; Οχι εντελώς, παραδέχεται μιλώντας στον Σάιμον Χάτενστοουν του Guardian. Υπάρχουν όμως θετικές αναμνήσεις από τα μετέπειτα χρόνια, λέει, αναφερόμενος στην εποχή που ο Τσάρλι ανακάλυψε ότι είχε αίμα Ρομά και πόσο περήφανοι ήταν και οι δύο για αυτό. Ενα από τα λίγα πράγματα που μοιράστηκαν πατέρας και γιος ήταν η αγάπη τους για την κουλτούρα των Τσιγγάνων.

Ισως η πιο χαρούμενη ανάμνησή του ήταν μια στιγμή κατά την οποία ένιωσε ότι ο Τσάρλι πλησίασε στην αποδοχή ή ακόμα και τον σεβασμό του. Ο Τσάρλι ήταν στα 80 του και στρεφόταν όλο και περισσότερο μέσα του. «Πήγαμε σε ένα πολύ ακριβό εστιατόριο στο Παρίσι όταν μπορούσε ακόμα να μιλήσει λίγο. Μιλούσα για “Το Ζεν και την Τέχνη Συντήρησης της Μοτοσικλέτας” (η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Ρόμπερτ Μ Πίρσιγκ κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ) και το εξηγούσα στη μητέρα μου. Εκείνος με κοίταξε και είπε: “Είσαι ένας μυστικιστής”. Ενιωσα πολύ συγκινημένος», λέει στον Guardian, σχεδόν δακρυσμένος.

Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Μάικλ άρχισε να επαναξιολογεί τη σχέση τους. Ισως ο Τσάρλι ήθελε μόνο να τον σκληραγωγήσει, ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν ότι τα παιδιά του θα ζούσαν τις δυσκολίες που είχε ο ίδιος όταν ήταν παιδί. Ο Μάικλ έγινε επίσης πιο επικριτικός με τον εαυτό του. «Σίγουρα δεν ήμουν καλός γιος. Εφυγα από το σπίτι. Τον ντρόπιασα…», παραδέχεται.

Λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1991, ο Μάικλ και ο αδελφός του Εζέν με τις οικογένειές τους μετακόμισαν στην ελβετική έπαυλη των γονιών τους. Εμειναν εκεί για 10 χρόνια προτού μετατραπεί σε μουσείο, το «Chaplin’s World», το οποίο άνοιξε τελικά το 2016. Ηταν ένας τρόπος διατήρησης της κληρονομιάς του πατέρα τους; «Για να είμαι ειλικρινής, ένα σπίτι αυτού του μεγέθους απλώς καταπίνει χρήματα και εμείς χρεοκοπούσαμε. Αλλά όταν ήμασταν εκεί, πάρα πολλοί άνθρωποι από όλο τον κόσμο μας χτυπούσαν την πόρτα, έτσι πήραμε την ιδέα ενός μουσείου. Και είναι ένα πολύ καλό μουσείο».

Σήμερα, ο Μάικλ νιώθει πλέον μια εσωτερική ειρήνη, τόσο απέναντι στον πατέρα του όσο και με τον εαυτό του. Ξέρει ότι πολλά αγαπημένα του πρόσωπα αμφέβαλλαν ότι θα τελείωνε το βιβλίο του. «Εγινε ένα είδος αστείου: Γράφει το βιβλίο του», λέει, «Αλλά ήξερα ότι δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να μην το τελειώσει». Δουλεύει κάτι άλλο; Ο Μάικλ Τσάπλιν χαμογελάει. «Αυτό μου πήρε 20 χρόνια. Δεν νομίζω ότι μου μένουν άλλα 20 χρόνια για άλλο, αλλά ποιος ξέρει;».

Λέει ακόμη ότι η μητέρα του θα ενθουσιαζόταν που τελικά δημοσίευσε μυθιστόρημά του. Οσο για τον πατέρα του, δεν του αρέσει να κάνει υποθέσεις.

Info

Το «A Fallen God» του Μάικλ Τσάπλιν κυκλοφορεί στις 28 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Book Guild. Αν θέλετε να στηρίξετε τον Guardian και τον Observer, μπορείτε να το παραγγείλετε στο guardianbookshop.com