«Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ότι φτιάχνω μια πραγματικά κακή, ταπεινωτική, πομπώδη ταινία για ένα σημαντικό θέμα, και το κάνω», είπε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα το 1978, «σας το λέω κατευθείαν από τα πιο ειλικρινή βάθη της καρδιάς μου, η ταινία δεν θα είναι καλή». Η ταινία ήταν το «Αποκάλυψη Τώρα!», και ήταν καλή, τα υπόλοιπα είναι ιστορία, γράφει στον Guardian ο Στιβ Ρόουζ με αφορμή την επίσημη πρεμιέρα του «Megalopolis» την Παρασκευή 17 Μαΐου, στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών.
Ο Κόπολα είχε τη φήμη του ατρόμητου τυχοδιώκτη, κάποιου που ήταν έτοιμος να ρισκάρει τα πάντα, να αψηφήσει τα στούντιο, να φτάσει στο χείλος της καταστροφής και της τρέλας, για χάρη της τέχνης. Και ο μύθος του εδραιώθηκε με τη δημιουργία του «Αποκάλυψη Τώρα!». Η επική κλίμακα, η παραφροσύνη της ζούγκλας, τα καρδιακά επεισόδια, οι ανεξέλεγκτες καιρικές συνθήκες και οι ακόμη λιγότερο υπάκουοι ηθοποιοί αποτυπώθηκαν από τη σύζυγό του, Ελενορ, στο ντοκιμαντέρ «Hearts of Darkness» (1991).
Η αντικομφορμιστική προσέγγιση του Κόπολα έχει δημιουργήσει μερικούς από τους μεγαλύτερους θριάμβους του κινηματογράφου (Η τριλογία του «Νονού», «Η Συνομιλία», «Δράκουλας») αλλά και μερικές από τις χειρότερες αποτυχίες του («One From the Heart», «The Cotton Club»), σημειώνει ο Ρόουζ στον Guardian.
Οπως φαίνεται, όμως, τώρα ο 85χρονος σκηνοθέτης ποντάρει –για μια τελευταία φορά– όλα τα λεφτά στο πολυαναμενόμενο έπος επιστημονικής φαντασίας «Megalopolis». Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που συνέβη: ο Κόπολα προσπαθεί να ολοκληρώσει αυτή την ταινία εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έχουν γίνει αναρίθμητες αλλαγές του σεναρίου, καθυστερήσεις και λανθασμένες εκκινήσεις. Και πραγματοποιήθηκε τελικά επειδή πούλησε μέρος του επιτυχημένου οινοποιείου του για να χρηματοδοτήσει την ταινία αφού κανείς άλλος δεν προσφέρθηκε να το κάνει. Το «Megalopolis» , λοιπόν, θα είναι το τελευταίο αριστούργημα του τιτάνα του Νέου Χόλιγουντ ή μήπως θα αποδειχθεί μια «πραγματικά κακή, ταπεινωτική, πομπώδης ταινία για ένα σημαντικό θέμα» αναρωτιέται ο Ρόουζ στον Guardian.
Τα μέλη του καστ, συμπεριλαμβανομένου του Ανταμ Ντράιβερ, μίλησαν θετικά για την εμπειρία τους στην ταινία, αλλά, σύμφωνα με άλλες πηγές, η παραγωγή της ήταν σχεδόν τόσο παραφορτωμένη και χαοτική όσο και εκείνη του «Αποκάλυψη Τώρα!». Λέγεται ότι χάθηκαν πολύς χρόνος και προσπάθειες, καίρια μέλη του συνεργείου εγκατέλειψαν στα μισά του δρόμου και ο Κόπολα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα ξεκινώντας ταυτόχρονα την ανακαίνιση ενός κτιρίου. Οπως το έθεσε ένα μέλος του συνεργείου: «Ηταν σαν να παρακολουθούσα μια χαοτική κατάσταση να εκτυλίσσεται από μέρα σε μέρα, από βδομάδα σε βδομάδα, γνωρίζοντας ότι όλοι εκεί πέρα προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσο μπορούσαν για να αποφευχθεί ο εκτροχιασμός του τρένου».
