Αφού λοιπόν έχω πατήσει τη στριγγλιά κι έχουμε κάνει κι εγώ κι ο ρεσεψιονίστ από ένα Φόσμπερι Φλοπ ο καθένας – γιατί όσο να πεις είναι μεγάλη λαχτάρα εκεί που πας να πεις μια καλησπέρα ο άλλος ο φρενοβλαβής να ουρλιάξει – βλέπω κάτι μεταλλικό στο χέρι του, το σηκώνει κιόλας, και λέω, πάει, τετέλεσται, θα με βρουν σε εικοσιοχτώ κάδους απορριμάτων ανά την ορεινή Φωκίδα, κι όχι τίποτ’ άλλο αλλά πολύ φοβάμαι ότι φοράω και το μποξεράκι με την τρούπα στον καβάλο (Πηχυαίος τίτλος στο πρωτοσέλιδο των ‘Νέων της Αρκουδοσπηλιάς’: Άγνωστο καλαμπαλίκι ευρέθη στο Κιμπαριλίκι). Μέχρι που διαπιστώνω ότι στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δε βαστούσε μήτε μπαλτά μηδέ αλυσοπρίονο, αλλά έναν μεταλλικό βραστήρα, διότι την επομένη με τις εκλογές θα ’πρεπε να σηκωθούμε αξημέρωτα σαν τον παππού με τον προστάτη που ξαγρυπνάει να δει αν θα ’ρθει πρώτα το κατούρημα ή ο Χάρος, οπότε και το Κουτάβι του ’χε μηνύσει να μας βρει βραστήρα για να πιούμε τον εωθινό μας καφέ και να αποπατήσουμε ως άνθρωποι.
Το οποίο Κουτάβι δεν κείτονταν σφαγμένο σε ντουζιέρα με το μάτι γκούρλα, αλλά είχε συναντήσει κάτι άλλους δικαστικούς αντιπροσώπους που θα διέμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο, και λέγανε τα δικηγορικά τους, απ’ αυτά που όταν είμαι παρών για να μη με περάσει ο άλλος για ντιπ κωθώνι γνέφω συνεχώς και κοιτάω κατάματα με τρομερό ενδιαφέρον ενώ δεν καταλαβαίνω την τύφλα μου τη μαύρη. Όπου, πάνω που ’χε περάσει το ψυχικό μποφώρι με τον βραστήρα του Στίβεν Κινγκ που ζωντανεύει και σε τρομοκρατεί με αλλεπάλληλα τσάγια και φλαμούρια, παθαίνω κι ένα δεύτερο, διότι ο εκλογικός σάκος που εγώ νόμιζα ότι ήταν σχήμα λόγου και στην πραγματικότητα θα είχε μέγεθος νεσεσέρ, ήταν σάκος κανονικός του Αη-Βασίλη, με κιτάπια και καρμπόνια και μαρκαδόρους, που νόμισα ότι θα ξανάδινα Πανελλαδικές.
