Ο Ντοκ Σπορτέλο έχει πολύ καιρό να δει την πρώην του. Και ξαφνικά εκείνη εμφανίζεται από το πουθενά κι αρχίζει να του λέει για ένα σχέδιο απαγωγής ενός ζάπλουτου μεγαλοεργολάβου, τον οποίο τυχαίνει να αγαπάει. Εύκολα λόγια. Είναι το τέλος της ψυχεδελικής δεκαετίας του ’60 στο Λος Άντζελες, και ο Ντοκ ξέρει ότι η αγάπη είναι απλώς μια λέξη του συρμού, όπως το τριπάκι και το φίνα, μόνο που η συγκεκριμένη λέξη δημιουργεί συνήθως προβλήματα. Παρ' όλα αυτά, σε λίγο βρίσκεται μπλεγμένος σε ένα αλλόκοτο κουβάρι από κίνητρα και πάθη, με πρωταγωνιστές σερφάδες, πόρνες, μαστούρηδες και ροκάδες, έναν επικίνδυνο τοκογλύφο, έναν σαξοφωνίστα σε ρόλο μυστικού πράκτορα, έναν πρώην φυλακισμένο που έχει τατουάζ μια σβάστικα στο κεφάλι και που λατρεύει την Έθελ Μέρμαν, και μια μυστηριώδη οργάνωση γνωστή ως Χρυσός Κυνόδοντας, η οποία μπορεί και να είναι απλώς μια κομπίνα που έστησαν κάποιοι οδοντίατροι για να ξεγελάσουν την εφορία. Σε αυτή τη ζωηρή αφήγηση, και σε ένα ασυνήθιστο γι’ αυτόν λογοτεχνικό είδος, ο Τόμας Πίντσον ζωντανεύει με κλασικό τρόπο τη ρήση ότι αν θυμάσαι τη δεκαετία του ’60, τότε δεν την έζησες… ή μάλλον… αν την έζησες, τότε… ή, για στάσου, μήπως…
Δείτε εδώ το βίντεο του βιβλίου
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο
Ήρθε από το σοκάκι και ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγουσαν στην πίσω πόρτα, όπως έκανε πάντα. ο Ντοκ είχε να τη δει πάνω από ένα χρόνο. ήταν εξαφανισμένη. παλιά, κυκλοφορούσε μονίμως με σανδάλια, με το κάτω μέρος ενός λουλουδάτου μπικίνι κι ένα μπλουζάκι με ξεθωριασμένη στάμπα των Country Joe & the Fish. Απόψε ήταν ντυμένη με κυριλέ ρούχα, τα μαλλιά της ήταν πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι θυμόταν, και είχε εκείνη ακριβώς την εμφάνιση που ορκιζόταν πως ποτέ της δεν θα είχε.
«Εσύ είσαι, Σάστα;»
«Κοίτα που νομίζει ότι έχει παραισθήσεις».
«Μάλλον θα φταίει το νέο πακέτο».
Στάθηκαν μέσα στο φως που έμπαινε από το παράθυρο της κουζίνας, στο οποίο δεν είχε ποτέ νόημα να μπουν κουρτίνες, και άκουγαν τον παφλασμό των κυμάτων να ανεβαίνει το λόφο. Κάποια βράδια, με τον κατάλληλο άνεμο, το κύμα ακουγόταν σε όλη την πόλη.
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Ντοκ».
«Ξέρεις, έχω και γραφείο τώρα. Σαν να λέμε, κανονική δουλειά, και τα λοιπά».
«Έψαξα στον τηλεφωνικό κατάλογο, σχεδόν πήγα ως εκεί. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα για όλους να το κάνω να φανεί σαν κρυφό ραντεβού».
Μάλιστα, ώστε δεν θα υπάρχει τίποτα το ρομαντικό απόψε. κρίμα. παρ’ όλα αυτά, όμως, θα μπορούσε να υπάρχει πληρωμή. «Σε παρακολουθεί κανείς;»
«Μόλις πέρασα μια ώρα οδηγώντας σε μικρούς δρόμους, για να φανώ πειστική».
«Τι θα ’λεγες για μια μπίρα;» πήγε στο ψυγείο, πήρε δυο κουτάκια από το κιβώτιο που είχε εκεί μέσα και έδωσε το ένα στη Σάστα.
«Υπάρχει ένας τύπος», του είπε.
Σίγουρα θα υπήρχε, αλλά προς τι οι συναισθηματισμοί; Αν είχε μια πεντάρα για κάθε φορά που άκουγε έναν πελάτη να ξεκινά έτσι, τώρα θα βρισκόταν στη Χαβάη, θα μεθοκοπούσε μέρα-νύχτα και θα χάζευε τα κύματα στην ουαίμέα, ή, ακόμα καλύτερα, θα προσλάμβανε κάποιον άλλο να τα χαζεύει για λογαριασμό του… «Κάποιος κύριος της καλής κοινωνίας», είπε χαμογελώντας.
«Εντάξει, Ντοκ. Είναι παντρεμένος».
«Κάποιο… χρηματικό ζήτημα».
Κούνησε το κεφάλι της για να τινάξει προς τα πίσω μαλλιά που δεν υπήρχαν, και σήκωσε τα φρύδια της με ύφος που έλεγε ε, και τι έγινε;
Ο Ντοκ δεν είχε πρόβλημα. «Και η σύζυγος– ξέρει για σένα;»
Η Σάστα έγνεψε. «Αλλά βλέπει κι εκείνη κάποιον. Μόνο που δεν είναι μια από τα ίδια – καταστρώνουν μαζί κάποιο φριχτό σχέδιο».
«Να το σκάσουν με την περιουσία του συζύγου, ναι, νομίζω ότι έχω ακούσει μια-δυο φορές να συμβαίνει κάτι τέτοιο στο λος άντζελες. Και… τι ακριβώς θες να κάνω εγώ;» Βρήκε τη χαρτοσακούλα με την οποία είχε φέρει το βραδινό του στο σπίτι και άρχισε να παριστάνει ότι κρατούσε σημειώσεις, γιατί, παρ’ όλη την κυριλέ εμφάνιση και το μείκάπ που υποτίθεται πως έμοιαζε σαν να μη φορά μείκάπ, ένιωθε να έρχεται εκείνη η παλιά γνωστή στύση που, αργά ή γρήγορα, πάντοτε του προκαλούσε η Σάστα. Τελειώνει ποτέ αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε. Και βέβαια τελειώνει. Τελείωσε.
Πήγαν στο μπροστινό δωμάτιο, ο Ντοκ ξάπλωσε στον καναπέ και η Σάστα έμεινε όρθια και περιπλανιόταν στο χώρο.
«Το θέμα είναι ότι θέλουν να βάλουν κι εμένα στο κόλπο», του είπε. «Νομίζουν ότι εγώ μπορώ να τον κανονίσω τη στιγμή που θα είναι ευάλωτος, ή όσο πιο κοντά σ’ αυτό γίνεται».
«Δηλαδή γυμνόκωλος και κοιμισμένος».
«Το ήξερα ότι θα καταλάβαινες».
«Αναρωτιέσαι ακόμα αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, Σάστα;»
«Ακόμα χειρότερα». τον διαπέρασε με εκείνο το βλέμμα το οποίο θυμόταν πάρα πολύ καλά. όταν θυμόταν. «Αναρωτιέμαι πόση αφοσίωση του οφείλω».
«Ελπίζω να μη θες τη δική μου γνώμη. πέρα από τα τετριμμένα που χρωστάει κανείς σε όποιον πηδάει σε σταθερή βάση–»
«Ευχαριστώ. η “Αγαπητή Άμπι” είπε περίπου τα ίδια».
«Φίνα. Πέρα από τα αισθήματα, λοιπόν, ας δούμε λίγο τα λεφτά. Πόσο από το ενοίκιο πληρώνει εκείνος;»
«Όλο». Για μια στιγμή, ο Ντοκ είδε το γνωστό περιφρονητικό της χαμόγελο με τα στενεμένα μάτια.
«Βαρβάτο;»
«Για το Χάνκοκ παρκ, ναι».
