Protagon A περίοδος

Γιώργος Ανδρέου: «Ο Ζορμπάς ήταν το πρώτο ethnic»

Ο Γιώργος Ανδρέου υπογράφει εξ ολοκλήρου τον καινούργιο δίσκο της Ρίτας Αντωνοπούλου, έναν δίσκο από τους καλύτερους της χρονιάς που μας πέρασε, έναν δίσκο που φέρει τον τίτλο «Ζωή μου μην αργείς».

Γιώργος Μυζάλης

Συνθέτης λόγιος, καταρτισμένος και ιδιαίτερος που έχει να επιδείξει υψηλές επιδόσεις σε διαφορετικούς «στίβους» της μουσικής και του τραγουδιού. Τραγούδια, μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο, υψηλής αισθητικής πάντοτε, αλλά και πρωτότυπες ενορχηστρώσεις, προσεγμένες και καλοδουλεμένες παραγωγές που εμπεριέχουν μια νέα πρόταση κάθε φορά. Ο Γιώργος Ανδρέου υπογράφει εξ ολοκλήρου τον καινούργιο δίσκο της Ρίτας Αντωνοπούλου, έναν δίσκο από τους καλύτερους της χρονιάς που μας πέρασε, έναν δίσκο που φέρει τον τίτλο «Ζωή μου μην αργείς» και παρουσιάζεται τα ΠαρασκευοΣάββατα 6, 7, 13 και 14 Φεβρουαρίου στον Ιανό. Αφορμή όλα τα παραπάνω για μια περιεκτική και αναλυτική συζήτηση, που αγγίζει θέματα «δύσκολα». Όπως και τα τραγούδια του Γιώργου Ανδρέου, δηλαδή. 

Πέρασαν αρκετά χρόνια από την τελευταία σου δισκογραφική παρουσία. Γιατί αυτό;

Δεν υπήρξα ποτέ συνθέτης ψυχαναγκαστικός με το υλικό της τραγουδοποιίας. Δεν ήμουν ποτέ ο συνθέτης που όφειλε να κάνει δίσκο κάθε ένα – δυο χρόνια. Μπαίνω στη διαδικασία της κυκλοφορίας ενός δίσκου όταν έχω υλικό και μια συνολική προσέγγιση, που για κάποιον λόγο με καλύπτει. Επειδή αντιμετωπίζω τη δουλειά μου σα μια συνολική πρόοδο στην τέχνη μου και στην κατανόηση του εαυτού μου, κάθε εργασία μου εκδίδεται όταν έχω ρωτήσει και απαντήσει σε μια σειρά από προβληματισμούς γύρω από την τέχνη μου. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, υπήρξαν και κάποιες άλλες αιτίες, αλλά ο κεντρικός λόγος ήταν ότι αισθάνθηκα πως έπρεπε να θέσω μια σειρά από ερωτήματα κρίσιμα, πρώτα για μένα, και μετά φαντάζομαι για τον χώρο του τραγουδιού και να πάρω κάποιες απαντήσεις οι οποίες να μην είναι αυτονόητες. Όταν ήμουν νεότερος, και είχα κάνει δυο – τρεις εργασίες, με «κατηγορούσαν» ότι δεν έχω ενιαίο ύφος, επειδή ήθελα να απαντήσω σε μερικά βασικά ερωτήματα για το πώς αντιλαμβάνομαι το τραγούδι και τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Η απάντηση που προσπαθώ να πάρω τόσα χρόνια είναι ότι δεν θέλω να είναι απομονωμένο, κλεισμένο και, κατά κάποιον τρόπο, μονόχνοτο μέσα σε ένα τοπίο εσωτερικό. Αυτό συνέβη δυστυχώς από το 1980 και μέχρι, σχεδόν, τις μέρες μας. Ενώ στη δεκαετία του 1960 υπήρχε μια…

…εξωστρέφεια…

Ναι. Και μια πολύ ισχυρή δική μας πρωτοπορία σε ό,τι αφορά αυτό που σήμερα λέγεται ethnic. Το πρώτο ethnic ήταν ο «Ζορμπάς», ήταν τα «Παιδιά του Πειραιά», ήταν το ελληνικό Όσκαρ του Χατζιδάκι, ήταν οι πασίγνωστες μουσικές του Θεοδωράκη, ήταν και του Ξαρχάκου.

