Το όνομά της , όπως εξηγεί η ίδια, προφέρεται Μπάρμπρα Στράισαντ, παρ’ όλο που τόσα χρόνια οι περισσότεροι, και εμείς ανάμεσά τους, συνηθίσαμε να τη λέμε Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου 1960, λοιπόν, η 18χρονη τότε Μπάρμπρα Στρέιζαντ μπήκε στο «Bon Soir» ένα μικροσκοπικό κλαμπ του Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης για να κάνει την πρώτη επί πληρωμή σόλο παράσταση της καριέρας της.
«Θυμάμαι ότι πήγα στο κλαμπ φορώντας ένα παλιό γιλέκο από ένα παλαιοπωλείο με ρούχα και παπούτσια της δεκαετίας του 1920, που ακόμα έχω στην ντουλάπα μου», είπε σε συνέντευξή της στον Guardian με αφορμή την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ της, «Barbra Streisand at the Bon Soir». Η μεγάλη σταρ θυμήθηκε ακόμη ότι «Στον δρόμο σκεφτόμουν ότι “αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας μεγάλης αλλαγής στη ζωή μου”».
Ωστόσο, ήταν πολύ λίγο αυτό που σκέφτηκε· γιατί ο αντίκτυπος των εμφανίσεων της νεαρής τραγουδίστριας στο «Bon Soir», που ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ και συνεχίστηκαν για τα επόμενα δύο χρόνια, έθεσε σε κίνηση αυτό που θα γινόταν μια από τις πιο επιτυχημένες, διαρκείς και κατά μία έννοια απίθανες καριέρες στην ιστορία της ποπ μουσικής, γράφει στον Guardian ο μουσικοκριτικός Τζιμ Φάρμπερ.
Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο που καλλιτέχνες όπως οι Beatles και ο Μπομπ Ντίλαν έκαναν την επανάστασή τους με εκπληκτικούς νέους ήχους, η Στρέιζαντ έγινε η αντίπαλός τους στα charts, με άλμπουμ που κατά κάποιον τρόπο έκαναν τα τραγούδια δεκαετιών να ακούγονται σαν μια επανάσταση από μόνα τους.
Δύο χρόνια μετά τις εμφανίσεις της στο «Bon Soir», η Columbia Records, με την οποία είχε υπογράψει πρόσφατα και ο Ντίλαν, απέκτησε αρκετή εμπιστοσύνη στην τραγουδίστρια ώστε να συναινέσει σε μια γενναία ρήτρα στο συμβόλαιό της, σύμφωνα με την οποία η ίδια θα είχε τον απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο.
Για να καταγράψουν το buzz που είχε δημιουργήσει στο Βίλατζ, τα στελέχη της Columbia της πρότειναν να κάνει το ντεμπούτο της με ένα άλμπουμ ζωντανής ηχογράφησης στο κλαμπ όπου την πρωτοπαρουσίασε. Λαμβάνοντας υπόψη τη δύναμη των παραστάσεων που είχαν ηχογραφήσει, περίμεναν ότι η νεαρή τραγουδίστρια θα ενθουσιαζόταν από τις κασέτες. Αλλά «όταν τις άκουσα, απογοητεύτηκα πολύ», λέει τώρα η Στρέιζαντ. «Δεν μου άρεσε η ποιότητα. Εκείνος ο χώρος δεν ήταν στούντιο ηχογράφησης».
Ετσι, το πρώτο άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε στούντιο και πήγε τόσο καλά ώστε μπήκε στη λίστα με τις 10 κορυφαίες, πλατινένιες πωλήσεις, ενώ της χάρισε επίσης δύο Γκράμι, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου για το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς. Ωστόσο, οι αφοσιωμένοι θαυμαστές της περιμένουν εδώ και δεκαετίες να ακούσουν τη θρυλική ηχογράφηση στο «Bon Soir».
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν διάφορες ατυχείς προσπάθειες, μέχρι που ένας ταλαντούχος μηχανικός, ο Γιόαχιμ φαν ντερ Σάαχ, πέτυχε τη σωστή ισορροπία στη μείξη των ήχων και η Στρέιζαντ έμεινε πολύ ευχαριστημένη.
Το άλμπουμ «Barbra Streisand at the Bon Soir» θα κυκλοφορήσει, λοιπόν, ακριβώς 60 χρόνια μετά την ηχογράφηση των αρχικών συναυλιών. «Τα φωνητικά της Μπάρμπρα έμειναν ανέγγιχτα», είπε ο συμπαραγωγός του άλμπουμ, Τζέι Λάντερς. «Αυτό που ακούς είναι ακριβώς αυτό που τραγούδησε». Οι νέες μίξεις, όμως, επιτρέπουν στα τέσσερα όργανα που συνόδευαν τη Στρέιζαντ εκείνα τα βράδια να βρουν επιτέλους τη θέση που τους αξίζει.