Ο Ντοκ σφύριξε τις νότες από το ρεφρέν τού «Can’t Buy Me Love», αγνοώντας το ύφος της. «Κι εσύ, φυσικά, για όλα αυτά του δίνεις έγγραφες αναγνωρίσεις οφειλής».
«Ρε μαλάκα, αν ήξερα ότι μου κρατάς ακόμα τόση κακία–»
«Εγώ; Απλώς προσπαθώ να είμαι επαγγελματίας. Τι μερτικό σού πρόσφεραν η σύζυγος και ο γκόμενος;»
Η Σάστα του είπε ένα ποσό. Ο Ντοκ είχε ξεφύγει από φτιαγμένες Ρολς Ρόις γεμάτες τσαντισμένους εμπόρους ηρωίνης στη λεωφόρο πασαντίνα, τρέχοντας με εκατόν εξήντα μέσα στην ομίχλη και προσπαθώντας να πάρει όλες εκείνες τις κακοσχεδιασμένες στροφές, είχε περπατήσει σε σοκάκια ανατολικά του ποταμού του Λος Άντζελες με μοναδική προστασία μια δανεική μεταλλική τσατσάρα για μαλλί άφρο στην τσέπη του φαρδιού του παντελονιού, είχε μπει και βγει από το δικαστικό Μέγαρο κρατώντας μια μικρή περιουσία σε βιετναμέζικο χόρτο, και τώρα τελευταία είχε σχεδόν πείσει τον εαυτό του πως εκείνη η εποχή είχε πια τελειώσει, αλλά τώρα άρχιζε να νιώθει και πάλι βαθιά ανησυχία. «Οπότε…» είπε προσεχτικά τώρα, «εδώ δεν πρόκειται απλώς για δυο-τρεις τολμηρές φωτογραφίες. Ούτε για λίγο χόρτο χωμένο στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, τίποτα τέτοιο…»
Παλιά, η Σάστα μπορούσε να περάσει βδομάδες ολόκληρες χωρίς να πάρει καμιά έκφραση πιο περίπλοκη από ένα απλό σούφρωμα των χειλιών. Τώρα, το πρόσωπό της του παρουσίαζε έναν βαρύ συνδυασμό συστατικών που δεν μπορούσε να τον διαβάσει καθόλου. Μπορεί να έφταιγαν τα μαθήματα υποκριτικής που είχε κάνει. «Δεν είναι αυτό που σκέφτεσαι, Ντοκ».
«Μη στεναχωριέσαι, δεν σκέφτομαι ακόμα. Τι άλλο;»
«Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω ότι θέλουν να τον κλείσουν σε κάποιο τρελάδικο».
«Εννοείς νόμιμα; ή να τον απαγάγουν;»
«Εμένα δεν μου λένε τίποτα, Ντοκ, είμαι μονάχα το δόλωμα». Εδώ που τα λέμε, ούτε και στη φωνή της είχε υπάρξει ποτέ τόση θλίψη. «Μαθαίνω ότι βλέπεις κάποια κάτω στο κέντρο».
Βλέπει. Μάλιστα. «Α, εννοείς την Πένι; Βασικά, είναι μια κυριλέ γκομενίτσα που γυρεύει κρυφές χίπικες ερωτικές συγκινήσεις–»
«Και είναι επίσης βοηθός εισαγγελέα στο μαγαζί του Έβελ Γιάνγκερ;»
Ο Ντοκ το σκέφτηκε λίγο. «Λες κάποιος εκεί να μπορέσει να το σταματήσει προτού συμβεί;»
«Δεν έχω και πολλές επιλογές, Ντοκ».
«Εντάξει, θα μιλήσω στην Πένι και θα δούμε τι θα δούμε. Αυτό το ευτυχισμένο ζευγάρι– έχουν ονόματα, διευθύνσεις;»
Όταν άκουσε το όνομα του γηραιού κυρίου, είπε: «Αυτός είναι ο ίδιος Μίκι Βόλφμαν που βλέπω συνέχεια στην εφημερίδα; ο μεγαλομεσίτης;»
«Δεν μπορείς να πεις πουθενά γι’ αυτό, Ντοκ».
«Θα είμαι κουφός και μουγγός, είναι μέρος της δουλειάς. Θες να μου δώσεις κανένα τηλέφωνο;»
Εκείνη σήκωσε τους ώμους και του έδωσε ένα νούμερο. «Προσπάθησε να μην το χρησιμοποιήσεις ποτέ».
«Φίνα, και πώς θα σε βρίσκω;»
«Δεν θα με βρίσκεις. Έφυγα απ’ το παλιό σπίτι και τώρα πια μένω όπου μπορώ, άσ’ τα να πάνε».
Σχεδόν της είπε «υπάρχει χώρος εδώ», αν και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, αλλά την είχε δει να κοιτάζει όλα όσα δεν είχαν αλλάξει, τον αυθεντικό στόχο για βελάκια που είχε πάρει από κάποια εγγλέζικη παμπ και τον είχε στερεώσει σε έναν τροχό άμαξας, το φανάρι που είχε πάρει από κάποιο μπορντέλο με τον πορφυρό ψυχεδελικό γλόμπο με το δονούμενο νήμα πυράκτωσης, τη συλλογή από μοντέλα παλιών σπορ αυτοκινήτων φτιαγμένα αποκλειστικά από κουτάκια μπίρας Κουρς, την μπάλα του μπιτς βόλεί με το αυτόγραφο του Γουίλτ Τσέιμπερλεν γραμμένο με φωσφοριζέ μαρκαδόρο, τον βελούδινο πίνακα και τα λοιπά, με μια έκφραση, θα μπορούσε να πει κανείς, απέχθειας.
Κατέβηκε μαζί της το λόφο, ως εκεί που είχε παρκάρει. Εδώ πέρα οι καθημερινές βραδιές δεν διέφεραν και πολύ από τα σαββατοκύριακα, κι έτσι αυτό το μέρος της πόλης ήταν ήδη γεμάτο γλεντζέδες, πότες και σέρφερ που έσκουζαν μέσα στα στενά, μαστούρηδες που είχαν βγει για φαγητό, κυριλέ τύπους που είχαν βγει για να καμακώσουν αεροσυνοδούς, κυριλέ τύπισσες με εντελώς προσγειωμένες καθημερινές δουλειές που ήλπιζαν να τις περάσουν για αεροσυνοδούς. Πιο ψηλά στο λόφο, και αόρατη, η κυκλοφορία στη λεωφόρο από και προς τον αυτοκινητόδρομο ανέδινε από τις εξατμίσεις μελωδικές φράσεις οι οποίες ηχούσαν στη θάλασσα μέχρι τα ανοιχτά, όπου γλιστρούσαν τα πληρώματα των πετρελαιοφόρων, φράσεις που στ’ αφτιά τους θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι ήχοι της άγριας πανίδας που έκανε τις νυχτερινές της δραστηριότητες σε κάποια εξωτική ακτή.
Στον τελευταίο θύλακα σκότους πριν από τον παραλιακό δρόμο, σταμάτησαν, μια αιώνια πράξη των πεζών εδώ, που συνήθως σήμαινε ένα φιλί ή τουλάχιστον ένα πιάσιμο κώλου. Αλλά εκείνη είπε: «Μην προχωρήσεις άλλο, κάποιος μπορεί να μας παρακολουθεί».
«Τηλεφώνησέ μου ή κάτι τέτοιο».
«Ποτέ δεν με απογοήτευσες, Ντοκ».
«Μην ανησυχείς. θα–»
«'Οχι, στ’ αλήθεια το εννοώ, ποτέ».
«Α … σίγουρα το έκανα κάποια στιγμή».
«Ήσουν πάντοτε πιστός».
Είχε σκοτεινιάσει εδώ και ώρες στην παραλία, δεν είχε καπνίσει ιδιαίτερα, και αυτό δεν ήταν προβολείς αυτοκινήτου– αλλά, προτού γυρίσει και απομακρυνθεί, ήταν σίγουρος πως είδε φως να πέφτει στο πρόσωπό της, το πορτοκαλί φως λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα που λούζει κάθε πρόσωπο που στρέφεται προς τα δυτικά και κοιτάζει τον ωκεανό περιμένοντας κάποιον να έρθει με το τελευταίο κύμα της μέρας προς την ασφάλεια της ακτής.