Που όπως απεδείχθη δεν είχε και μεγάλη διαφορά, καθώς μέρος των καθηκόντων μου ως γραμματέα ήταν να πάρω και να γράψω ολογράφως κόμματα και υποψηφίους, που καμιά φορά ήταν του τύπου ‘Μαρξιστική Αντικαπιταλιστική Σέχτα Χοιροτρόφων Άνω Λόρδας – Ίσα Λέρες Αμερικάνοι’ (Μ.Α.Σ.Χ.Α.Λ.Ι.Λ.Α), και γενικώς χέσε μέσα κατάσταση, διότι με τον υπολογιστή έχουμε ξεμάθει και στο γράψιμο, και μέχρι να τελειώσουμε είχα αλληθωρίσει, καθ’ όσον μεταξύ άλλων ήμασταν κι άφαγοι αν εξαιρέσεις κάτι πρωινές αερόπιτες (αυτά τα αηδή κατασκευάσματα που είναι όλο ξερή σφολιάτα με μια κουτσουλιά τετηγμένο τυρί στο κέντρο, που τρως τόσο πολύ αέρα μαζί που μετά ρεύεσαι, κλάνεις και τραγουδάς συγχρόνως). Και σαφώς το γεγονός ότι βρισκόμασταν σε γραφικό χωριουδάκι που σίγουρα θα ’χε κρέατα και τυριά να στενάξουνε μανούλες, ε, μας είχε κουρδίσει όσο να πεις. Έτσι, άπαξ και τελείωσε η χειροτεχνία, φύγαμε τρέχοντας για μάσα – εγώ απ’ την πρεμούρα μου ούτε που ντύθηκα: φόρμα-πιτζάμα, παπούτσι-παντόφλα vintage με διάφορες τρύπες ολούθε για να αερίζεται το ποδάρι, κι από πάνω η πατατούκα του συχωρεμένου, που ’χει σκιστεί η φόδρα και πας να χώσεις το χέρι στο μανίκι και καταλήγει στο στρίφωμα, όπου, αν είσαι τυχερός, έχει γλιστρήσει δεκάευρο.
Το γραφικόν και τρυφηλόν Κιμπαριλίκι διέθετε δύο ταβέρνες, αμφότερες λίαν λιμπιστερές, με τολύπες κολασμένης τσίκνας να σε τραβούν κοντά τους ως άλλες Σειρήνες, για να σου ταπώσουν τις αρτηρίες μια ώρα αρχύτερα και να ησυχάσεις (Live fast, die fat, and leave a four-bedroom corpse). Κάνουμε λοιπόν το α-μπε-μπα-μπλομ και μπαίνουμε στη μία. Εγώ περιττεύει να πω ότι, όντας θεριακλής ελεεινός, απ’ αυτούς που θεωρούν ολάκερο τον ντουνιά ένα πελώριο τασάκι για τις γόπες τους, μπήκα στο μαγαζί με το Μάλμπορο αναμμένο κάγκελο – όπου αίφνης εμφανίζεται αβρότατος σερβιτόρος και μας πληροφορεί ότι η απαγόρευση του καπνίσματος είναι τόσο καθολική, που ’χει μέχρι σφραγίδα του Βενέδικτου. Αμετάπειστος εγώ, κάνω μεταβολή, περνάω απέναντι και μπαίνω στην έτερη ταβέρνα – όπου σύμπασα η πελατεία γυρνάει και με κοιτά μ’ ένα κράμα τρόμου κι απαρέσκειας, λες και φούμαρα τρομπόνι φορτωμένο με μισή οκά φούντα. Όπερ σημαίνει ότι, επειδής κι εγώ και το Κουτάβι ανάμεσα σε κάθε πιάτο κάνουμε και μισό πακέτο για να κατέβει το πρώτο κρέατο και να κάνει χώρο για το δεύτερο, αναγκαστικά την πέσαμε όξω, σ’ ένα τραπεζάκι κάτω απ’ τον γερο-πλάτανο του χωριού (τα δέντρα ξέρουν για μένα πολύ περισσότερα απ’ ό,τι εγώ για τα δέντρα, επομένως κάθε δέντρο με χοντρό κορμό σε πλατεία χωριού το ονομάζω αυθαίρετα γερο-πλάτανο). Και πάνω που ’χουμε πιει τα κρασά μας κι έχουμε φάει τα τυριά και τα σαλατικά, σκάνε και τα κρέγατα…
Εδώ να πω πως από τότε που υιοθετήσαμε το Αρνί, μου ’χει απαγορεύσει να τρώω αρνάκι γάλακτος – αλλά όχι και προβατίνα, καθ’ όσον είχε μια θειά προβατίνα μεγάλη κουφάλα, κριαροχωρίστρα που ’χε χαλάσει ένα σωρό χειμαδιά με τα κουτσομπολιά της, οπότε δεν έχει θέμα. Ε ρε και μου φέρνει ο μάστορας μια πιατέλα τίγκα στο ξύγκι και την πέτσα και το ψαχνό το μελωμένο, που φυσικά το πιρούνι μήτε που καταδέχτηκα να το πιάσω, διότι τέτοιο φαΐ θέλει χέρι, για να μπορείς να πιπιλάς και τα δάχτυλα μετά. Βέβαια, μέχρι ν’ αποσώσω ό,τι μασιόταν, το μούτρο μου είχε γεμίσει λίπος, που με το κρύο είχε πετρώσει, και ήμουν σαν μποτοξαρισμένη κυρά που αντί να τα βαρέσει ένεση τα πασαλείφτηκε απ’ τη λύσσα της η σακαφιόρα.