Πρόσφατα συζητούσαμε το ίδιο με τον Φοίβο Δεληβοριά. Κι εκείνος αυτό εντοπίζει τώρα που κάνει σεμινάρια για τον Χατζιδάκι. Εντοπίζει ότι είχε ένα τέτοιο όραμα ο Χατζιδάκις με το οποίο ουδείς ασχολείται σήμερα…

Όχι μόνο ο Χατζιδάκις. Εγώ θα έλεγα ότι ακόμα και οι παλαιότεροι δημιουργοί σκεφτόντουσαν έτσι. Ο Τσιτσάνης, για παράδειγμα, όταν κάνει το τραγούδι «Το πλοίο θα σαλπάρει». Αυτό είναι ρούμπα. Και έχει μέσα κλαρίνο, ακορντεόν, κιθάρες, κοντραμπάσο. Παίρνει ένα λατίνο ρυθμό και γράφει ένα ελληνικό τραγούδι, το οποίο μας μιλάει για την ξενιτιά και το οποίο τραγουδάει η Πόλυ Πάνου. Τι κάνει; Ένα fusion κάνει. Ένα fusion, όμως, που είναι ανοιχτό και προς την εξωτερική επιρροή με ένα χαλαρό τρόπο. Από τα eighties και μετά συνέβη ένα παράδοξο: μια περιχαράκωση μέσα στον δικό μας χώρο. Επικράτησε, δηλαδή, αυτή η κουβέντα του Σαρτζετάκη, ότι είμαστε έθνος ανάδελφον. Και αφού είμαστε έθνος ανάδελφον δεν έχει νόημα να επικοινωνήσουμε με κανέναν διότι η γλώσσα μας είναι πολύ παράδοξη. Ναι, αλλά άλλοι λαοί, εξίσου μικροί, όπως οι Πορτογάλοι, ας πούμε, ή οι κοντινοί μας στη νοοτροπία Ισπανοί, αν και έχουν μεγαλύτερα ακροατήρια, τα κατάφεραν. Κι εμάς, όμως, μας άκουγαν μέσω του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, της Μούσχουρη, του Ρούσσου που χάθηκε πρόσφατα. Και πολλοί ξένοι τραγουδούσαν ελληνικά τραγούδια και διασκεύαζαν. Εμείς φταίμε για αυτό. Αλλά και, πέρα από το αν είμαστε εξαγώγιμοι, εμένα με απασχολεί περισσότερο: αν βρεθώ στο Βερολίνο και παίξω κομμάτια από έναν δίσκο μου, μπορώ να ισχυριστώ ότι ο ξένος ακροατής καταλαβαίνει ότι, από τη μία είμαι ένας Έλληνας συνθέτης και, από την άλλη μεριά ανήκω μέσα στον κοσμοπολιτισμό του διεθνούς χωριού; Ότι δεν είμαι ξεκομμένος από αυτό, ότι δεν είμαι ιδεοληπτικός; Αυτό προσπάθησα να κάνω εγώ με τη δουλειά μου κι αυτό έχει έναν κόπο.

Προσωπικά, παρατηρώ μια ταύτιση απόψεων με τον Παρασκευά Καρασούλο, η οποία φαίνεται καθαρά και στο τραγούδι σας με τον τίτλο «Ελλοπία». Αυτή η μουσική θεώρηση που αναφέρεις, μάλλον βαδίζει χέρι – χέρι με τη στιχουργική θεώρηση αυτού του τραγουδιού, αλλά και εκείνου του δίσκου που κυκλοφορήσατε πριν από είκοσι χρόνια, τη «Μικρή Πατρίδα»…