Ο Κόπολα έχει περιγράψει το «Megalopolis» ως το «σενάριο των ονείρων» του. Είχε για πρώτη φορά την ιδέα ενώ έφτιαχνε το «Αποκάλυψη Τώρα!», εμπνευσμένος από τις ίδιες ανησυχίες για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το έχει πλαισιώσει σαν «ένα ρωμαϊκό έπος που διαδραματίζεται στη σύγχρονη Αμερική», μεταφέροντας τη συνωμοσία του Κατιλίνα για την ανατροπή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και της αριστοκρατικής συγκλήτου το 63 π.Χ. σε μια φουτουριστική ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Η πλοκή βασίζεται σε έναν ιδεαλιστή αρχιτέκτονα (Ανταμ Ντράιβερ), που προσπαθεί να χτίσει μια ουτοπική πόλη στα ερείπια της Νέας Υόρκης, ενάντια στις επιθυμίες του δημάρχου (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο), με την κοσμική κόρη του δημάρχου (Νάταλι Εμανουέλ) να μπαίνει ανάμεσά τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο αγγίζει μεγάλα θέματα, όπως η πολιτική, τα φυλετικό ζήτησμα, η αρχιτεκτονική, η φιλοσοφία, το σεξ, η αγάπη και η πίστη. Το καστ, εξάλλου, είναι γεμάτο σταρ: Σάια ΛαΜπεφ, Ομπρέι Πλάζα, Ντάστιν Χόφμαν, Γιον Βόιτ, Λόρενς Φίσμπερν.
Το project εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως προτεραιότητα μετά την αποτυχία του μιούζικαλ «Μια μέρα, ένας έρωτας» (1981) του Κόπολα, το οποίο χρηματοδότησε ο ίδιος και στη συνέχεια επέλεξε να το σκηνοθετήσει εξ αποστάσεως από το «Silverfish», ένα τρέιλερ πλήρως εξοπλισμένο με μηχανήματα υποστήριξης ήχου, προβολής και εγγραφής βίντεο και μοντάζ, θέλοντας να δοκιμάσει τις νέες τεχνολογίες παραγωγής. (Οπως το έθεσε ένα πρόσωπο του κλάδου, «Ανέλαβε ένα project 8 εκατ. δολαρίων και χρησιμοποίησε τις τελευταίες εξελίξεις στο βίντεο για να το φτάσει στα 23 εκατ. δολάρια»).
«Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μιλούσε πολύ γι’ αυτό», λέει στον Guardian ο σχεδιαστής ήχου και παλιός συνεργάτης του Κόπολα, Ρίτσαρντ Μπεγκς. Και το σκεφτόταν σε μεγάλη κλίμακα. «Κάποια στιγμή επρόκειτο να ανέβει, κάπως σαν το “Δαχτυλίδι” [την επική τετραλογία του Βάγκνερ] στο Μπαϊρόιτ: η ταινία θα προβαλλόταν τμηματικά σε τέσσερις νύχτες. Και το κοινό θα ερχόταν, θα έκανε κράτηση σε ένα ξενοδοχείο και θα έβλεπε αυτό το πράγμα σε ένα τεράστιο υπαίθριο σινεμά, ειδικά φτιαγμένο για την περίσταση», λέει ο Μπεγκς.
Το 1989, κυκλοφόρησε η φήμη ότι θα ξεκινούσε η παραγωγή στα στούντιο της Τσινετσιτά έξω από τη Ρώμη, με τον έμπιστο σχεδιαστή παραγωγής του Κόπολα, Ντιν Ταβουλάρις και τον θρυλικό καλλιτέχνη κόμικ Τζιμ Στέρανκο (είχε συνεργαστεί με τον Κόπολα στον «Δράκουλα») να σχεδιάζουν σκηνικά. Ο Κόπολα έκανε τακτικά επιτραπέζιες αναγνώσεις του τελευταίου του σεναρίου με ηθοποιούς όπως οι Πολ Νιούμαν, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζέιμς Κάαν, Ιντι Φάλκο και Ούμα Θέρμαν.