Πριν φύγουμε για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, κάναμε και μια στάση στο περίπτερο του χωριού για τα χρειώδη: πέντε πακέτα τσιγάρα, και τερψιλαρύγγια για την επομένη: σοκολάτες, μπισκοτάκια μαλακοβασιλιάδες (ξέρετε, αυτά που τρως πέντε και θες άλλα εξήντα), αναψυκτικά (χωρίς ζάχαρη), διάφορα ορχεοειδή σφαιρίδια πολύχρωμα, με γέμιση σοκολάτα, φυστίκι και καρκινογόνα βιοχημικής καλλιέργειας, και καμιά-δυο ινσουλίνες απ’ το φαρμακείο γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Γυρίσαμε το λοιπόν, ξαπλάραμε, στήσαμε και το λάπτοπ με τα επεισόδια του Gossip Girl ήδη περασμένα και υποτιτλισμένα (είμαστε και το Κουτάβι κι εγώ τέτοια τζάνκια των αμερικάνικων σειρών, που όπου και να πάμε κουβαλάμε και τα ‘έργα’ μας, όπως λένε οι γιαγιάδες τις σαπουνόπερες), όταν ξάφνου ανακαλύπτω ότι, απ’ τον αφιονισμό που με είχε πιάσει με την προβατίνα, η μισή είχε σκαλώσει ανάμεσα στα δόντια μου. Ακολούθησε λοιπόν εναγώνια αναζήτηση οδοντογλυφίδας (το Κουτάβι πρότεινε να κατέβω να ψάξω στη ρεσεψιόν ή στον μπουφέ του πρωινού, αλλά εγώ βραστήρας-ξεβραστήρας τον ξενοδόχο τον είχα πάρει από φόβο και δεν κατέβαινα που να μου ’ταζες νεοκλασικό στο Μετς), ώσπου στο τέλος μες στην απελπισία μου αυτοσχεδίασα με έναν συνδετήρα. Και κάποια στιγμή ψοφήσαμε.
Και στις τέσσερις-τεσσεράμισι αρχίζουν να βαράνε τα κινητά και τα σταθερά και οι βιολιτζήδες ασίκικο σκοπό, και πετιόμαστε απ’ τη θαλπωρή της κουβέρτας ίνα μεριμνήσουμε για το δικαίωμα του εκλέγειν των ογδοντατόσων εγγεγραμμένων του Βολικού. Μόνο που η μέρα αυτή έμελλε ν’ αρχίσει κάπως δραματικά.