Τουλάχιστον το αυτοκίνητό της ήταν το ίδιο, η ανοιχτή Κάντιλακ που είχε πάντοτε, μια Ελντοράντο Μπιαρίτς του ’59 που την είχε αγοράσει σε μια από της μάντρες της Δυτικής Λεωφόρου, όπου όλοι στέκονταν κοντά στην κυκλοφορία έτσι ώστε να παρασύρεται μακριά η μυρωδιά από αυτό που κάπνιζαν. Αφού εκείνη έβαλε μπροστά κι έφυγε, ο Ντοκ κάθισε σε ένα παγκάκι στο σεργιάνι, με μια μεγάλη πλαγιά γεμάτη φωτισμένα παράθυρα να υψώνεται πίσω του, και κοίταζε τον λαμπερό αφρό των κυμάτων και τα φώτα της βραδινής κυκλοφορίας προς τα προάστια να ανεβαίνουν με ζιγκ-ζαγκ τον μακρινό λόφο του πάλος βέρντες. Έφερε στο νου του τα πράγματα που δεν την είχε ρωτήσει, όπως κατά πόσο εξαρτιόταν από το εγγυημένο επίπεδο άνεσης και δύναμης του Βόλφμαν, και πόσο έτοιμη ήταν να γυρίσει ξανά στον παλιό της τρόπο ζωής, με το μπικίνι και το μπλουζάκι, και κατά πόσο ήταν απαλλαγμένη από τύψεις. Και κάτι που δεν θα μπορούσε με τίποτα να ρωτήσει: πόσο πάθος ένιωθε στ’ αλήθεια για τον γερο-Μίκι; Ο Ντοκ ήξερε την πιθανή απάντηση – «Τον αγαπώ», τι άλλο; Με την εννοούμενη υποσημείωση ότι σήμερα γινόταν μεγάλη κατάχρηση αυτής της λέξης. Οποιοσδήποτε έστω και ελάχιστα μέσα στα κόλπα «αγαπούσε» όλο τον κόσμο, για να μην αναφερθούμε και σε άλλες χρήσιμες εφαρμογές, όπως το να ωθείς ανθρώπους σε σεξουαλικές δραστηριότητες στις οποίες ίσως, αν είχαν επιλογή, να μην τους ενδιέφερε και πολύ να εμπλακούν.
Ο Ντοκ γύρισε στο σπίτι του και για λίγο στάθηκε και χάζευε έναν βελούδινο πίνακα τον οποίο είχε πάρει από μια από τις μεξικάνικες οικογένειες που τα σαββατοκύριακα έστηναν τους πάγκους τους κατά μήκος των λεωφόρων στην πράσινη πεδιάδα, όπου ο κόσμος κυκλοφορούσε ακόμη με άλογα, ανάμεσα στην γκορντίτα και τον αυτοκινητόδρομο. Μέσα από τα φορτηγάκια έβγαιναν έξω στα ήρεμα πρωινά Εσταυρωμένοι και Μυστικοί δείπνοι σε μέγεθος καναπέ, παράνομοι μηχανόβιοι πάνω σε Χάρλεϊ αποτυπωμένες με μεγάλη λεπτομέρεια, σκληροί υπερήρωες με στολές των Ειδικών Δυνάμεων που κρατούσαν τουφέκια Μ16 και τα λοιπά. Αυτός ο πίνακας που είχε ο Ντοκ απεικόνιζε μια ανύπαρκτη παραλία στη Νότια Καλιφόρνια – φοίνικες, γκομενίτσες με μπικίνι, σανίδες του σερφ, και όλα τα σχετικά. Τον σκεφτόταν σαν παράθυρο από το οποίο μπορούσε να κοιτάζει όποτε δεν άντεχε να κοιτάζει από το παραδοσιακό γυάλινο παράθυρο στο άλλο δωμάτιο. Μερικές φορές, μέσα στο σκοτάδι, η θέα φωτιζόταν, συνήθως όταν κάπνιζε χόρτο, λες και το κουμπί της δημιουργίας που ρύθμιζε το κοντράστ είχε πειραχτεί έτσι ώστε να δίνει στα πάντα μια υπόκωφη λάμψη, ένα φωτεινό περίγραμμα, με την υπόσχεση ότι η νύχτα θα γινόταν, με κάποιον τρόπο, επική.
Εκτός από την αποψινή, που θα την περνούσε μάλλον δουλεύοντας. πήγε στο τηλέφωνο και δοκίμασε να καλέσει την Πένι, αλλά εκείνη έλειπε, και μάλλον θα χόρευε βατούσι όλη νύχτα αντικριστά με κάποιον κοντοκουρεμένο δικηγόρο με πολλά υποσχόμενη καριέρα. Ο Ντοκ δεν είχε πρόβλημα μ’ αυτό. Μετά, τηλεφώνησε στη θεία του τη Ρητ, που έμενε λίγο πιο κάτω στη λεωφόρο, στην άλλη μεριά των αμμόλοφων, σε ένα πιο προαστιακό κομμάτι της πόλης, με σπίτια, αυλές και δέντρα, χάρη στα οποία είχε γίνει γνωστό ως Συνοικία των Δέντρων. Λίγα χρόνια πριν, αφού πήρε διαζύγιο από έναν λουθηρανό της συνόδου του Μιζούρι που είχε μια αντιπροσωπία που πουλούσε Θάντερμπερντ και μια μοιραία έλξη προς τις ανήσυχες νοικοκυρές που συναντά κανείς στο μπαρ κάποιας αίθουσας μπόουλινγκ, η Ρητ είχε μετακομίσει εκεί από το Σαν Χοακίν μαζί με τα παιδιά και είχε αρχίσει να ασχολείται με τις πωλήσεις ακινήτων, και σε λίγο είχε δικό της μεσιτικό γραφείο, το οποίο διηύθυνε τώρα από ένα μπανγκαλόου που βρισκόταν μέσα στο τεράστιο οικόπεδο του σπιτιού της. Όποτε ο Ντοκ είχε ανάγκη να μάθει οτιδήποτε σχετικό με τον κόσμο των ακινήτων, πήγαινε κατευθείαν στη θεία Ρητ, η οποία ήξερε τα πάντα, οικόπεδο το οικόπεδο, για τη γη και τη χρήση της από την έρημο μέχρι τη θάλασσα, όπως έλεγαν στις βραδινές ειδήσεις. «Κάποια μέρα», του είχε προφητέψει, «θα υπάρχουν ηλεκτρονικοί υπολογιστές για όλα αυτά, το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να πληκτρολογήσεις αυτό που ψάχνεις, ή, ακόμα καλύτερα, να το πεις δυνατά –όπως γινόταν με τον Χαλ στο 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος–, και εκείνος θα σου δίνει τόσες πληροφορίες, που δεν θα ξέρεις τι να τις κάνεις, για οποιοδήποτε οικόπεδο στη λεκάνη του Λος Άντζελες, από την εποχή των εκχωρήσεων γης από τους Ισπανούς– δικαιώματα ύδρευσης, νομικές επιβαρύνσεις, ιστορικό υποθηκεύσεων, ό,τι θες, πίστεψέ με, όπου να ’ναι έρχεται». Ως τότε, στον πραγματικό κόσμο, εκτός επιστημονικής φαντασίας, υπήρχε η (σχεδόν στα όρια του υπερφυσικού) αίσθηση της θείας Ρητ για τη γη, οι αφηγήσεις που σπάνια εμφανίζονταν στις συμβολαιογραφικές πράξεις, ιδίως στα συμβόλαια γάμου, τα μακροχρόνια οικογενειακά μίση, μεγάλα ή μικρά, ο τρόπος με τον οποίο έρρεε το νερό, πρόσφατα ή παλιότερα.
Το σήκωσε στο έκτο κουδούνισμα. Η τηλεόραση ακουγόταν δυνατά στο φόντο.