Και ο κινηματογραφιστής Ρον Φρικ (ο Κόπολα ήταν παραγωγός του ντοκιμαντέρ του «Koyaanisqatsi») φέρεται να τράβηξε περισσότερες από 30 ώρες με δευτερεύοντα πλάνα για την ταινία στη Νέα Υόρκη. Ηταν εκεί και έκαναν γύρισμα όταν συνέβη η 11η Σεπτεμβρίου, πράγμα που όπως λέει ο Κόπολα, προκάλεσε μια σημαντική επανεξέταση: «Πώς γυρίζεις μια ταινία για το κέντρο του κόσμου χωρίς να ασχολείται με το γεγονός ότι … δέχθηκε επίθεση και χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν;», δήλωσε.
Τα τελευταία χρόνια, ο Κόπολα είχε σκηνοθετήσει μόλις τρεις ταινίες -από το 1997- αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ το «Megalopolis». Μετά από προετοιμασίες 40 ετών, ένα σενάριο που ξαναγράφτηκε περίπου 300 φορές και την πώληση του οινοποιείου του, είχε επιτέλους στη διάθεσή του τα μέσα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του: τα γυρίσματα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2022 στα στούντιο Trilith της Ατλάντα.
«Δεν έχω ιδέα από πού αντλεί την ενέργειά του ο Φράνσις», λέει στον Guardian ο βρετανός σκηνοθέτης Μάικ Φίγκις, ο οποίος γνωρίζει τον Κόπολα εδώ και 30 χρόνια. Πριν από 18 μήνες, αστειευόμενος ο Φίγκις πρότεινε τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ με θέμα τη δημιουργία του «Megalopolis». Λίγους μήνες αργότερα, ο Κόπολα επικοινώνησε μαζί του ξαφνικά, «λέγοντας, “Πότε μπορείς να είσαι εδώ; Μπορείς να έρθεις τώρα;”, πράγμα πολύ χαρακτηριστικό για τον Φράνσις».
Φτάνοντας στην Ατλάντα, ο Φίγκις εντυπωσιάστηκε «βλέποντας έναν 84χρονο άντρα να κρατάει ενωμένη αυτή την τεράστια ομάδα και να έχει αρκετό μυαλό για να μπορεί να κατευθύνει τους ηθοποιούς, την κάμερα, τα πάντα… Ξυπνούσε κάθε πρωί κρατώντας σημειώσεις καθώς πήγαινε στο πλατό ή συζητώντας τις ιδέες του με τον γιο του Ρόμαν. Και στο τέλος της ημέρας, είναι επίσης ο παραγωγός, οπότε σκέφτεται το επιτόκιό του», όπως λέει στον Guardian ο βρετανός σκηνοθέτης.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Κόπολα έκανε τη ζωή του ακόμα πιο δύσκολη: «Οταν έφτασε στην Ατλάντα, έψαξε για κατάλυμα για την ευρύτερη οικογένειά του αλλά δεν βρήκε κάτι που να του αρέσει ιδιαίτερα. Αγόρασε, λοιπόν, ένα μοτέλ που μόλις είχε κλείσει και αποφάσισε να το ανακαινίσει. Και εκεί έζησε σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο θόρυβος των επισκευών ξεκινούσε στις έξι το πρωί», αποκάλυψε ο Φίγκις (ο οποίος επέλεξε να μείνει σε άλλο ξενοδοχείο). Και όταν ρώτησε τον Κόπολα πώς το χειρίστηκε όλο αυτό, εκείνος «είπε, “Κοίτα, όλα είναι το ίδιο πράγμα. Η δουλειά του κινηματογράφου και η κατασκευαστική δουλειά είναι να πεις στους ανθρώπους τι θέλεις και να φροντίσεις να το κάνουν”»…
Οι ηθοποιοί φαίνεται, πάντως ότι ήταν συνεπείς, χωρίς καρδιακά επεισόδια αυτή τη φορά, αν και υπήρξαν κάποιοι τσακωμοί με τον Σάια ΛαΜπεφ: «Είχαν μια υπέροχη ανταγωνιστική σχέση, που ήταν πολύ παραγωγική», παρατηρεί ο Φίγκις. «Ο Σάια έκανε πολλές ερωτήσεις και μερικές φορές ο Φράνσις μπορεί να ήταν αγχωμένος από ένα σωρό άλλα πράγματα και απαντούσε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Είχε επίσης πολύ χιούμορ, οπότε ήταν πολύ διασκεδαστικό… Αλλά μερικές φορές [ο Φράνσις] έλεγε “Ουφ, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω”, και απλώς κλεινόταν στο “Silverfish” και έκανε σκηνοθεσία από εκεί».