Στη συνέντευξή της για τον Guardian, η αμερικανίδα σταρ μίλησε στον μουσικοκριτικό Τζιμ Φάρμπερ για τις πρώτες ηχογραφήσεις της, κάτι που κάνει σπάνια, ίσως επειδή σπάνια τη ρωτούν. Και παρά την τρομερή της φήμη, κάθε άλλο παρά ως ντίβα συμπεριφέρθηκε στη δίωρη τηλεφωνική τους συζήτηση, γράφει ο Φάρμπερ.
Η διάσημη τραγουδίστρια και ηθοποιός μίλησε γενναιόδωρα, με το ηχόχρωμα της φωνής της να προδίδει τις ρίζες της – το Μπρούκλιν. Η αναμνήσεις της, άλλωστε, από τις πρώτες ημέρες της στο Μπρούκλιν, καθώς και οι μουσικές που την ενέπνευσαν και τη διαμόρφωσαν, έχουν οξυνθεί τα τελευταία χρόνια, που τα πέρασε γράφοντας τα απομνημονεύματά της.
«Δεν χρειάστηκε ποτέ πριν να αναλύσω τη μουσική μου» λέει. «Αλλά έπρεπε να θυμηθώ, για το βιβλίο μου». Ετσι, γύρισε πίσω στα πέντε της χρόνια. «Στη γειτονιά ήμουν πάντα το παιδί που δεν είχε πατέρα, αλλά είχε καλή φωνή» – ο πατέρας της πέθανε από επιληπτική κρίση όταν εκείνη ήταν μόλις ενός έτους. «Μου άρεσε να τραγουδάω στον διάδρομο του σπιτιού μας στο Μπρούκλιν, γιατί ήταν ψηλοτάβανος και αντηχούσε όταν τραγουδούσα», θυμάται.
Η Στρέιζαντ δεν άκουγε καθόλου μουσική ως παιδί. Στα 16 της απέκτησε ένα πικάπ και άρχισε να παίζει δίσκους της τζαζ. Της άρεσαν ιδιαίτερα η Μπίλι Χόλιντεϊ και ο Τζόνι Μάθις. Αλλά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το τραγούδι, ηθοποιός λαχταρούσε να γίνει. Και όταν είδε το «Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ» σε ηλικία 14 ετών –είχε την ίδια ηλικία και θρησκεία με τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου– άρχισε να παρακολουθεί επαγγελματικά μαθήματα υποκριτικής και να εργάζεται σε καλοκαιρινά θέατρα.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι φίλοι της άρχισαν να αναγνωρίζουν το μέγεθος, το βάθος και την ομορφιά της φωνής της όταν τραγουδούσε. Από την τεράστια συλλογή δίσκων του φίλου της Μπάρι Ντένεν αντλούσε μεγάλο μέρος του υλικού που θα περιλάμβανε στις πρώτες λίστες της. Και το τραγούδι που την καθόρισε ήταν το «A Sleepin’ Bee», σε μουσική Χάρολντ Αρλεν και στίχους του Τρούμαν Καπότε, για το μιούζικαλ «House of Flower», του 1954.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι αυτό επέλεξε να ερμηνεύσει σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού –την ώθησε να το κάνει ο Ντένεν– στο «The Lion», ένα gay bar στο Βίλατζ. Η Στρέιζαντ κέρδισε και, μετά από παρότρυνση ενός άλλου φίλου, δοκίμασε μια συναυλία στο «Bon Soir». Ωστόσο, δεν κύλησαν όλα τόσο εύκολα. Το τζαζ κλαμπ «Village Vanguard» την απέρριψε όταν έκανε οντισιόν. Ακόμη χειρότερα, η επίπληξη ήρθε από τον Μάιλς Ντέιβις.
Ενας φίλος της που δούλευε στο Vanguard ζήτησε από τα παιδιά της μπάντας του Ντέιβις να την υποστηρίξουν για την οντισιόν, κάτι που εξόργισε τον μεγάλο της τζαζ. «Του είπε “μην το ξανακάνεις ποτέ!”» θυμάται η Στρέιζαντ, «“πήρες τα παιδιά μου και τα έβαλες να παίξουν για αυτό το κορίτσι;” Δεν θα το ξεχάσω ποτέ», λέει στον Guardian η τραγουδίστρια.