«Λέγε γρήγορα, Ντοκ, έχω ζωντανή εκπομπή απόψε, και έχω να βάλω ακόμα διακόσια κιλά μεϊκάπ».
«Τι ξέρεις για τον Μίκι Βόλφμαν;»
Ο Ντοκ δεν κατάλαβε να της κόπηκε καθόλου η ανάσα. «Γερμανική μαφία του Γουεστσάιντ, πολύ μεγάλο κεφάλι, οικοδομές, αποταμιεύσεις και δάνεια, αφορολόγητα δισεκατομμύρια κρυμμένα κάπου κάτω από τις Άλπεις, ουσιαστικά Εβραίος που θέλει να γίνει Ναζί, εξοργίζεται, και συχνά γίνεται βίαιος, με όσους δεν προφέρουν το όνομά του με γερμανικό τρόπο. Προς τι το ενδιαφέρον;»
Ο Ντοκ την ενημέρωσε για την επίσκεψη της Σάστα και την αναφορά της στη σκευωρία με στόχο την περιουσία του Βόλφμαν.
«Στην αγορά των ακινήτων», σχολίασε η Ρητ, «μα τον Θεό, ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν έχουν βρεθεί ποτέ σε ηθικό δίλημμα. Αλλά κάποιοι απ’ αυτούς τους μεγαλοεργολάβους κάνουν ακόμα και τον Γκοτζίλα να φαντάζει οικολόγος, και μπορεί να μη θες να εμπλακείς σ’ αυτό, Λάρι. Ποιος σε πληρώνει;»
«Χμ…»
«Μόνο υποσχέσεις πήρες, ε; Άκου, αν η Σάστα δεν μπορεί να σε πληρώσει, ίσως αυτό σημαίνει ότι ο Μίκι την έχει παρατήσει, κι εκείνη τώρα ρίχνει το φταίξιμο στη σύζυγο και ζητά εκδίκηση».
«Πιθανώς. Αλλά αν ήθελα, ας πούμε, να πω δυο λογάκια σ’ αυτόν τον Βόλφμαν;»
Φουρκισμένος αναστεναγμός ήταν αυτός; «Θα σου συνιστούσα να μην ακολουθήσεις τη συνήθη μέθοδό σου. Ο τύπος έχει πάντα μαζί του μια ντουζίνα μηχανόβιους, οι περισσότεροι πρώην μέλη της άριας Αδελφότητας, που τον προσέχουν, και είναι όλοι τους σκληρά καρύδια, με πιστοποίηση από τα δικαστήρια. Για μια φορά, δοκίμασε κι εσύ να κλείσεις ραντεβού».
«Μισό λεπτό, μπορεί να την έκανα κοπάνα στο μάθημα της κοινωνιολογίας, αλλά… Α.Α. και Εβραίοι… Δεν υπάρχει μεταξύ τους… κάποιο, πώς το λένε… μίσος;»
«Το θέμα με τον Μίκι είναι ότι είναι απρόβλεπτος. Τελευταία, όλο και περισσότερο. Κάποιοι θα έλεγαν εκκεντρικός. Εγώ θα έλεγα τρελαμένος από τη μαστούρα, και μην το πάρεις προσωπικά».
«Κι αυτά τα τσιράκια τού είναι πάντα πιστά, παρόλο που όταν ήταν μέλη της Αδελφότητας πήραν κάποιον όρκο ο οποίος μπορεί να είχε διάσπαρτες και δυο-τρεις αντισημιτικές αναφορές;»
«Πλησίασέ τον με το αυτοκίνητο σε απόσταση δέκα τετραγώνων, και θα ξαπλώσουν μπροστά στις ρόδες σου. Συνέχισε να πλησιάζεις, και θα σου πετάξουν χειροβομβίδα. Αν θες να μιλήσεις στον Μίκι, κοίτα να μην είσαι αυθόρμητος, ούτε καν χαριτωμένος. Ακολούθησε την επίσημη οδό».
«Ναι, αλλά δεν θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα στη Σάστα. Πού νομίζεις ότι θα μπορούσα να πέσω πάνω του, ας πούμε τυχαία;»
«Υποσχέθηκα στην αδελφούλα μου ότι ποτέ δεν θα έβαζα το μωρό της σε κίνδυνο».
«Έχω καλές σχέσεις με την Αδελφότητα, θεία Ρητ, ξέρω και τη χειραψία και τα πάντα».
«Εντάξει, μικρέ, το δικό σου κεφάλι θα φας, εγώ έχω σοβαρά προβλήματα εδώ με το υγρό αϊλάινερ, αλλά μαθαίνω ότι ο Μίκι εδώ και λίγο καιρό ασχολείται με την τελευταία του επίθεση στο περιβάλλον – μια φρίκη από νοβοπάν που ακούει στο όνομα Οικιστικό Συγκρότημα Τσάνελ Βιου».
«Α, ναι. Ο Μεγαλοπόδαρος Μπιόρνσεν έχει κάνει διαφημίσεις γι’ αυτό. Διακόπτοντας αλλόκοτες ταινίες που δεν έχεις ακούσει ποτέ σου».
«Χμ, ίσως θα ήταν καλύτερα να αναλάβει την υπόθεση εκείνο το παλιό σου φιλαράκι, ο μπάτσος. Έχεις καμιά επαφή με την Αστυνομία του Λος Άντζελες;»
«Σκέφτηκα να πάω στον Μεγαλοπόδαρο», είπε ο Ντοκ, «αλλά όταν πήγα να πιάσω το τηλέφωνο, θυμήθηκα ότι, τέτοιος που είναι, μάλλον θα προσπαθούσε να συλλάβει εμένα για όλη αυτή την ιστορία».
«Ίσως να τα πας καλύτερα με τους Ναζήδες. Δεν σε ζηλεύω καθόλου. Πρόσεχε, Λάρι. Και παίρνε κανένα τηλέφωνο πού και πού, έτσι ώστε να μπορώ να διαβεβαιώνω την Ελμίνα ότι είσαι ακόμα ζωντανός».
Ο μαλάκας ο Μεγαλοπόδαρος. Εμ βέβαια. Νιώθοντας κάποια εξω-αισθητική παρόρμηση, ο Ντοκ άπλωσε το χέρι στην τηλεόραση, την άναψε και γύρισε σε ένα από τα μικρότερα κανάλια που έπαιζε αποκλειστικά παλιές τηλεταινίες και απούλητους οδηγούς σειρών, και, φυσικά, έπεσε πάνω σ’ αυτόν τον αγριεμένο τύπο που μισούσε τους χίπηδες και που μετά την καθημερινή του εργασία ως παραβιαστής πολιτικών δικαιωμάτων δούλευε και σε δεύτερη δουλειά, ως πωλητής για το Οικιστικό Συγκρότημα Τσάνελ Βιου. «Μια ιδέα του Μίκαελ βόλφμαν», έγραφε κάτω από το λογότυπο.