Οπως ακούστηκε, το γύρισμα εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση ανάμεσα στην παλιομοδίτικη προσέγγιση του Κόπολα, που αξιοποιεί τον αυθορμητισμό και «τη μαγεία της στιγμής», και τις νεότερες μεθόδους ψηφιακής δημιουργίας ταινιών, όπως η κινηματογράφηση ηθοποιών μπροστά σε εικονικά τοπία CGI, ουσιαστικά σε ένα τεράστιο σύνολο από οθόνες LED.
Η σημερινή τεχνολογία, επισημαίνει ο Στιβ Ρόουζ στο άρθρο του στον Guardian, δίνει τη δυνατότητα στους σκηνοθέτες να πραγματοποιήσουν οτιδήποτε ονειρευτούν –ακόμη και ουτοπικές πόλεις του μέλλοντος– αλλά αυτού του είδους η εργασία απαιτεί προετοιμασία και συνεργασία. «Νομίζω ότι ο Κόπολα ζει ακόμα σε εκείνο τον κόσμο όπου, ως auteur, είναι ο μόνος που ξέρει τι συμβαίνει και όλοι οι άλλοι είναι εκεί απλώς για να κάνουν αυτό που τους ζητά», σχολίασε ανώνυμα ένα πρώην μέλος του συνεργείου.
Ο ίδιος, μερικές φορές, έβρισκε την προσέγγιση του Κόπολα εκνευριστική: «Είχαμε αυτά τα ωραία σχέδια που εξελίσσονταν συνεχώς, αλλά ποτέ δεν συμβιβαζόταν με ένα από αυτά. Κάθε φορά που κάναμε μια νέα συνάντηση, υπήρχε μια διαφορετική ιδέα». Οταν το μέλος του συνεργείου, που δεν ήθελε να κατονομαστεί, επέμεινε ότι έπρεπε να δουλέψουν περισσότερο για να καθορίσουν πώς θα είναι η ταινία, ο Κόπολα απάντησε: «Πώς μπορείς να καταλάβεις με τι μοιάζει η “Megalopolis” όταν δεν ξέρω καν εγώ με τι μοιάζει η “Megalopolis”;»
Προφανώς, χάθηκε πολύς χρόνος. «Συχνά εμφανιζόταν τα πρωινά πριν από τις μεγάλες σεκάνς και επειδή δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή κανένα σχέδιο και ούτε επέτρεπε στους συνεργάτες του να εφαρμόσουν κάποιο σχέδιο, απλώς καθόταν στο τρέιλερ για ώρες, χωρίς να μιλάει σε κανέναν, και συχνά κάπνιζε μαριχουάνα… Περνούσαν ώρες χωρίς να γυριστεί τίποτα. Τα μέλη του συνεργείου και του καστ στέκονταν εκεί γύρω και περίμεναν», θυμάται άλλο μέλος του συνεργείου.
