Protagon A περίοδος

Μπάκιγχαμ και Βατικανό στο στόχαστρο

Το Unlawful Killing (ο τίτλος βγαίνει από το πόρισμα μετά το ατύχημα) προβλήθηκε στα πλαίσια της αγοράς αλλά οι άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων επέτρεψαν και σε δημοσιογράφους να το δουν...

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Το ντοκιμαντέρ για τη Νταϊάνα έχει καταφέρει να απασχολεί τα media εδώ και αρκετές εβδομάδες, γιατί πολύ έξυπνα οι δημιουργοί του το τοποθέτησαν στις Κάννες κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ (τώρα που τα μικρόφωνα και οι κάμερες καταγράφουν),  χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με επίσημο διαγωνιστικό και το φεστιβάλ γενικότερα.

Το Unlawful Killing (ο τίτλος βγαίνει από το πόρισμα μετά το ατύχημα) προβλήθηκε στα πλαίσια της αγοράς αλλά οι άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων επέτρεψαν και σε δημοσιογράφους να το δουν, φυσικά για να ασχοληθούν και να το διαδώσουν. Έτσι το είδα κι εγώ, την Παρασκευή το μεσημέρι, χωρίς πρόσκληση ή άλλη ειδοποίηση. Και δεν ξαφνιάστηκα, γιατί είχα ήδη τις πληροφορίες και τα βασικά σημεία του έτοιμα στο μυαλό, από δημοσιεύματα και καταχωρήσεις από τον ίδιο τον σκηνοθέτη Κιθ Άλεν, ηθοποιό και πατέρα της τραγουδίστριας Λίλι Άλεν, ο οποίος πριν την προβολή διασκέδασε την διάσταση που έχει λάβει η περιβόητη φωτογραφία της πριγκίπισσας. Και για να τελειώνουμε και με αυτό, όντως δεν τυγχάνει μεγάλης έκτασης και σημασίας στο ντοκιμαντέρ: διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, είναι μακρινή λήψη και ασπρόμαυρη και δείχνει το πρόσωπο της, ελαφρά μωλωπισμένο και μάλλον ήρεμο, μέσα στη μοιραία Μερσεντές, λίγο πριν έρθουν τα ασθενοφόρα, άρα λίγες ώρες πριν ξεψυχήσει.

Χρηματοδότης της ταινίας είναι ο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, ένας από τους συνεντευξιαζόμενους, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο δημοσιογράφος Πιρς Μόργκαν, ο ηθοποιός Τόνι Κέρτις, ερευνητές, συγγραφείς, ψυχίατροι και μια φίλη της Νταϊάνα. Κι ενώ ο σκοπός δεν είναι η συνομωσία πριν το περιστατικό αλλά η συγκάλυψη που ακολούθησε, ουσιαστικά το ντοκιμαντέρ δίνει έμφαση σε μια μαφιόζικη ενορχήστρωση και την επακόλουθη ομερτά του βρετανικού κατεστημένου, δηλαδή των δικαστών και των μυστικών υπηρεσιών με τους αρχηγούς τους, οι οποίοι αργότερα θα χρισθούν ιππότες και λόρδοι (αν δεν είναι ήδη), τους ρεπόρτερ που ειδικεύονται στο βασιλικό ρεπορτάζ και φυσικά το Παλάτι.