Όπως πολλοί μπάτσοι στο Λος Άντζελες, ο Μεγαλοπόδαρος, που πήρε αυτό το παρατσούκλι από την αγαπημένη του μέθοδο μπουκαρίσματος σε σπίτια, έτρεφε φιλοδοξίες να μπει στο χώρο του θεάματος, και μάλιστα είχε ήδη εμφανιστεί σε αρκετούς καρατερίστικους ρόλους, ως κωμικός Μεξικάνος στην «Ιπτάμενη Καλόγρια» και ως βοηθός ψυχοπαθή στο «Ταξίδι στο Βυθό της Θάλασσας», κι έτσι πλήρωνε συνδρομή στο σωματείο ηθοποιών και λάμβανε επιταγές για τα δικαιώματά του. Ίσως οι παραγωγοί αυτών των διαφημιστικών για το Τσάνελ βΒιου να ήταν τόσο απελπισμένοι, που υπολόγιζαν ότι κάποιοι από τους τηλεθεατές θα τον αναγνώριζαν – ή ίσως, όπως υποπτευόταν ο Ντοκ, κάποιοι να είχαν μπάσει τον Μεγαλοπόδαρο σε κάποια μεσιτική συμφωνία που κρυβόταν από πίσω. Ό,τι και να συνέβαινε, η προσωπική αξιοπρέπεια δεν πρέπει να έπαιζε και μεγάλο ρόλο. ο Μεγαλοπόδαρος εμφανιζόταν μπροστά στην κάμερα με ρούχα που θα ντρόπιαζαν ακόμη και τον πιο ειλικρινή χίπη στην Καλιφόρνια, και η αποψινή του ενδυμασία ήταν μια βελούδινη κάπα που του έφτανε ως τους αστραγάλους, με λαχούρια σε τόσο έντονες ψυχεδελικές αποχρώσεις, που η τηλεόραση του Ντοκ, ένα φτηνό πραματάκι που το είχε αγοράσει από το πάρκινγκ του Ζόντι σε μια εκπτωτική υπερπροσφορά τύπου «τ’ αφεντικό τρελάθηκε», πριν από δυο-τρία χρόνια, δεν μπορούσε να τα αποδώσει σωστά. Ο Μεγαλοπόδαρος φορούσε και αξεσουάρ: χάντρες, γυαλιά ηλίου με το σύμβολο της ειρήνης στους φακούς, και μια τεράστια περούκα άφρο βαμμένη σε κόκκινες, κιτρινοπράσινες και λουλακί ρίγες. Ο Μεγαλοπόδαρος συχνά θύμιζε στους θεατές εκείνη τη θρυλική μορφή στο χώρο της πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τον Καλ Γουέρδινγκτον – μόνο που, ενώ ο Καλ ήταν διάσημος για τα ζώα που έβαζε στα διαφημιστικά του μηνύματα, τα μηνύματα του Μεγαλοπόδαρου περιείχαν μια ανελέητη τρομοκρατική ομάδα που αποτελούνταν από μικρά παιδιά, τα οποία σκαρφάλωναν στα έπιπλα του εκάστοτε σπιτιού, έπεφταν με φόρα στην πισίνα της πίσω αυλής, ξεφώνιζαν και έκαναν ότι πυροβολούσαν τον Μεγαλοπόδαρο, ουρλιάζοντας «Ζήτω τα Φρικιά!» και «Θάνατος στο Γουρούνι!». Οι τηλεθεατές ήταν ενθουσιασμένοι. «Αυτά τα παιδάκια», αναφωνούσαν, «πω-πω, είναι το κάτι άλλο, ε;» Καμιά παραταϊσμένη λεοπάρδαλη δεν παρενόχλησε ποτέ τον Καλ Γουέρδινγκτον όπως έκαναν αυτά τα παιδιά στον Μεγαλοπόδαρο, αλλά βέβαια αυτός ήταν επαγγελματίας, και, μα τον Θεό, συνέχιζε απτόητος, μελετώντας προσεχτικά τις παλιές ταινίες του Γ. Κ. Φιλντς και της Μπέτι Ντέιβις, όποτε παίζονταν, για να δει τι συμβουλές μπορούσε να βρει εκεί μέσα ώστε να μοιράζεται καλύτερα τα πλάνα με τα παιδιά, που η απήχησή τους στο κοινό, κατά τη γνώμη του, παρέμενε πάντοτε προβληματική και τίποτε περισσότερο. «Θα είμαστε φιλαράκια», έκρωζε, λες και το έλεγε στον εαυτό του, κάνοντας πως τραβούσε με μανία τζούρες από κάποιο τσιγάρο, «Θα είμαστε φιλαράκια».
Τώρα ξαφνικά ακούστηκε κοπάνημα στην πόρτα, και για λίγο πέρασε από το νου του Ντοκ η σκέψη ότι ίσως να ήταν ο ίδιος ο Μεγαλοπόδαρος, έτοιμος να ανοίξει με μια κλοτσιά και να μπουκάρει, όπως τον παλιό καιρό. Αλλά δεν ήταν εκείνος, ήταν ο Ντένις, που έμενε λίγο πιο κάτω στο λόφο, και που το όνομά του όλοι το πρόφεραν σαν «Ντίνις», έτσι ώστε να κάνει ρίμα με το «χύνεις», και έμοιαζε πιο αποπροσανατολισμένος απ’ ό,τι συνήθως.
«Που λες, Ντοκ, είμαι στο Ντιούνκρεστ, ξέρεις το φαρμακείο εκεί πάνω, και πρόσεξα την ταμπέλα που είχαν, η οποία έλεγε “Φαρμακευτικές ουσίες”, εντάξει; Είχα περάσει απέξω χιλιάδες φορές, και ποτέ δεν είχα κάνει τη σύνδεση – ουσίες! γουστάρω, ρε φίλε, οπότε μπήκα μέσα και ο γελαστός Στηβ ήταν πίσω απ’ τον πάγκο και του είπα “Ναι, γεια σας, θα ήθελα μερικές ουσίες, παρακαλώ”– α, πάρε, τέλειωσε αυτό εδώ, αν θες».
«Ευχαριστώ, δεν θέλω να κάψω τα χείλια μου».
Ο Ντένις πήγε ως την κουζίνα και άρχισε να ψαχουλεύει το ψυγείο.
«Πεινάς, Ντένις;»
«Πολύ. Ε, όπως λέει πάντα ο Γκοτζίλα στη Μόθρα– γιατί δεν πάμε να τσακίσουμε κάνα φαγάδικο;»
Περπάτησαν ως το Ντιούνκρεστ, έστριψαν αριστερά και μπήκαν στην κακόφημη περιοχή της πόλης. Η πιτσαρία Παϊπλάιν ήταν πήχτρα, ο καπνός μέσα ήταν τόσο πυκνός, που δεν μπορούσες να δεις από τη μια άκρη της μπάρας στην άλλη. Το τζουκ-μποξ, που ακουγόταν μέχρι το Ελ Πόρτο κι ακόμα παραπέρα, έπαιζε το «Sugar, Sugar» των Άρτσιζ. Ο Ντένις ελίχθηκε ως την κουζίνα για να πάρει καμιά πίτσα, και ο Ντοκ παρακολούθησε τον Ενσενάντα Σλιμ να παίζει ένα φλιπεράκι Γκότλιμπ στη γωνία. Ο Σλιμ είχε και λειτουργούσε ένα κατάστημα με είδη καπνιστού μαριχουάνας λίγο πιο πάνω στο δρόμο, που το είχε ονομάσει Το Ουρλιαχτό του Υπεριώδους Μυαλού, και εδώ στην περιοχή έπαιζε το ρόλο του σοφού γέροντα. Αφού κέρδισε καμιά ντουζίνα τζάμπα παιχνίδια, έκανε ένα διάλειμμα, είδε τον Ντοκ και του έγνεψε.
«Να σε κεράσω μια μπίρα, Σλιμ;»
«Το αμάξι της Σάστα ήταν αυτό που είδα κάτω στο δρομάκι; Εκείνο το μεγάλο και παλιό με την πάνινη οροφή;»
«Πέρασε μια βόλτα για κάνα δυο λεπτά», είπε ο Ντοκ. «Ήταν περίεργα που την είδα ξανά. Έλεγα ότι, αν την ξανάβλεπα, θα ήταν στην τηλεόραση, όχι ζωντανά μπροστά μου».
«Αλήθεια. Μερικές φορές νομίζω πως τη βλέπω στην άκρη της οθόνης. Αλλά πάντα είναι κάποια που της μοιάζει. Και ποτέ τόσο ωραία όσο εκείνη, βέβαια».