Κατ’ αρχάς να πω ότι σε κάθε μα κάθε ταξίδι, την πρώτη μέρα το πεπτικό μου σύστημα επαναστατεί σαν κακομαθημένη γάτα που την πήγες απ’ το σαλόνι της σε καταφύγιο, και ο απαυτός μου γίνεται μονή Εσφιγμένου και δεν συνέρχεται μήτε με τουμποφλό. Επιπλέον, έτσι και δεν κάνω το number 2 στην ώρα του, μετά κατεβάζω τα μούτρα και είμαι ολημερίς κατηφής κι ανάποδος, λες και η ανθρωπότητα ούλη μαζί με τον Κοέλιο έχει συνωμοτήσει για να μου στερήσει την πολυπόθητη κένωση. Γι’ αυτόν τον λόγο βεβαίως είχα προνοήσει, και είχα φέρει μαζί στιγμιαίο καφέ, ο οποίος συχνά μ’ έχει σώσει απ’ την εκδρομική κωλοτσιμέντωση. Ωστόσο, άγνωστο γιατί, εκείνο ειδικά το πρωί, ακόμα και μετά από τέσσερις διπλούς νες, αν κι έτρεμα σαν ηφαίστειο που ξυπνά, εφτά γενιές σβηστό, λάβα μου, λάβα μου, δεν ημπόρεσα να χεστώ. Κι αφού το έρμο το Κουτάβι περίμενε καρτερικά κανά μισάωρο παραιτήθηκα, και κινήσαμε μες στο παγερό πρωινό για την ορεινή μας ανάβαση.
Κι εκεί είναι που συντελείται η κολοσσιαία μου γκάφα. Διότι το μπρελόκ του αυτοκινήτου είχε τρία κουμπιά: με το ένα ξεκλείδωνε, με το άλλο κλείδωνε, και με το τρίτο δεν είχα ιδέα τι έκανε. Έτσι, καθώς απ’ τη μια παράδερνα απ’ την ντάγκλα του βάναυσου εγερτηρίου κι απ’ την άλλη είχα το μυαλό μου στον άσπιλο πορσελάνινο θρόνο, πάτησα το τρίτο κουμπί – το οποίο, όπως αποκαλύφθηκε μπρος στα έκπληκτα μάτια μας, κατέβαζε αυτομάτως το σκέπαστρο του αμαξιδίου και το μετέτρεπε σε καμπριολέ.
«Γαμάτο!» λέω εγώ, που γενικώς μαγεύομαι εύκολα με την τεχνολογία.
«Ναι, ξαναπάτα το όμως τώρα, γιατί θα μας γίνει το αίμα σορμπέ απ’ το κρύο,» λέει το Κουτάβι – προφητικά σχεδόν.
Διότι, όσο και να το πατούσα το ρημάδι το κουμπί, η μαύρη η καπότα δεν έλεγε ν’ ανέβει με τίποτα. Ακόμα κι όταν την πιάσαμε ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη και την τραβάγαμε με όλη μας τη δύναμη, αυτή η ρουφιάνα παρέμενε πεισματικά διπλωμένη. Που σήμαινε ότι, καθώς κόντευε έξι παρά, έπρεπε να κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και την πορδή θερμάστρα και να φύγουμε ξεσκούφωτοι.
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, μες στα πρώτα πέντε λεπτά, με την υγρασία του Μόρνου και το αγιάζι του υψομετρικού χειμώνα να μας βαράνε πανταχόθεν, τα μουτράκια μας είχανε πάρει το χαμόγελο του τετάνου, και τα δόντια μας μπορούσαν να κρατήσουν ρυθμό σε φλαμένκο εκτέλεση του Asturias. Το δε Βολικόν, κατά το ‘Ειρηνικός Ωκεανός’, ήτο σκαρφαλωμένο σε σημείο εξόχως άβολον, με κατακόρυφο στριφογυριστό δρόμο ενάμισι ρεύμα και μπόλικες πινακίδες που προειδοποιούσαν για κατολισθήσεις, τις οποίες, μα το Θεό, ποτέ δεν κατάλαβα: άντε και την είδες την δυσοίωνη ταμπέλα που δείχνει κοτρώνια να πέφτουν κατά πάνω σου – και τι κάνεις, δηλαδή; Προσεύχεσαι; Διότι άμα στα δεξιά έχω τον γκρεμνό και το έρεβος και μου ’ρθει κι απ’ τ’ αριστερά το μισό βουνό καπέλο, δεν χρειάζομαι οδόσημο αλλά δέηση νεκρώσιμο και χώσιμο στη μαύρη γης.