Δεν είναι τυχαίο. Ο δίσκος «Μικρή Πατρίδα» είναι σαφώς καθοριστικός για τα μουσικά πράγματα της νεότερης μουσικής από το 1990 και μετά. Και δεν το λέω αξιολογικά, αλλά σαν προβληματισμό και σαν στάση. Ο Καρασούλος κι εγώ, ξεκινώντας να συζητάμε από το 1992, είχαμε πει ότι οφείλουμε – και σαν προσωπικό στοίχημα – να δείξουμε αν μπορούμε να ενηλικιωθούμε ή να παραμείνουμε αιωνίως παιδιά των μεγάλων πριν από εμάς. Ο μόνος τρόπος για να το κάνουμε αυτό ήταν να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο δύο σημαντικές γενιές της ελληνικής τέχνης: τη γενιά του 1930, όσον αφορά στον ποιητικό τόνο, ο οποίος καθόρισε και συνεχίζει να καθορίζει την ποίηση και το ελληνικό τραγούδι και τη γενιά του 1960, όσον αφορά στα μουσικά. Να κάνουμε, δηλαδή, ένα υλικό και να προσπαθήσουμε να συνομιλήσουμε με αυτές τις επιρροές και, αν έχουμε τα κότσια πραγματικά να αντιπαρατεθούμε σε αυτό το πράγμα, τότε να παράξουμε τουλάχιστον δυο – τρία τραγούδια, τα οποία να έχουν αντοχή, όχι μόνο μέσα στο πλαίσιο της γενιάς μας, αλλά να μπορούν να μπουν στο χορό και στη σειρά των σημαντικών ελληνικών τραγουδιών των τελευταίων 50 – 60 χρόνων. Αυτό έγινε με το τραγούδι «Μικρή Πατρίδα». Ο συμβολισμός της «Μικρής Πατρίδας» είναι η απάντηση της κοινωνίας στην προσπάθειά μας. Σωστά το επισημαίνεις, λοιπόν. Η «Ελλοπία», που είναι και το πιο πολύπλοκο στιχουργικά τραγούδι και το πιο ουσιώδες και προφητικό κομμάτι του Καρασούλου, λέει αυτό το πολύ απλό πράγμα: «αυτή τη θάλασσα παλεύω να αρνηθώ… από τον Έλληνα εαυτό μου να σωθώ, μήπως στο τέλος την Ελλάδα κι ανταμώσω». Γιατί πρέπει να φύγω από το στενό, μίζερο και κλειστό πλαίσιο του ελληνισμού, το ενδότερο, για να μπορέσω να δω το απέξω, το μεγάλο. Για να δω τελικά ποια είναι η μεγάλη ελληνική αφήγηση. Τι σημαίνει «ελληνικός τρόπος» που λέει ο Σεφέρης; Λέει ο Σεφέρης κάπου στα ημερολόγιά του: πολλές φορές αισθάνομαι ότι απέχουμε το ίδιο και από την Ανατολή και από τη Δύση. Όταν το διάβασα αυτό, αφενός μεν με λύτρωσε, μου άναψε ένα λαμπάκι στο κεφάλι, κι από την άλλη μεριά με έβαλε σε πολύ μεγάλη περίσκεψη. Ούτε Ανατολή, ούτε Δύση. Τι διάολο είναι λοιπόν αυτή η ιδιοπροσωπεία μας που δεν είναι ούτε Ανατολή, ούτε Δύση; Είναι ένας τρίτος τρόπος ή είναι μια ώσμωση των άλλων δύο, ίσως με έναν σοφό τρόπο επειδή είμαστε παλαιότεροι όλων αυτών των διδαχών, σαν γλώσσα, σαν πολιτισμός, σαν αντανακλαστικά;