Θλιβερό μα αληθινό, όπως λέει πάντοτε ο Ντιόν. Στο γυμνάσιο Πλάγια Βίστα, η Σάστα αναγορεύτηκε η Ωραία της Τάξης στο αναμνηστικό λεύκωμα του σχολείου τέσσερις χρονιές στη σειρά, πάντοτε έπρεπε να κάνει την ενζενί στα θεατρικά έργα του σχολείου, ονειρευόταν όπως όλοι να παίξει στον κινηματογράφο, και με την πρώτη ευκαιρία έφυγε κι άρχισε να ψάχνει ένα φτηνό μέρος για να μείνει στο Χόλιγουντ. Ο Ντοκ, πέρα απ’ το ότι ήταν ο μοναδικός ναρκομανής γνωστός της που δεν έπαιρνε ηρωίνη, πράγμα που χάριζε άφθονο χρόνο και στους δυο τους, δεν είχε καταλάβει ποτέ του τι μπορεί να του έβρισκε. Όχι πως ήταν μαζί για πολύ καιρό, βέβαια. Μετά από λίγο, εκείνη άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα για ρόλους και έκανε κάποιες θεατρικές δουλειές, είτε επί σκηνής είτε εκτός, ο Ντοκ είχε ξεκινήσει τη μαθητεία του ως ιδιωτικός ερευνητής, και ο καθένας τους, σε μια διαφορετική καρμική θερμική στήλη πάνω από τη μεγαλούπολη, έβλεπε τον άλλο να απομακρύνεται γλιστρώντας προς ένα διαφορετικό πεπρωμένο.
Ο Ντένις γύρισε με την πίτσα του. «Ξέχασα τι τους είπα να βάλουν πάνω». Αυτό συνέβαινε στην πιτσαρία Παϊπλάιν κάθε Τρίτη, που ήταν βραδιά Φτηνής Πίτσας και οποιαδήποτε πίτσα οποιουδήποτε μεγέθους κόστιζε 1 δολάριο και 35 σεντς. Ο Ντένις τώρα κάθισε και κοίταξε την πίτσα του με καχυποψία, λες κι ήταν έτοιμη κάτι να του κάνει.
«Αυτό εδώ είναι παπάγια», μάντεψε ο Σλιμ, «κι αυτά εδώ… τι είναι; Χοιρινή πέτσα;»
«Και γιαούρτι με βατόμουρα στην πίτσα, Ντένις; Ειλικρινά, μπλιαχ». ήταν η Σορτιλέζ, που δούλευε στο γραφείο του Ντοκ ώσπου το αγόρι της, ο Σπάικ, γύρισε από το Βιετνάμ, οπότε αποφάσισε ότι η αγάπη ήταν πιο σημαντική από τη δουλειά, ή τουλάχιστον έτσι θυμόταν ο Ντοκ πως του το είχε εξηγήσει. Τα ταλέντα της ήταν αλλού, έτσι κι αλλιώς. βρισκόταν σε επαφή με αόρατες δυνάμεις και μπορούσε να διαγνώσει και να λύσει κάθε είδους πρόβλημα, αισθηματικό ή σωματικό, πράγμα που έκανε συνήθως τζάμπα, αλλά σε μερικές περιπτώσεις δεχόταν χόρτο ή παραισθησιογόνα αντί για μετρητά. Απ’ ό,τι ήξερε ο Ντοκ, δεν είχε πέσει ποτέ έξω. Προς το παρόν, εκείνη εξέταζε τα μαλλιά της, και εκείνος, όπως συνήθως, είχε σπασμούς αμυντικού πανικού. Τελικά, με ένα νεύμα όλο ενέργεια, είπε: «Πρέπει κάτι να κάνεις γι’ αυτά».
«Πάλι;»
«Δεν θα κουραστώ ποτέ να το λέω – αλλάζεις τα μαλλιά σου, αλλάζεις τη ζωή σου».
«Τι προτείνεις;»
«Από σένα εξαρτάται. Ακολούθησε το ένστικτό σου. Ντένις, θα σε πείραζε να τσιμπήσω αυτό το κομμάτι τόφου;»
«Μαρσμάλοου είναι», είπε ο Ντένις.
Όταν γύρισε στο σπίτι του, ο Ντοκ έστριψε ένα τσιγαριλίκι, έβαλε μια ταινία να παίζει στην τηλεόραση, βρήκε ένα παλιό μπλουζάκι και κάθισε και το έκοψε σε μικρές λωρίδες με περίπου ενάμισι εκατοστό πλάτος, ώσπου έφτιαξε μια στοίβα με καμιά εκατοστή από δαύτες, και μετά πήγε στο ντους για λίγο, και με τα μαλλιά του ακόμη βρεγμένα πήρε μικρές τούφες και έδεσε την καθεμιά σε μια λωρίδα από το μπλουζάκι, την οποία στερέωνε με έναν κόμπο στην κορυφή, και αυτό το στυλ νότιας φυτείας το έκανε σε ολόκληρο το κεφάλι του, και μετά από περίπου μισή ώρα στεγνώματος, κατά τη διάρκεια του οποίου μπορεί και να κοιμήθηκε, έλυσε τους κόμπους και τα βούρτσισε ανάποδα, δημιουργώντας ένα αρκετά εμφανίσιμο χτένισμα άφρο, με διάμετρο σαράντα πέντε εκατοστά. Ο Ντοκ έβαλε προσεχτικά το κεφάλι του σε ένα χαρτόκουτο από κάποια κάβα για να διατηρήσει το σχήμα των μαλλιών του, ξάπλωσε στον καναπέ, και αυτή τη φορά κοιμήθηκε κανονικά, και κατά την αυγή ονειρεύτηκε τη Σάστα. Δεν πηδιόντουσαν, ακριβώς, αλλά έκαναν κάτι παρόμοιο. Είχαν έρθει κι οι δυο πετώντας από τις άλλες ζωές τους, όπως πετά κανείς συνήθως στα όνειρα που βλέπει νωρίς το πρωί, και είχαν συναντηθεί σε ένα παράξενο μοτέλ που φαίνεται πως ήταν και κομμωτήριο. Εκείνη συνεχώς επέμενε ότι «αγαπούσε» έναν τύπο που το όνομά του δεν το ανέφερε ποτέ, αλλά όταν ο Ντοκ τελικά ξύπνησε, κατάλαβε πως θα πρέπει να εννοούσε τον Μίκι Βόλφμαν.
Δεν είχε νόημα να κοιμηθεί πια. Ανέβηκε σκουντουφλώντας το λόφο ως το Γουέιβος και έφαγε πρωινό με τους σκληροπυρηνικούς σέρφερ που ήταν πάντοτε εκεί. Τον πλησίασε ο Φλέικο ο Κακός. «Ρε φίλε, είχε έρθει πάλι εκείνος ο μπάτσος και σε γύρευε. Τι έχεις στο κεφάλι σου;»
«Μπάτσος; Πότε έγινε αυτό;»
«Χθες το βράδυ. Είχε πάει στο σπίτι σου, αλλά δεν ήσουν εκεί. Ήταν από το τμήμα Ανθρωποκτονιών, κάτω στο κέντρο, και οδηγούσε ένα ταλαιπωρημένο Ελ Καμίνο, εκείνο με τον κινητήρα των εξίμισι λίτρων».
«Αυτός είναι ο Μεγαλοπόδαρος Μπιόρνσεν. Γιατί δεν έσπασε την πόρτα μου με μια κλοτσιά, όπως κάνει συνήθως;»
«Μάλλον το σκέφτηκε, αλλά είπε κάτι σαν “Αύριο είναι μια καινούργια μέρα”… που είναι σήμερα, σωστά;»
«Όχι, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό».