Και προσθέτει: «Μετά έβγαινε και έλεγε κάτι που δεν είχε νόημα, ούτε είχε σχέση με τίποτα από όσα είχαν ειπωθεί ή οτιδήποτε υπήρχε γραμμένο, και όλοι συμφωνούσαμε, προσπαθώντας να το κάνουμε όσο καλύτερο γινόταν. Αλλά σχεδόν κάθε μέρα, απλώς φεύγαμε κουνώντας το κεφάλι και αναρωτιόμασταν τι είχαμε κάνει τις τελευταίες 12 ώρες». Οπως το θέτει, δε, ένα τρίτο μέλος του συνεργείου: «Ακούγεται τρελό, αλλά υπήρχαν στιγμές που όλοι στεκόμασταν εκεί πέρα λέγοντας, “Εχει γυρίσει ποτέ ταινία αυτός ο τύπος στο παρελθόν;”»
Η πρώτη ημέρα του Ανταμ Ντράιβερ στο γύρισμα ήταν αξέχαστη, λέει στον Guardian μια άλλη πηγή. Σε κάποιο σημείο της υπόθεσης, το σώμα του χαρακτήρα που υποδύεται ο Ντράιβερ συγχωνεύεται με κάποιο φουτουριστικό οργανικό υλικό. Και ο Κόπολα, αντί να χρησιμοποιήσει ψηφιακές τεχνικές, ήθελε να επιτύχει το αποτέλεσμα με μεθόδους παλιάς σχολής, χρησιμοποιώντας προβολείς και καθρέφτες, όπως είχε κάνει στον «Δράκουλα», 30 χρόνια πριν. «Βασικά, έδεσαν τον Ανταμ Ντράιβερ σε μια καρέκλα για έξι ώρες και με έναν προτζέκτορα των 100 δολαρίων πρόβαλαν μια εικόνα στο πλάι του κεφαλιού του. Είμαι υπέρ των πειραματισμών, αλλά είναι πραγματικά αυτό που θέλεις να κάνεις την πρώτη μέρα με τον ηθοποιό σου των 10 εκατ. δολαρίων;» Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να δημιουργηθεί ψηφιακά πολύ γρήγορα και εύκολα, λέει. Ο Κόπολα, όμως, «ξόδεψε κυριολεκτικά μισή μέρα για κάτι που θα μπορούσε να είχε γίνει σε 10 λεπτά».
«Ολοι γνωρίζαμε ότι συμμετείχαμε σε ένα πραγματικά θλιβερό τέλος της καριέρας του», λέει ένα μέλος του συνεργείου. Ωστόσο, κάποιοι ένιωθαν ότι «ήταν πολύ δυσάρεστος σε πολλούς ανθρώπους, που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τη διαδικασία και να βοηθήσουν στη βελτίωση της ταινίας».
Αρκετές πηγές θεώρησαν επίσης ότι «παλιάς σχολής» ήταν και η συμπεριφορά του Κόπολα στις γυναίκες. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι τραβούσε γυναίκες για να κάτσουν στην αγκαλιά του, ενώ στα γυρίσματα μιας βακχικής σκηνής σε νυχτερινό κέντρο, μάρτυρες λένε, ότι ο Κόπολα μπήκε στο πλατό και προσπάθησε να φιλήσει μερικές γυναίκες με τόπλες και ελάχιστα ντυμένες. Εκείνος ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι «προσπαθούσε να τους φτιάξει τη διάθεση»…
Απαντώντας, σε σχόλια σχετικά με τη συμπεριφορά του Κόπολα στο πλατό, ο εκτελεστικός συμπαραγωγός Ντάρεν Ντεμίτρι δήλωσε: «Γνωρίζω και συνεργάζομαι με τον Φράνσις και την οικογένειά του πάνω από 35 χρόνια. Ως ένας από τους πρώτους βοηθούς σκηνοθέτες και εκτελεστικός παραγωγός στο νέο του έπος, “Megalopolis”, βοήθησα στην επίβλεψη και ως σύμβουλος της παραγωγής και διηύθυνα τη δεύτερη ενότητα. Ο Φράνσις παρήγαγε και σκηνοθέτησε με επιτυχία μια τεράστια ανεξάρτητη ταινία, παίρνοντας όλες τις δύσκολες αποφάσεις για να διασφαλίσει ότι θα παραδοθεί έγκαιρα και σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, παραμένοντας πιστός στο δημιουργικό του όραμα».