Ερχόμαστε, λοιπόν, στο σήμερα και στο προκείμενο, δηλαδή στον τελευταίο σας δίσκο, που ανήκει δημιουργικά εξ ολοκλήρου σε σένα. Ο δίσκος αυτός, το υλικό αυτό, αν με ρωτάς, εμφανίζει «δυσκολίες». Δυσκολίες ως προς τη διάδοσή του, κυρίως επειδή επιλέγει δύσκολα θέματα. Περιλαμβάνει τραγούδια όπως η «Δουλειά – αγκαλιά» ή η «Μάνα». Ακόμα και το πρώτο single, το «Έχεις πού να πας», θέτει δύσκολα ζητήματα που εναντιώνονται στην καθεστηκυία αντίληψη για τη χρήση του τραγουδιού, που συμπυκνώνεται στο πολυφορεμένο: «να ξεσκάσει ο κόσμος». Το γνωρίζεις; Σε ενοχλεί;

Γενικά, η δουλειά μου, από τότε που πρωτοεμφανίστηκα στη δισκογραφία, είναι από τις λιγότερο κολακευμένες. Είμαι ο άνθρωπος που έχει δεχτεί πολύ λίγους επαίνους, προϊόντος του χρόνου, και πολλές φορές επιθετική αρνητική κριτική μέχρι παρεξήγησης. Βέβαια, κάποιος που έχει μια γνώση της ιστορίας του πολιτισμού, αντιλαμβάνεται ότι στην ουσία φαίνεσαι ακατανόητος και δυσπρόσιτος και σου επιτίθενται γιατί ασχολείσαι με βαθύτερα θέματα και προϋποθέτεις μια ματιά πιο ευρεία και θα δικαιωθείς σε έναν μεγαλύτερο κύκλο χρόνου. Και με τη δουλειά μου έχει συμβεί αυτό. Η δουλειά μου δικαιώνεται σε μια δεύτερη ταχύτητα. Άνθρωποι που στην πρώτη ταχύτητα υποδοχής ήταν είτε αρνητικοί είτε αντίθετοι είτε επιφυλακτικοί, σιγά-σιγά και προϊόντος του χρόνου, έχουν αντιληφθεί ότι τελικά η δουλειά μου είχε και στόχευση και μια βαθύτερη αναζήτηση, την οποία – αν μη τι άλλο – σέβονται, ασχέτως αν συμφωνούν με τα αποτελέσματα. Όταν μιλάμε, άλλωστε, περί τέχνης, ο καθένας έχει τον τρόπο του που την προσλαμβάνει. Όσον αφορά, τώρα, στην τέχνη που μπορεί να είναι διασκέδαση και ψυχαγωγία ταυτοχρόνως: κάποια στιγμή η ελληνική κοινωνία έπαψε να είναι μια κοινωνία όπου το 95% της ήταν αυτό που λέμε «λαός», που είχε, δηλαδή, μια κοινή στάση απέναντι στη ζωή, στην τσέπη, στην οικονομία, στον εαυτό της, στα ήθη, στα έθιμα, στην πεποίθηση δικαίου. Εκεί γύρω στο 1970, λοιπόν, μετά από τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, αρχίζει και γίνεται ένα σαλάμι με διαφορετικές φέτες. Άλλοι παραμένουν «λαός» όπως παλιά, άλλοι γίνονται νεόπλουτοι, άλλοι γίνονται μεσοαστοί των πόλεων κι αρχίζουν όλοι αυτοί και παράγουν διαφορετικά αντανακλαστικά. Σε αυτό προστίθεται και η μεγάλη μηντιακή εισβολή με την οποία η ελληνική κοινωνία αρχίζει να προσλαμβάνει πληροφορίες κουλτούρας και παιδείας από το εξωτερικό, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα παράγει η ίδια (κινηματογράφο, θέατρο, μουσική). Αρχίζει, δηλαδή, να συνομιλεί με το μεγάλο χωριό, έτσι; Εκεί, λοιπόν, δημιουργούνται μεταβολές τέτοιες, που, κατά τη γνώμη μου, ποτέ πια στην ελληνική κοινωνία δεν θα ξανασυμβεί αυτό που λέμε «ενιαία γιορτή». Να γραφτεί, δηλαδή, ένα τραγούδι που να είναι ταυτοχρόνως διασκεδαστικό, ταυτοχρόνως…