Ωστόσο με τα πολλά φτάσαμε και στο Βολικόν, κι ανοίξαμε το εκλογικό κέντρο, ένα ‘πολυδύναμο’ σπιτάκι προκάτ που χρησίμευε ως Κ.Α.ΠΗ., αίθουσα συσκέψεων, καφενές του χωριού, και χώρος πάσης φύσεως μαζώξεων. Έρχονται μετά από λίγο και τα μέλη της εφορευτικής, και μας ιστορούν το παρελθόν και το παρόν της εκπάγλου καλλονής γενέτειράς τους: πώς με τα χρόνια η κοινότητα υφίστατο τη θλιβερή συρρίκνωση και γήρανση της απομακρυσμένης επαρχίας, πώς έκλεισε το σχολείο κι όλα τα νέα παιδιά φύγαν – μέχρι που, μόλις βάρεσε η κρίση, πολλά απ’ αυτά επέστρεψαν στη θαλπωρή και την αυτάρκεια της μητρώας γης, που μπορεί να μην πρόσφερε το τζέρτζελο των μεγαλουπόλεων, αλλά τουλάχιστον τους παρείχε μιαν αξιοπρεπή διαβίωση, απαλλαγμένη απ’ την ψυχική φθορά της ανέχειας. Ένα παράξενο μα γοητευτικό κράμα απελπισίας κι ελπίδας.
Βεβαίως, αναίσθητο τομάρι καθώς είμαι, όλα αυτά τ’ άκουγα με την άκρη του αυτιού μου, διότι συγχρόνως έψαχνα να βρω σύνεργα για καφέ. Βλέπετε, δεν είχα ακόμα παραιτηθεί απ’ το μεγάλο, το ωραίο και τ’ αληθινό ιδανικό της πρωινής αφόδευσης, κι έτσι, ακόμα κι όταν το μόνο που ξετρύπωσα ήταν ένα κουτί με ελληνικό καφέ, που δεν του ’χω και τρελή αδυναμία, έφτιαξα έναν διπλό, τσοκ σεκερλή και τσοκ μερακλαντάν, και τον κατέβασα με τη μία, λες και βιαζόμουν να μου διαβάσουν το φλιτζάνι να δω αν διαβώ μεγάλη πόρτα απόπατου ή αν θα γίνω κι εγώ σαν τον Κιμ Γιονγκ Ιλ που, σύμφωνα με κορυφαίους γιατρούς της Βόρειας Κορέας, σπουδαγμένους στα καλύτερα κοτέτσια και βουστάσια, ο ‘Πολυαγαπημένος Ηγέτης’ δεν έκανε ποτές μήτε το ψιλό μήτε το χοντρό του, γι’ αυτό κι έγινε τύραννος ο άνθρωπος, διότι το αίμα του είχε γίνει τσίσι και το μυαλό του σκατά. Αλλά ακόμα και μετά τον τρίτο διπλό ελληνικό – κι όταν πλέον ο δήμαρχος, ένας αξιολάτρευτος παππούς – με κοιτούσε κι αναρωτιόταν κατά πόσον εν συνεχεία τον τέταρτο θα τον έπινα διά στόματος ή θα ’βγαζα το ζωνάρι και θ’ άρχιζα να ψάχνω για φλέβα, το πεπτικό μου σύστημα παρέμενε πλήρως ασυγκίνητο.
Οπότε και παίρνω την απόφαση να επιστρατεύσω τα μεγάλα όπλα – ήγουν, τα ξερά δαμάσκηνα, τα οποία ουδέποτε με πρόδωσαν. Βέβαια, στο Βολικόν μπακάλικο δεν υπήρχε, κι απ’ την άλλη δεν μπορούσα να πιάσω πόρτα-πόρτα τα σπίτια και να ρωτάω ποια γιαγιά τα κάνει μόνη της και ποια δεν ευκολύνεται μπας και με τρατάρει κανά φοντάν με χέννα και καθάρσιο, τουτ’ έστιν έπρεπε να κατέβω στο Καλαμπαλίκι, όπου, λίγο πριν το ξενοδοχείο, υπήρχε ένα Dia. «Αν είσαι πίσω σε σαράντα λεπτά,» είπε το Κουτάβι, που έκανε δουλειές με φούντες όσο εγώ είχα του κώλου μου τον χαβά, «με την ευχή μου να πας και στο Πάπιγκο.»
