Δυόμισι χρόνια απ' το θάνατο του Νίκου Θέμελη (20 Αυγούστου 2011) εκδίδεται σήμερα το ύστατο βιβλίο του, με τίτλο Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, απ’ τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Θέμελης διαπραγματεύεται τις δύσκολες στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης (1823-1825). Ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ, στο τσιφλίκι του που δέσποζε στον κάμπο του Ναυπλίου, και ο Μισέλ Ντε Κριγιόν, φιλέλληνας γιατρός, ταλαντεύονται ανάμεσα στα διλήμματα και τις αλλαγές της εποχής τους. Και σε άλλες δύσκολες εποχές, στην Αθήνα του 2009, ο άλλος Λάζαρος Χατζημιχαήλ, απόγονος του πρώτου, ανώτερος δικαστικός, τη μέρα που συνταξιοδοτείται αναλογίζεται τη ζωή του. Θα τολμήσει και την αναχώρησή του;
Ακολουθούν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο και το σημείωμα της Ελένης Μπούρα, επιμελήτριας του συγγραφέα:
«Έτσι, μόλις τότε άρχισε ο Λάζαρος να οσφραίνεται τον αέρα των ιδεών του Διαφωτισμού και της ελευθερίας, να ανιχνεύει τα σπέρματα της εθνικής ταυτότητάς του, να νιώθει ότι δεν ήταν απλώς ένας Μοραΐτης, αλλά ότι ανήκε σε κάτι πολύ πιο πλατύ, πιο σημαντικό, που κάποιοι ήδη το έλεγαν έθνος κι ότι ο ίδιος ήταν Έλληνας. Για φαντάσου! Ήταν και εκείνη η αρχαία πέτρινη κεφαλή του άντρα στολισμένη στο δωμάτιο του Μισέλ που με το βλέμμα της του μιλούσε και με την παρουσία της βάραινε όσο όλα τα λόγια μαζεμένα. Να κάθεται με τις ώρες να τη χαζεύει και να ρίχνει γέφυρες στο μέχρι ψες άγνωστο παρελθόν του. Και μόνο στη σκέψη τρελαινόταν από τα συναισθήματα που του γεννιόντουσαν και τον μετέφεραν σε μια σφαίρα ονειρική, αλλά και πραγματική, να μην μπορεί να ξεχωρίσει.
Δεν άργησε να κάνει και πιο δύσκολες σκέψεις. Οι νέες ιδέες δεν τον είχαν μόνο εμψυχώσει αλλά και κλονίσει. Πώς ήταν δυνατόν να τις ασπάζεται, να τον ενθουσιάζουν, κι ο ίδιος να είναι ένας γαιοκτήμονας με την απέραντη περιουσία του και με ακτήμονες να του δουλεύουν. Έστω και αν τους φερόταν ανθρώπινα και με συμπόνια. Κάτι έπρεπε να γίνει. Όμως τι και πότε;
Καλά τα λόγια, δύσκολες οι αποφάσεις, ομολόγησε στον εαυτό του, ενώ καθάριζε ένα απομεσήμερο νωχελικά τα δόντια του με ένα στάχυ. Ίσως όταν θα πλησίαζαν τα γηρατειά του να μοίραζε κάποια κομμάτια γης στα παιδιά των έμπιστων που είχε στη δούλεψή του. Ίσως. Το ξανασκέφτηκε δυο και τρεις φορές και δεν μπορούσε να βγάλει το ζήτημα αναπάντητο απ’ το μυαλό του. Στο τέλος το εξομολογήθηκε στον Μισέλ, που επικρότησε αμέσως τη λύση με την οποία αυτός που τον φιλοξενούσε πάλευε επί ημέρες. Για να τη δέσει μάλιστα ο Γάλλος και να τη σιγουρέψει, σχολίασε στο τέλος της συζήτησης ότι τουλάχιστον έτσι ο γιος του ο Αργύρης μπορεί να γλίτωνε την γκιλοτίνα. Άναυδος ο Λάζαρος ένιωσε ξαφνικά το μέτωπό του να ιδρώνει και κούνησε το κεφάλι του με έμφαση επισφραγίζοντας την απόφασή του».