Στην αρχή της ηχογράφησης του «Bon Soir» ακούμε τον Ντέιβιντ Καπράλικ, το ισχυρότερο στέλεχος της Columbia Records εκείνη την εποχή, να προφέρει λάθος το όνομά της, «Είναι η Στρέι-Zάντ», παρεμβαίνει ο Καπράλικ στην εισαγωγή. «Το πιο αστείο πράγμα για μένα είναι ότι οι άνθρωποι ακόμα δεν μπορούν να πιάσουν το όνομά μου σωστά», παρατηρεί η Στρέιζαντ. «Ακόμα και σήμερα το πρωί, έπρεπε να διορθώσω τον νέο μου βοηθό»…
Το τραγούδι που κέρδισε τη μεγαλύτερη αναγνώριση από το κοινό στο «Bon Soir» ήταν το «Happy Days Are Here Again», ένα κομμάτι που δεν έπαψε να ερμηνεύει η σταρ μέχρι σήμερα. Η εκδοχή της το μετέτρεψε από ζωηρή δήλωση σε μια αργή, θλιμμένη μπαλάντα γεμάτη ειρωνεία. Προέκυψε από μια πράξη της μοίρας ή, «bashert», όπως το χαρακτηρίζει η ίδια, που σημαίνει «πεπρωμένο» στα Γίντις.
Ετοιμαζόταν να εμφανιστεί στην τηλεοπτική εκπομπή του Γκάρι Μουρ, όπου «κάθε εβδομάδα διάλεγαν μια χρονιά και ο τραγουδιστής έπρεπε να τραγουδήσει ένα τραγούδι εκείνης της χρονιάς», θυμάται. Για εκείνη διάλεξαν το 1929 και η Μπάρμπρα σκέφτηκε «γιατί να μην πάρω το “Happy Days” και να το κάνω slow; Ετσι, μέσα από το τραγούδι θα μπορούσα να μιλήσω για το κραχ του χρηματιστηρίου».
Για να το πετύχει, έβαλε να προσθέσουν έναν στίχο για μια γυναίκα που έχασε τα χρήματά της στο κραχ και μετά πηγαίνει σε ένα μπαρ για να ανταλλάξει τα κοσμήματά της με ένα ποτό. «Ετσι, άξιζε για μένα τον κόπο να ερμηνεύσω το τραγούδι», λέει.
Μια από τις πιο παθιασμένες ερμηνείες στο ντεμπούτο της, γράφει ο Φάρμπερ στον Guardian, ήταν η διασκευή του «A Taste of Honey», ενός τραγουδιού που ηχογράφησαν οι Beatles έναν μήνα αργότερα. Ωστόσο, η προσοχή της Στρέιζαντ ήταν τόσο συγκεντρωμένη στη δική της δουλειά, που δεν έδινε σημασία ούτε στους Beatles ούτε στον Ντίλαν, παρ’ όλο που εκείνη την εποχή ο τελευταίος έπαιζε λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στο Βίλατζ: «Τους εκτιμώ τώρα, αλλά τότε δεν το καταλάβαινα», λέει, «δεν ήταν μέρος της ζωής μου».
Σε εκείνη τη φάση της καριέρας της, η Στρέιζαντ δεν πήγε απλά ενάντια στις μουσικές τάσεις. Αμφισβήτησε επίσης τις συμβατικές έννοιες της γυναικείας ομορφιάς, σε μια εποχή που λίγες γυναίκες το έκαναν. Τα σκίτσα του φίλου της, εικονογράφου και make-up artist Μπομπ Σούλενμπεργκ, «με έκαναν να συνειδητοποιήσω τι ήταν όμορφο στο πρόσωπό μου, το οποίο δεν γνώριζα καθόλου», λέει στη συνέντευξή της στον Guardian. Ωστόσο, ο Σούλενμπεργκ δεν ήταν ο μόνος που παρατήρησε τη γοητεία της.
Οταν η θρυλική Νταϊάνα Βρίλαντ έβαλε τη Στρέιζαντ στο εξώφυλλο της Vogue, επέλεξε μια λήψη επικεντρωμένη στη μύτη της – μια στιγμή ορόσημο για την αυτοεικόνα πολλών γυναικών: «Ενθουσιάστηκα!» λέει η μεγάλη τραγουδίστρια. Πριν από αυτό «με αποκαλούσαν με ντροπιαστικά ονόματα». Ενας κριτικός συνέκρινε το προφίλ της με του μυρμηγκοφάγου και «ένας άλλος έγραψε ότι έμοιαζα με τη Νεφερτίτη, τη βασίλισσα της Αιγύπτου» λέει η Στρέιζαντ, για να προσθέσει γελώντας: «Σκέφτηκα… αλήθεια; Ισως είμαι και τα δύο!».