Σύμφωνα με το Unlawful Killing, η Νταϊάνα και ο Ντόντι είχαν στοχοποιηθεί, το ατύχημα δεν ήταν ατύχημα, η έρευνα ήταν προκατασκευασμένη, τα δείγματα αλλοιώθηκαν, το Παλάτι έσπευσε για να μεταφέρει το πτώμα ενώ είχε επισήμως αποκηρύξει την διαζευγμένη πριγκίπισσα, η Νταϊάνα βαλσαμώθηκε μερικώς για να μη διαρρεύσει η εγκυμοσύνη της (ε όχι και μουσουλμανικό αίμα στους Γουίδσορ!), το μυστηριώδες λευκό Φίατ που πλεύρισε τη Μερσεντές ανήκε σε έναν τύπο με ομιχλώδεις διασυνδέσεις ο οποίος αυτοκτόνησε με δυο σφαίρες στο κεφάλι, και άλλα πολλά και περίεργα που αν δεν είναι θεωρίες συνωμοσίας, τότε δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Η ταινία ζητάει από τον θεατή να έχει ανοιχτό μυαλό και εξηγεί πως κανείς από τη βασιλική οικογένεια και τους υπεύθυνους για τις αποφάσεις που ακολούθησαν δεν δέχτηκε να μιλήσει. Η δική μου απορία είναι για ποιο λόγο δεν ζητήθηκε η άποψη έστω και μιας αντίθετης γνώμης, που πιθανώς και να καταρριπτόταν από τους ενάντιους. Η μονομερής κατάθεση ενώπιον της κάμερας όλων των «φίλων» του ζεύγους και των υπερασπιστών της πλεκτάνης, κάνει τη ζυγαριά να γέρνει ακόμη περισσότερο προς την εμπάθεια και τη φαντασία. Ακόμη και να συμφωνείς με την φιλοσοφία πίσω από την ταινία, πως δηλαδή η κληρονομική μοναρχία της Αγγλίας είναι ένας αναχρονιστικός θεσμός και ο Φίλιππος είναι ένας ψυχοπαθής Ναζί (λέμε τώρα), το ντοκιμαντέρ αυτό παραμένει ένα άτσαλο συμπίλημα από φωνές που έχουν ακουστεί, γοργά μονταρισμένο κι υποκειμενικό αλά Μάικλ Μουρ, χωρίς ωστόσο την τεχνική που θα του επιτρέπει να σηκωθεί πέρα από την ανθρώπινη επιμονή ενός ανθρώπου που έχασε τραγικά το γιο του, να αποδείξει πως η κακιά βασίλισσα με τον άθλιο σύζυγο της είναι δολοφόνοι. Επειδή η ταινία απαγορεύτηκε στην Αγγλία για νομικούς λόγους, είναι σίγουρο πως η ιστορία αυτή δεν τελείωσε εδώ.

Στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, ο κάτοχος Χρυσού Φοίνικα για το έξοχο και πένθιμο Δωμάτιο του Γιου Μου, Νάνι Μορέτι, παρουσίασε το στοχαστικά ψυχαγωγικό Έχουμε Πάπα (Habemus Papam), και ασχολείται με το Βατικανό, με σαφώς λιγότερη αιχμή από την κινηματογραφική επίθεση που πριν από μερικά χρόνια εξαπέλυσε στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι με το φιλμ Caimano. Το Βατικανό είχε ανησυχήσει προκαταβολικά μήπως θιγούν τα επίμαχα θέματα της παιδοφιλίας και της διαφθοράς, αλλά τελικά ανακουφίστηκε με την ήπια αντιμετώπιση του Παπισμού από τον άθεο και κομμουνιστή Ιταλό σκηνοθέτη- μάλιστα το επίσημο ραδιόφωνο του Βατικανού εξέφρασε ικανοποίηση που το φιλμ δεν περιέχει βέβηλο σαρκασμό. Ο 85χρονος Μισέλ Πικολί (εξαιρετικός, άλλος ένα υποψήφιος για βραβείο ερμηνείας, μετά την Τίλντα Σουίντον) υποδύεται τον νεοεκλεγέντα Πάπα, ο οποίος παθαίνει σκηνικό φόβο λίγο πριν την ανάληψη των καθηκόντων του και παρά την μετάκληση ψυχίατρου για να αντιμετωπιστεί ο πανικός, περιπλανάται ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων στη Ρώμη, συναντά καθημερινούς ανθρώπους και βρίσκει καταφύγιο σε έναν θίασο Τσεχοφικών ηθοποιών. Αν ο Καζαντζάκης, και μετέπειτα ο Σκορσέζε, είχαν καταπιαστεί με τον πειρασμό της μιας πλευράς του Θεανθρώπου, ο Μορέτι κατ’ αντιστοιχία, εύλογα φαντάζεται την ανθρώπινη και κανονικότατη αμφιβολία ενός χαμηλόφωνου ανθρώπου που επωμίζεται έναν ηγετικό ρόλο που δεν του ταιριάζει, συναισθανόμενος την ευθύνη των πράξεων του. Η εύστροφη σάτιρα προκάλεσε αβίαστα γέλια στην αίθουσα, το σενάριο του Μορέτι, ως συνήθως, είναι ανώτερο της σκηνοθετικής του ικανότητας, και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε πως πολύ θα ήθελε να είναι θρήσκος και σέβεται τους πιστούς, και πως δεν έκανε την ταινία που περίμεναν όλοι πως θα γυρίσει, αλλά αυτή που πραγματικά τον ενδιέφερε.