Ξαναμπαίνω λοιπόν στο αμαξάκι το ξεσκέπαστο, κατεβαίνω σφαίρα στο χωριό, και φυσικά, καθώς ακόμα ήταν εφτά παρά, βρίσκω το Dia κλειστό. Μα μες στην απελπισιά μου ήμουν τυχερός – διότι καθώς βολόδερνα έξω απ’ τις σκοτεινές τζαμόπορτες με ύφος ‘Κοριτσάκι με τα σπίρτα’ που αντί για γαλοπούλες ονειρεύεται υπόθετα γλυκερίνης, ο ιδιοκτήτης που έμενε απέναντι και είχε ξυπνήσει πουρνό-πουρνό να πιει τον καφέ του στο μπαλκόνι πριν πάει να ψηφίσει, με ρώτησε τι γύρευα, κι εγώ για να μην απαντήσω μονολεκτικά: «ΞΑΛΑΦΡΩΜΑ!» του ’πα εκεί ένα μπαλαμούτι, ότι μια βάβω στο Βολικόν είχε να ‘βγει’ δυο βδομάδες, κι επειδή η κοινότητα ανησυχούσε μην κάνει μπαμ καμιά μέρα σαν βομβιστής αυτοκτονίας και πάρει αθώο κόσμο στον λαιμό της, χρειαζόμουν κατεπειγόντως δαμάσκηνα ξερά, με ή χωρίς κουκούτσι, και δι’ άπαν ενδεχόμενο, πιάσε κι ένα μπουκάλι Mr. Muscle.
Επέστρεψα στο Βολικόν, ξεπαγιασμένος μα ευχαριστημένος, την ώρα που ’χαν αρχίσει να ξετσουμίζουν οι πρώτοι ψηφοφόροι με την κατουρόκαυλα, κι αφού έχαψα τη μισή σακούλα τα δαμάσκηνα αμάσητα, κάθισα κι άρχισα να παίρνω ταυτότητες και να σβήνω ονόματα με το χαράκι και γενικώς να τελώ τα καθήκοντά μου με απαράμιλλο ζήλο – ενώ παράλληλα σπάγαμε πλάκα με τις φοβερές πινελιές του μητρώου, που περιλάμβαναν άτομα γεννημένα την αυγή του εικοστού αιώνα, που αν εμφανίζονταν εν έτει 2010 δεν θα ’τανε για να ψηφίσουν, αλλά για να μας φάνε τον εγκέφαλο πανέ ή ταρτάρ μ’ ένα ωμό αυγό στο μεσολόβιο διότι θα ’ταν τα ζόμπι με τον καθετήρα και το πι, που γίνεται κι ωραιότατο σίριαλ στο ΗΒΟ. Βέβαια στο τέλος δεν είχαμε υπερφυσικά συναπαντήματα, κι όσο για τη συντροφιά και την περιποίηση που μας πρόσφεραν οι κάτοικοι του Βολικού, ακόμα δεν έχω λόγια ικανά να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη μου. Καθώς, γεμάτοι νοσταλγία για τα ξενιτεμένα τους παιδιά κι εγγόνια, με το που είδαν να βγάζω τα μπισκότα απ’ την τσάντα μου είπαν, «Τι χαζά ειν’ αυτά;» κι άρχισαν να μας φέρνουν τον ένα μεζέ μετά τον άλλο: τι τυρόπιτες και χορτόπιτες με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι δυο ώρες πριν, τι λουκάνικα και κιοφτέδια και ψωμιά ζυμωτά με κατσικίσια φέτα… Το ζενίθ της γευστικής ηδονής ήρθε λίγο μετά το μεσημέρι, όταν απ’ την απραξία (καθώς είχαν όλοι ψηφίσει) το μυαλό μας ήταν διαρκώς στο φαΐ, οπότε κι αξιαγάπητη οικοδέσποινα του χωριού μας έφερε μια πιατέλα με γίδα βραστή και πατάτες φούρνου, να λιώνουν στο στόμα και να αναρριγεί και κόσμος στην παραδιπλανή ραχούλα απ’ τη νοστιμάδα. Όπως ήταν αναμενόμενο, ωστόσο, πάνω που ’χε πάρει να βραδιάζει κι ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε το μαγαζί και ν’ αρχίσουμε την καταμέτρηση, εγώ εξαφανίστηκα στην τουαλέτα του εκλογικού κέντρου, απ’ όπου και εξήλθα μετά από καμιά ωρίτσα με το ίδιο πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό μου όπως κι ο επανεκλεγείς δήμαρχος, όταν το Κουτάβι βγήκε στο μπαλκονάκι και ανακοίνωσε με στεντόρεια φωνή τα «Έλαβον… τάδε και τόσα.»