Ένα τραγούδι ευρύτερο, δηλαδή…

Ναι. Για αυτό και βλέπεις ότι, από τις σκηνές του εντέχνου, μέχρι τις γκλαμουροπίστες, στο τέλος παίζονται πάντοτε παλιά λαϊκά τραγούδια με τα οποία όλοι συμφωνούν. Γιατί το αντανακλαστικό αυτού του τραγουδιού είναι ένα αντανακλαστικό που έχει να κάνει με το παρελθόν, όπου υπάρχει η μνήμη της ενότητας. Αυτή η ενότητα όμως δεν υφίσταται σήμερα. Μοιραία, το crossover σήμερα είναι πολυπλοκότερο. Θα έλεγα ότι υπάρχουν και πολλές «φυλές» μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, οι οποίες διεκδικούν με πολύ σκληροπυρηνικό τρόπο να μην ανήκουν στο σύνολο.

Είναι το οξύμωρο του καπιταλισμού, που θέλει τους ανθρώπους νιώθουν μοναδικοί, ξεχωριστοί, διαφορετικοί και να καταναλώνουν ταυτόχρονα μαζικά…

Ακριβώς. Αν κανείς προσθέσει την είσοδο, την εισβολή, τη διείσδυση πληροφοριών, κουλτούρας, διασκέδασης και ψυχαγωγίας από όλο τον πλανήτη, τότε αντιλαμβάνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να πάμε στο «όλα σε ένα». Εγώ έχω ξεφύγει από αυτή τη λογική εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν με απασχολεί καν. Εμένα, η στόχευσή μου είναι στο επίπεδο του πολιτισμού. Αντιμετωπίζω κάθε ακροατή ξεχωριστά. Δεν αντιμετωπίζω το ακροατήριό μου με βάση τα κοινωνικά ή οικονομικά του αντανακλαστικά. Αντιμετωπίζω κάθε ακροατή μου σαν ένα συνειδητό πρόσωπο. Αυτό συμβαίνει χαρακτηριστικά στη γενιά του 1990, τη δική μου γενιά δηλαδή. Στις προηγούμενες γενιές υπήρχαν κατηγοριοποιήσεις και εύνοιες που δημιούργησε η Αριστερά, για παράδειγμα. Η Αριστερά είχε έναν συντονισμό στη δεκαετία του '60 και μετά τη Χούντα αμέσως, όπου μπορούσε να κάνει μια συναυλία με πολιτικά τραγούδια και να έχει 30.000 ακροατές. Αυτά είναι αδύνατον να συμβούν σήμερα. Στη δική μας την περίπτωση, νομίζω ότι, από τη μια μεριά απευθυνόμαστε σε κάθε ακροατή ως ξεχωριστή πνευματική, συναισθηματική και ψυχική οντότητα, και από την άλλη μεριά όποτε αυτό παραβιάζεται και δημιουργείται κάποιο σουξέ, αυτό έχει ένταση αλλά έχει και σπανιότητα. Κι αυτό ίσως γιατί τα αντανακλαστικά των ανθρώπων που ασχολούνται πια με την τέχνη ως συνειδητοί ακροατές, και όχι σαν απλοί καταναλωτές τυχαίων προϊόντων, λειτουργούν σαν και τα δικά μου. Αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται σαν εμένα. Δεν έχουν ψευδαισθήσεις να τους αφορά κάποια μαζικότητα με την ευρεία έννοια. Άλλωστε, η μαζικότητα προϋποθέτει ιδεολογία και η μεταμοντέρνα κοινωνία την έχει αποδιοργανώσει σε τραγικό βαθμό.