Το γραφείο του Ντοκ ήταν κοντά στο αεροδρόμιο, δίπλα στη λεωφόρο Ιστ Ιμπίριαλ. Μοιραζόταν το οίκημα με κάποιον Δρα Μπάντι Τιούμπσαϊντ, έναν γιατρό που η επιστήμη του εξαντλούνταν στο να κάνει ενέσεις με «βιταμίνη Β12», όπως αποκαλούσε κατ’ ευφημισμόν το προσωπικό του μείγμα από αμφεταμίνες. Σήμερα, παρόλο που ήταν νωρίς, ο Ντοκ αναγκάστηκε να στριμωχτεί για να περάσει από την ουρά των πελατών που έπασχαν από έλλειψη «Β12», η οποία έφτανε μέχρι το πάρκινγκ, αποτελούμενη από γυναίκες της περιοχής με υψηλό δείκτη μελαγχολίας, ηθοποιούς που είχαν να εμφανιστούν σε οντισιόν, γέρους με βαθύ μαύρισμα που είχαν μπροστά τους μια ολόκληρη μέρα κουβεντούλας μέσα στον ήλιο, αεροσυνοδές που μόλις είχαν τελειώσει μια νυχτερινή πτήση με μπόλικο στρες, μέχρι και μερικές αληθινές περιπτώσεις κακοήθους αναιμίας ή χορτοφαγικής εγκυμοσύνης, και όλοι αυτοί στέκονταν στην ουρά, μισοκοιμισμένοι, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο, μονολογώντας, μπαίνοντας ένας-ένας στο χώρο υποδοχής του μικρού κτηρίου από τσιμεντόλιθους μέσα από ένα τουρνικέ, δίπλα στο οποίο στεκόταν με ένα μπλοκάκι και τους κατέγραφε η Πετούνια Λιγουέι, μια καλλονή με κολλαριστό καπελάκι και μίνι ιατρική ποδιά, που δεν ήταν ακριβώς στολή νοσοκόμας, αλλά απλώς παρέπεμπε προκλητικά σε στολή, και που ο Δρ Τιούμπσαϊντ ισχυριζόταν πως είχε αγοράσει ένα ολόκληρο φορτηγό από δαύτες από του Φρέντερικ στο Χόλιγουντ, σε μια ποικιλία μοδάτων παστέλ, το σημερινό σε γαλαζοπράσινο χρώμα, σχεδόν σε τιμή χονδρικής.
«Καλημέρα, Ντοκ». Η Πετούνια κατάφερνε να προφέρει το όνομά του με έναν κυματισμό στη φωνή που θύμιζε τραγουδίστρια σε μπαρ ξενοδοχείου, το ηχητικό ισοδύναμο ενός παιχνιδιάρικου βλεφαρισμού. «Είναι τρέλα η άφρο σου».
«Τι γίνεται, Πετούνια; Είσαι ακόμα παντρεμένη με εκείνο τον πώς-τον-λένε;»
«Αχ, Ντοκ…»
Όταν υπέγραψαν το μισθωτήριο, οι δυο ένοικοι, σαν συγκάτοικοι σε καλοκαιρινή κατασκήνωση, είχαν στρίψει νόμισμα για να δουν ποιος θα έπαιρνε τα επάνω δωμάτια, και ο Ντοκ είχε χάσει, ή μάλλον, όπως του άρεσε να πιστεύει, είχε κερδίσει. Η ταμπέλα στην πόρτα του έγραφε ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΡΕΥΝΩΝ LSD, και το LSD, όπως εξηγούσε όποτε τον ρωτούσαν, πράγμα που δεν γινόταν συχνά, σήμαινε «Εντοπισμοί, Παρακολουθήσεις, Εξιχνιάσεις». Από κάτω ήταν ζωγραφισμένο ένα τεράστιο ερεθισμένο μάτι στα κλασικά ψυχεδελικά χρώματα, πράσινο και ματζέντα, που η λεπτομερής σχεδίαση των κυριολεκτικά χιλιάδων ξέφρενων τριχοειδών αγγείων του είχε ανατεθεί σε ένα κοινόβιο από φρικιά τα οποία έπαιρναν σπιντάκια και είχαν εδώ και καιρό μετακομίσει στη Σονόμα. Πολλές φορές οι υποψήφιοι πελάτες περνούσαν ώρες κοιτάζοντας αυτό τον οπτικό λαβύρινθο, και συχνά ξεχνούσαν γιατί είχαν έρθει εδώ.
Ένας επισκέπτης, μάλιστα, βρισκόταν ήδη εδώ και περίμενε τον Ντοκ. Το περίεργο μ’ αυτόν ήταν ότι… ότι ήταν μαύρος. Εντάξει, έβλεπες πού και πού μαύρους δυτικά από τον αυτοκινητόδρομο του λιμανιού, αλλά το να δεις έναν μαύρο τόσο μακριά από τα συνηθισμένα μέρη τους, σχεδόν δίπλα στον ωκεανό, ήταν πολύ σπάνιο. Την τελευταία φορά που εμφανίστηκε μαύρος με αυτοκίνητο στην παραλία της Γκορντίτα, για παράδειγμα, όλες οι συχνότητες της αστυνομίας κατακλύστηκαν από κλήσεις για ενισχύσεις, συγκεντρώθηκε μια μικρή δύναμη από αστυνομικά οχήματα και στήθηκαν οδοφράγματα σε πολλά σημεία κατά μήκος της Λεωφόρου της Ακτής του Ειρηνικού. Ένα παλιό αντανακλαστικό της Γκορντίτα, που είχε την αφετηρία του στα χρόνια λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μια οικογένεια μαύρων είχε προσπαθήσει να μετακομίσει εκεί, και οι ντόπιοι, με τη συνδρομή της Κου Κλουξ Κλαν, έκαψαν το σπίτι τους, και μετά, λες κι είχε τεθεί σε ισχύ κάποια αρχαία κατάρα, αρνήθηκαν να επιτρέψουν να χτιστεί ποτέ άλλο σπίτι σε εκείνο το σημείο. Το οικόπεδο παρέμεινε άδειο, ώσπου η πόλη τελικά το δήμευσε και το έκανε πάρκο, όπου οι νέοι της Γκορντίτα, σύμφωνα με τους νόμους της καρμικής προσαρμογής, άρχισαν να μαζεύονται τη νύχτα για να πιουν, να πάρουν ναρκωτικά και να πηδηχτούν, ρίχνοντας τη διάθεση των γονιών τους, όχι όμως και την αξία των γύρω ακινήτων.
«Τι τρέχει, αδερφέ;» είπε ο Ντοκ στον επισκέπτη του.
«Άσε τα “αδερφέ” σε μένα», απάντησε ο μαύρος, του συστήθηκε ως Ταρίκ Χαλίλ, και κοίταξε το άφρο μαλλί του Ντοκ με ένα βλέμμα που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό.
«Έλα μέσα».
Μέσα στο γραφείο του Ντοκ υπήρχαν δυο αντικριστά καθίσματα με ψηλή πλάτη και μαξιλαράκια καλυμμένα με μαλακό φούξια πλαστικό, και ανάμεσά τους υπήρχε ένα τραπέζι από φορμάικα σε ευχάριστο τροπικό πράσινο χρώμα. Ήταν ένα τραπεζοκάθισμα από καφετέρια, το οποίο ο Ντοκ είχε τσιμπήσει από μια ανακαίνιση στο Χώθορν. Έκανε νόημα στον Ταρίκ να καθίσει σε ένα από τα καθίσματα, κι ο ίδιος κάθισε απέναντί του. Ήταν αναπαυτικά. Το τραπέζι ανάμεσά τους ήταν γεμάτο τηλεφωνικούς καταλόγους, μολύβια, κάρτες δεμένες και σκόρπιες, οδικούς χάρτες, στάχτες από τσιγάρα, ένα τρανζιστοράκι, τσιμπιδάκια για τα τσιγαριλίκια, κούπες καφέ, και μια Olivetti Lettera 22, στην οποία ο Ντοκ, μουρμουρίζοντας «Ας ανοίξουμε έναν νέο φάκελο», έβαλε μια σελίδα χαρτί που έμοιαζε να έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για κάποιο παράξενο ψυχαναγκαστικό οριγκάμι.
Ο Ταρίκ τον παρατηρούσε με σκεπτικισμό. «Έχει άδεια σήμερα η γραμματέας;»
«Κάτι τέτοιο. Αλλά θα κρατήσω εδώ μερικές σημειώσεις, και θα δακτυλογραφηθούν αργότερα».
«Οκέι, λοιπόν, είναι ένας τύπος που ήμασταν μαζί στη στενή. Λευκός. Άριος Αδερφός, εδώ που τα λέμε. Κάναμε κάτι δουλειές μαζί, τώρα είμαστε κι οι δυο έξω, και ακόμα μου χρωστάει. Θέλω να πω, μιλάμε για πολλά λεφτά. δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες, έχω ορκιστεί να μην πω τίποτα».
«Το όνομά του, τουλάχιστον;»
«Γκλεν Τσάρλοκ».