Ο Ντεμίτρι τόνισε ακόμη ότι, «Δύο μέρες γυρίζαμε μια εορταστική σκηνή σε κλαμπ του στυλ “Studio 54” και ο Φράνσις τριγύριζε στο πλατό αγκαλιάζοντας ευγενικά και δίνοντας φιλιά στο μάγουλο ηθοποιών και κομπάρσων. Ηταν ο τρόπος του να τις βοηθήσει να εμπνευστούν και να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα του κλαμπ, που ήταν πολύ σημαντική για την ταινία. Δεν άκουσα ποτέ παράπονα για παρενόχληση ή κακή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του έργου».
Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο τον Δεκέμβριο του 2022, όταν, όπως έγραψε ο Hollywood Reporter, περίπου στα μισά του γυρίσματος των 16 εβδομάδων, οι περισσότερες από τις ομάδες οπτικών εφέ και τέχνης είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν. Τελικά το εικονικό «φόντο» εγκαταλείφθηκε υπέρ της πιο παραδοσιακής τεχνολογίας της «πράσινης οθόνης», ενώ σύμφωνα με μια πηγή: «Μας έλεγε πάντα “δεν θέλω να κάνω ταινία της Marvel”, αλλά στο τέλος της ημέρας, αυτό κατέληγε να κάνει».
Ο Κόπολα αντιμετώπιζε επίσης το γεγονός ότι η σύζυγός του ήταν άρρωστη. Η Ελενορ ήταν παρούσα στο πλατό κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων «μέχρι τη στιγμή που η ασθένειά της την εμπόδιζε πλέον να είναι εκεί», είπε ένας εκπρόσωπος. Η Ελενορ πέθανε τον περασμένο μήνα.
Τέλος οι πρώτες αντιδράσεις για το “Megalopolis” ήταν μικτές. Μετά από μια ιδιωτική προβολή στο Λος Aντζελες τον περασμένο μήνα, ένα στέλεχος περιέγραψε την ταινία ως «τρελό μπάχαλο». Ενας άλλος είπε στους δημοσιογράφους: «Δεν υπάρχει τρόπος να τοποθετηθεί αυτή η ταινία». Και ένας τρίτος είπε: «Είναι τόσο κακή, και ήταν πολύ λυπηρό να την βλέπω… Δεν θα έπρεπε να τελειώσει έτσι ο Κόπολα τη σκηνοθετική του καριέρα». Ωστόσο, όπως έγραψε το Deadline, πριν από την πρεμιέρα της στις Κάννες, η ταινία αγοράστηκε από διανομείς στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές.
Αλλοι, πάλι, έσπευσαν να την επαινέσουν: «Νιώθω ότι ήμουν μέρος της ιστορίας. Το “Megalopolis” είναι ένα λαμπρό, οραματικό αριστούργημα», δήλωσε μετά την προβολή ο σκηνοθέτης Γκρέγκορι Νάβα, «Συγκλονίστηκα τόσο πολύ ώστε δεν μπορούσα να κάνω τίποτα όλη την υπόλοιπη μέρα», πρόσθεσε. Και ένας ανώνυμος θεατής σε μια προβολή στο Λονδίνο προχώρησε ακόμη παραπέρα: «Αυτή η ταινία θυμίζει τον Αϊνστάιν και τη σχετικότητα το 1905, τον Πικάσο και την Γκερνίκα το 1937. Είναι σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου».
Βεβαίως τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καινούργιο για τον Κόπολα. Παρά τις αναφορές για το χάος στα γυρίσματα και τις προβλέψεις για καταστροφή, το «Αποκάλυψη Τώρα!» κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1979, αν και δεν επρόκειτο να θεωρηθεί κλασική ταινία παρά μόνο μια δεκαετία αργότερα. «Ο Φράνσις είχε πάντα τη φήμη ότι ήταν μπροστά από την εποχή του», λέει ο παλιός συνεργάτης του Κόπολα, Ρίτσαρντ Μπεγκς. «Τον περιγελoύσαν και εκείνος αντιδρούσε με χιούμορ και μετά από 10-15 χρόνια έλεγαν: “Ο τύπος ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί”».
Σύντομα, πάντως, θα μάθουμε την απήχηση που θα έχει το «Megalopolis» στις Κάννες.