Την έχει μουσειοποιήσει;

Ακριβώς. Σε έναν βαθμό δικαίως, βέβαια, γιατί η ιδεολογία προϋποθέτει σύνδεση με την πραγματικότητα. Δεν μπορείς να αναφέρεσαι σε μια ιδεολογία που είναι απλώς μια μυθική αντανάκλαση του παρελθόντος, στην οποία έχουμε επιλεκτική μνήμη και επιλεκτική αφήγηση όλοι. Όλες εκείνες τις κουτές κατηγοριοποιήσεις, δηλαδή, στις οποίες ο μοντέρνος κόσμος τοποθετεί τον άνθρωπο. Οπότε, ξέρω ότι η δουλειά μου δεν είναι προς διασκέδαση. Η δική μου δουλειά, στην πραγματικότητα, υπενθυμίζει ότι υπάρχουν θέματα που δεν αγοράζονται, δεν πωλούνται και αποτελούν δραματοποιημένες εκδοχές της ζωής. Και αυτή είναι η κατάληξη της απάντησής μου: η μεταμοντέρνα κοινωνία έχει καταρρακώσει την κωμωδία και έχει γελοιοποιήσει το δράμα, έχει κάνει το δράμα grotesque. Δηλαδή, οφείλεις να αποκρύπτεις τον δραματικό σου πυρήνα. Δεν μπορείς να πεις: είμαι δυστυχισμένος, υποφέρω, κλαίω. Πρέπει να είσαι χαρούμενος, όμορφος, ευχάριστος, νέος, αδύνατος και γεμάτος από καταναλωτικά προϊόντα της τελευταίας εσοδείας. Οπότε, η τέχνη που επικαλείται την ύπαρξη του δραματικού στοιχείου, τη δυστυχία, τη μοναξιά, τον πόνο, την ακατανοησία, τον χωρισμό, όλες δηλαδή τις υπαρξιακές ιδιότητες του ανθρώπου που δεν μπορεί να είναι μόνο ένα ευτυχισμένο καταναλωτικό ον, προφανώς είναι δυσάρεστη.

Και λειτουργεί σα μια υπενθύμιση, σαν ένα καμπανάκι…

Είναι ένα καμπανάκι, που υπό μία έννοια συμπληρώνει την ανθρώπινη υπόσταση αντιμαχόμενο την αλλοτρίωση. Μετά από τη μετατροπή σου σε ένα καταναλωτικό ον, γίνεσαι ο ίδιος από υποκείμενο αντικείμενο και όντας αντικείμενο γίνεσαι τρομερά δυστυχισμένος. Και η δυστυχία σου είναι πλήρης, γιατί, ενώ υποτίθεται ότι τα έχεις όλα, δεν είσαι ευτυχισμένος. Αυτή είναι η τέχνη η δική μου, λοιπόν. Ένα κουδουνάκι. 

Είχαμε εκλογές και έχουμε καινούρια κυβέρνηση. Πριν από αυτές, μέσω των κοινωνικών δικτύων, πήρες ξεκάθαρη θέση. Κάποιοι αποκαλούν προφήτες τους καλλιτέχνες και δεν ξέρω αν έχουν δίκιο. Δεν θέλω να σε ρωτήσω τι πιστεύεις ότι θα γίνει. Θα σε ρωτήσω, όμως, τι θα ήθελες να γίνει;

Καταρχήν, μπορώ να είμαι πολίτης, αλλά όχι οπαδός. Αντιμάχομαι τον οπαδισμό οπουδήποτε. Από τη δουλειά μου μέχρι την πολιτική. Συνεπώς, όποιος δεν είναι οπαδός του οπαδισμού δεν πιστεύει και σε θαύματα. Πιστεύει σε μια αργή, επώδυνη και δημιουργική πορεία εξατομίκευσης, η οποία αφορά, τόσο τα άτομα, όσο και τις κοινωνίες. Αυτό που θα ήθελα να συμβεί, λοιπόν, είναι να εξελιχθεί η Ελλάδα σταδιακά σε μία σοβαρή ευρωπαϊκή δημοκρατία. Να μην είναι, δηλαδή, μια τριτοκοσμική χώρα, η οποία επιθυμεί σαν φαντασιακή αφήγηση να ανήκει στην Ευρώπη, ενώ στην πραγματικότητα αποκλίνει σε πάρα πολλά πράγματα.