Και ύστερα πήραμε τον δρόμο του γυρισμού για το Καλαμπαλίκι, πάλι και πάντα πεινασμένοι, μόνο που αυτή τη φορά επειδή δεν είχαμε κουράγια να καθίσουμε σε καρέκλες ως άνθρωποι αλλά θέλαμε να χυθούμε σαν τα ασπόνδυλα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου και να μας ταΐσουν με ρινογαστρικό καθετήρα ει δυνατόν, περάσαμε απ’ την άλλη ταβέρνα και πήραμε κάτι σουβλάκια που κανονικά θα ’πρεπε να λέγονται σούβλες – απ’ αυτές όπου σούβλιζε ο Βλαντ Τσέπες τους οχτρούς του – που ’χανε μέσα και καρότο εκτός από κρεμμύδι και τζατζίκι και ήταν όνειρο, και μια χωριάτικη πίτσα άλλο πράμα, τίγκα στο ντόπιο το τυρί και το λουκάνικο. Και φυσικά, μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, κι εγώ κατά λάθος πάτησα πάλι το κουμπί του ‘ανέβα καπότα-κατέβα καπότα’, το μαύρο σκέπαστρο που πολεμούσαμε ν’ ανεβάσουμε όλη μέρα έκλεισε από μόνο του, και δεν είχαμε καν κουράγιο να το βρίσουμε.
Η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση της επόμενης Κυριακής ήταν ακόμα πιο χαβαλετζίδικη και ηδονική, καθώς σταυροί γιοκ, οι μισοί και παραπάνω ψηφοφόροι είχαν βαρεθεί να ξανανέβουν στο Βολικόν, οπότε αφού ψήφισαν εικοσιέξι νοματαίοι όλοι κι όλοι, αράξαμε με το Κουτάβι και το Αρνί και είδαμε True Blood μέχρι τελικής πτώσεως, ενώ συγχρόνως απολαμβάναμε τα μπερεκέτια – πίτες, κοψίδια, γλυκά του κουταλιού – που μας φέρνανε ολόγλυκες μαμάδες και γιαγιάδες.
Το ηθικό δίδαγμα; Ασχέτως εκλογών, η ελληνική επαρχία, ακόμα και στις πιο απάτητες κόχες της, κρύβει φυσικούς – και ανθρώπινους – θησαυρούς, που αξίζουν την αγάπη, τον θαυμασμό και την υποστήριξή μας το ίδιο και περισσότερο απ’ τα ούτως ή άλλως προβεβλημένα τουριστικά κέντρα της χώρας.
Και κάτι ακόμα: τι καφέδες και δαμάσκηνα και Laxatol… Γίδα, αδέλφια μου. Σου κάνει τον οργανισμό – και τον ψυχισμό μη σου πω – καινούργιο.