Ελένη Μπούρα: «Αυτό είναι ένα συναισθηματικό σημείωμα για τη μικρή ιστορία του χειρογράφου, που η Μαριάννα Θέμελη ανέσυρε απ’ τον υπολογιστή του συγγραφέα και έφτασε στα χέρια μου.
Με τον Νίκο Θέμελη συνεργάστηκα ως επιμελήτρια στην έκδοση όλων των βιβλίων του – απ’ την Αναζήτηση (Κέδρος 1998) έως τη Συμφωνία των ονείρων (Μεταίχμιο 2010).
Από την έκδοση της Συμφωνίας και μέχρι τον Ιούλιο του 2011 τηλεφωνικά άκουγα κάποιες σκέψεις του για τον καινούργιο κόσμο στον οποίο έμπαινε συγγραφικά: για την Επανάσταση του ’21 – και πώς οι σύγχρονοι καιροί αρχίζουν να παίρνουν σχήματα του παρελθόντος. Μόλις όμως τολμούσα να ψελλίσω: «Θα μου δώσεις να διαβάσω», μου απαντούσε: «Μόλις θα είμαι έτοιμος». Ποτέ δεν μου έδινε να διαβάσω κάτι πριν να έχει μια σχεδόν ολοκληρωμένη μορφή.
Τέλη Ιουλίου του 2011 ήταν να συναντηθούμε για την καινούργια νουβέλα – όλη εκείνη η περίοδος όμως ήταν αρκετά επώδυνη για κείνον εξαιτίας της αρρώστιας του. Δεν συναντηθήκαμε τότε, μπήκε στο νοσοκομείο, όπου τον συνάντησα στις 18 Αυγούστου και δύο μέρες αργότερα, στις 20, πέθανε.
Εκείνες τις μέρες είχαμε ξεχάσει όλοι ότι υπήρχε βιβλίο του μέχρι που κάτι γράφτηκε στον Τύπο μετά τον θάνατό του, στις 28 Αυγούστου. Όταν το συζητήσαμε με τη Μαριάννα Θέμελη, μου απάντησε ότι θα το δούμε αργότερα – πού μυαλό και διάθεση να σκεφτεί το βιβλίο. Δεν την ξαναενόχλησα για το θέμα. Θεώρησα ότι όταν εκείνη θα αισθανόταν έτοιμη να ασχοληθεί θα το κουβεντιάζαμε. Το φθινόπωρο του 2013 μου το εμπιστεύτηκε.
Ειλικρινά το να πάρω στα χέρια μου και να επιμεληθώ το βιβλίο που ήξερα ότι ο Νίκος Θέμελης είχε γράψει ήταν ό,τι δυσκολότερο είχα αντιμετωπίσει. Από την πρώτη στιγμή που πήρα το αρχείο του υπολογιστή του παρόντος βιβλίου μέχρι την έκδοσή του, διάβασα λέξη λέξη το κείμενο άπειρες φορές.
Αποφασίσαμε με τη Μαριάννα πως θα το δουλέψω όπως όλα τα προηγούμενα βιβλία, δηλαδή, όπου το κείμενο έχει ανάγκη – σε παραγράφους, ορθογραφικές ή άλλες διορθώσεις, αβλεψίες, αντιφάσεις. Απλώς δεν θα τον είχα απέναντί μου να συζητάμε και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια. Αυτή τη φορά είχα δίπλα μου τη Μαριάννα. Σ’ εκείνη απηύθυνα ερωτήματα. Και στον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, από τον οποίο ζήτησα να γράψει και το Επίμετρο. Τον συμβουλεύτηκα, κι η κριτική του σκέψη, εκτός των άλλων, ήταν καθοριστική στην επιμέλεια.
Κι όπως πάντα, το φρόντισα εκδοτικά: από το εξώφυλλο –ένας από τους πίνακές του– έως την τυπογραφική του μορφή.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, διέκρινα πίσω από τις λέξεις της μυθοπλασίας και τη δική του, την πραγματική αναχώρηση».