Μερικές φορές, με τον τρόπο που λέει κανείς ένα όνομα, σου δημιουργείται μια κάποια αίσθηση. Ο Ταρίκ μιλούσε σαν άντρας με πληγωμένη καρδιά. «Ξέρεις πού μένει τώρα;»
«Μόνο για ποιον δουλεύει. Κάνει τον σωματοφύλακα για έναν εργολάβο οικοδομών ονόματι Βόλφμαν».
Για μια στιγμή, ο Ντοκ ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα, σίγουρα λόγω των ναρκωτικών. Όταν συνήλθε, βρισκόταν σχεδόν σε κατάσταση παράνοιας, με την ελπίδα ότι αυτή δεν θα ήταν τόσο έντονη ώστε να την προσέξει ο Ταρίκ. Έκανε πως μελετούσε τις σημειώσεις που κρατούσε. «Αν δεν σε πειράζει που ρωτάω, κύριε Χαλίλ, από πού έμαθες για αυτό εδώ το γραφείο;»
«Από τον Σλετζ Ποτίτ».
«Πω-πω! Να ένα όνομα που είχα καιρό να ακούσω».
«Είπε ότι τον είχες βοηθήσει σε κάτι προβλήματα που είχε το ’67».
«Ήταν η πρώτη φορά που με πυροβόλησαν. Από εκεί γνωρίζεστε;»
«Μας μάθαιναν να μαγειρεύουμε. Ο Σλετζ έχει ακόμα μπροστά του κάπου ένα χρόνο εκεί μέσα».
«Τον θυμάμαι από τότε που δεν μπορούσε ούτε νερό να βράσει».
«Πού να τον δεις τώρα, μπορεί να βράσει νερό της βρύσης, Άροουχεντ Σπρινγκς, σόδα, Περιέ, ό,τι θες. Είναι ο Βράστης».
«Οπότε, αν δεν σε πειράζει να κάνω μια αυτονόητη ερώτηση– αφού ξέρεις πού δουλεύει τώρα ο Γκλεν Τσάρλοκ, γιατί δεν πας ως εκεί να τον βρεις μόνος σου, γιατί θες να βάλεις μεσάζοντα;»
«Γιατί αυτός ο Βόλφμαν είναι περικυκλωμένος νύχτα-μέρα από το στρατό της Άριας Αδελφότητας, και πέρα απ’ τον Γκλεν δεν είχα ποτέ μου εγκάρδιες σχέσεις μ’ αυτούς τους παλιομαλάκες τους Ναζήδες».
«Α– οπότε στέλνεις στη θέση σου έναν λευκό, για να τσακίσουν το κεφάλι εκείνου».
«Λίγο-πολύ. Αν και θα προτιμούσα κάποιον περισσότερο πειστικό».
«Αυτό που μου λείπει σε ύψος», εξήγησε για εκατομμυριοστή φορά στην καριέρα του ο Ντοκ, «το διαθέτω και με το παραπάνω σε ύφος».
«Οκέι… αυτό είναι πιθανό… το έχω δει πού και πού στην αυλή».
«Όταν ήσουνα μέσα– ήσουνα σε καμιά συμμορία;»
«Στην οικογένεια των Μαύρων Ανταρτών».
«Στη συμμορία του Τζωρτζ Τζάκσον. Και μου λες ότι κάνατε δουλειές με την Άρια Αδελφότητα;»
«Ανακαλύψαμε ότι έχουμε κάποιες κοινές απόψεις σχετικά με την κυβέρνηση των ΗΠΑ».
«Μμμ, αυτή η φυλετική αρμονία πολύ μ’ αρέσει».
Ο Ταρίκ κοίταζε τον Ντοκ με μια περίεργη ένταση, και τα μάτια του είχαν γίνει κίτρινα και στενά.
«Υπάρχει και κάτι άλλο», μάντεψε ο Ντοκ.
«Η παλιά μου συμμορία. Οι Κριπς της Αρτίζια. Όταν βγήκα απ’ το Τσίνο, έψαξα να βρω μερικούς απ’ αυτούς και ανακάλυψα ότι δεν είχαν εξαφανιστεί μόνο εκείνοι, αλλά και όλη η περιοχή τους».
«Γουστάρω. Τι εννοείς;»
«Δεν υπήρχε τίποτε. Είχαν γίνει όλα κομματάκια. Οι γλάροι πήγαιναν και τα τσιμπολογούσαν. Σκέφτηκα ότι μάλλον θα είχα παραισθήσεις από κανένα τριπάκι, οπότε έκανα μια βόλτα με το αμάξι, ξαναπήγα εκεί, και τα πάντα παρέμειναν εξαφανισμένα».
«Α-χα». ΟΝτοκ δακτυλογράφησε: δεν είχε παραισθήσεις.
«Δεν υπήρχε κανένας και τίποτα. Σαν πόλη-φάντασμα. Εκτός από μια μεγάλη ταμπέλα, ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΣΕ ΑΥΤΌ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ, σπίτια για κακόμοιρους ασπρουλιάρηδες, εμπορικό κέντρο, τέτοια σκατά. Μάντεψε ποιος είναι ο εργολάβος».
«Πάλι ο Βόλφμαν».
«Ακριβώς».
Στον τοίχο, ο Ντοκ είχε ένα χάρτη της περιοχής. «Δείξε μου».
Η τοποθεσία που του έδειξε ο Ταρίκ έμοιαζε να είναι ευθεία ανατολικά, λίγο πιο κάτω στη λεωφόρο Αρτίζια, και ο Ντοκ συνειδητοποίησε έπειτα από ενάμισι λεπτό μελέτης του χάρτη ότι θα πρέπει να ήταν το μέρος όπου βρισκόταν το Οικιστικό Συγκρότημα Τσάνελ Βιου. Έκανε πως έψαχνε να δει τι εθνικότητας ήταν ο Ταρίκ. «Τι είσαι, είπαμε, Γιαπωνέζος;»
«Χμ, πόσο καιρό κάνεις αυτή τη δουλειά;»
«Θέλω να πω, φαίνεσαι να είσαι από την Γκαρντίνα κι όχι απ’ το Κόμπτον».
«Φταίει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος», είπε ο Ταρίκ. «Πριν από τον πόλεμο, το νότιο μέρος του κέντρου ήταν γιαπωνέζικη γειτονιά. Εκείνους τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι έτσι ήρθαμε εμείς να γίνουμε Γιαπωνέζοι στη θέση τους».
«Και τώρα είναι η σειρά σας να μετακινηθείτε».
«Η εκδίκηση του λευκού, για άλλη μια φορά. Ο αυτοκινητόδρομος κοντά στο αεροδρόμιο δεν ήταν αρκετός».
«Εκδίκηση για ποιο πράγμα;»
«Για το Γουότς».
«Για τις ταραχές».
«Κάποιοι από μας το αποκαλούμε “εξέγερση”. Το σύστημα απλώς περιμένει την κατάλληλη στιγμή».
Η χρήση της γης στο Λος Άντζελες είναι μια παλιά και θλιβερή ιστορία, όπως τόνιζε πάντα ακούραστη η θεία Ρητ. Οι μεξικάνικες οικογένειες εκδιώχθηκαν από το Τσάβες Ραβάιν για να χτιστεί εκεί το στάδιο των Ντότζερς, οι Ινδιάνοι απομακρύνθηκαν με το ζόρι από το Μπάνκερ Χιλ για να γίνει το Μουσικό Κέντρο, και η γειτονιά του Ταρίκ κατεδαφίστηκε για να αφήσει το χώρο ελεύθερο για το Οικιστικό Συγκρότημα Τσάνελ Βιου.
«Αν καταφέρω να βρω το φιλαράκι σου από τη φυλακή, θα τιμήσει το χρέος του απέναντί σου;»
«Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα».
«Δεν χρειάζεται».
«Α, και κάτι άλλο, δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα μπροστά».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Ο Σλετζ είχε δίκιο, είσαι ένας τρελός λευκός μαλάκας».
«Πώς το κατάλαβες;»
«Μέτρησα».