Πώς μπήκε ξαφνικά μέσα από τη μεγάλη οθόνη στην ζωή μας; Πώς κατάφερε να κάνει μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού να μιλά για κείνον, τον γοητευτικό – και στο βλέμμα – υπό εκτέλεση διερμηνέα των Ναζί Ναπολέοντα Σουκατζίδη στο «Τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη;
Μάλλον ξεκινήσαμε λάθος. Ο Αντρέας Κωνσταντίνου, όσο κι αν δεν το είχαμε οι περισσότεροι παρατηρήσει, δεν μπήκε τώρα στην ζωή μας. Ούτε μόνον από τη μεγάλη οθόνη. Έχει ήδη στο ενεργητικό του – τις μέτρησε, πριν να μου το πει – 13 ταινίες. Και μάλιστα με ρόλους πρωταγωνιστικούς. Μπήκε, ας πούμε, ορμητικά στην οθόνη σαν Κρητικός, με στιβάνια και βράκες, που ανεβαίνει στην Αθήνα, στην «Ψυχραιμία» του Νίκου Περάκη, πριν από δέκα χρόνια. Κατευθείαν από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Πρωτοετής ακόμη. Κι έπειτα σαν ναρκαλιευτής στις «Όχθες» του Πάνου Καρκανεβάτου. Και σαν… σατανιστής στην ταινία του Παναγιώτη Κράββα «Ο θάνατος που ονειρεύτηκα». Και σαν Βασίλης Τσιτσάνης στην κινηματογραφική εκδοχή του «Ουζερί Τσιτσάνης». Και με ρόλο στην ύστατη «Άλλη θάλασσα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Χώρια η συμμετοχή του στο θεατρικό «Πεθαίνω σαν χώρα», το 2009. Ή στον τσεχωφικό «Πλατόνοφ» που σκηνοθέτησε στο Εθνικό ο Γιώργος Λάνθιμος. Και ο ρόλος Ανδριώτη καπετάνιου στην «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη. Και, και…
Δεν μπήκε λοιπόν ξαφνικά. Αυτό το ξεκαθαρίσαμε. Έχει πάνω από μια δεκαετία που βρίσκεται στις κινηματογραφικές ή θεατρικές εικόνες γύρω μας. Γιατί τον αντιμετωπίζουμε σαν νέο που μας βρήκε ξαφνικά; Ίσως γιατί είναι νέος. Τριανταπεντάρης. Και ίσως – εκεί να μας δώσω ένα ελαφρυντικό – επειδή ο Αντρέας Κωνσταντίνου, είτε για τις ανάγκες των ρόλων του, είτε από προσωπική άποψη για το λουκ του, δεν έχει κρατήσει μια σταθερή εικόνα: Μπορεί να γράφει σαν ήρωας εποχής, όπως ο Τσιτσάνης ή ο Σουκατζίδης (είναι και αυτό το πρόσωπο που σηκώνει παρεμβάσεις… άλλων εποχών), αλλά τον έχουμε δει και κεκαρμένο (σχεδόν γουλί!), μουσάτο, μαλλιά, μυστακιοφόρο και γενικώς ανήσυχο στυλιστικά.
«Κουζουλό» δεν τον λες, κι ας έχει την Κρήτη στο αίμα του. Μάλλον ψαγμένο και ανήσυχο. «Από πολύ μικρός μου άρεσε να λέω ιστορίες», γυρίζει πίσω στα μικράτα του και στις απαρχές αυτού που σήμερα έχει καταφέρει να είναι: ηθοποιός. «Ο πατέρας μου ήταν δε ανοιχτός σε αυτά που του ζητούσα να κάνω. Στην κατασκήνωση, λοιπόν, ντύθηκα πρώτη φορά κλόουν – άλλο αν ήθελε να γίνω θηριοδαμαστής τότε, αλλά συμβιβάστηκα με τη στολή και τα ο στυλ του κλόουν. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Σαν ένα παιχνίδι. Αυτό σταδιακά το έχασα στην πρακτική του εφαρμογή».
Με την Κρήτη στο αίμα είχε ανεβεί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, για να επιστρέψει αργότερα στο Ηράκλειο και να σπουδάσει στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του εκεί ΤΕΙ. Κάνοντας την πρακτική του στο Ελληνικό Παιδικό Χωριό, στο Φίλυρο Θεσσαλονίκης, «σε μια δύσκολη και περίεργη φάση της ζωής μου αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Βλέποντας τα δύο ρεαλιστικά, πεζά και ξενέρωτα ενδεχόμενα μπροστά μου: είτε θα γινόμουν κοινωνικός λειτουργός, είτε θα πήγαινα στρατό. Ωχ, σκέφτηκα, ή θα πεθάνω από πρέζα ή… Κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να δω ολοκληρωμένο εμένα, τον εαυτό μου, κάνοντας αυτά τα πράγματα. Το ηθοποιϊλίκι υπήρχε ήδη στην καρδιά μου και ήταν το μόνο που μου έδειχνε φως στο βάθος του τούνελ».
Δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην «Εργασία Βάκχες», τη σόλο αφήγηση των ευριπίδειων «Βακχών» που έστησε ο ίδιος με το θΘ στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον γλύπτη Κωνσταντίνο Παυλίδη. Και ήδη μου συνοψίζει: «Έχω κάνει θέατρο. Πολύ. Άλλωστε ακόμη και το να δώσεις σε μία Δραματική Σχολή, σε βάζει σε έναν άλλον κόσμο». Πόσω μάλλον του Εθνικού. Εκεί από όπου τον πρωτοτράβηξε στις… όχθες του σινεμά ο Νίκος Περάκης. «Δεν έχω ιδέα με πιο κριτήριο με επιλέγουν», μου λέει. Σαν να μην καταλαβαίνει πόσο «γράφει» κινηματογραφικά το πρόσωπο και, κυρίως, το βλέμμα του. Ή σαν να μην έχει συναίσθηση της γοητείας του. Βέβαια, το παραδέχεται: «Έχω περάσει ελάχιστες φορές από οντισιόν στην ζωή μου». Από την άλλη πλευρά, ξέρει ότι αυτό που «γράφει» πάνω του είναι και παγίδα. «Μπορεί η φάτσα μου να κάνει σε έναν σκηνοθέτη, αλλά να μην κάνει ή να μην πάει καθόλου σε μένα εκείνο για το οποίο με θέλει. Γι’ αυτό και ανάμεσα στα κινηματογραφικά, θέλω και επιμένω να κάνω δουλειές με ανθρώπους που επιλέγω». Όπως η «Εργασία Βάκχες». Ή, τώρα, το «Moth», που ετοιμάζει από 5 Δεκεμβρίου στο «Μαύρο κουτί» (που έστησε ο Χρήστος Παρίδης) στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης». Μια διαφορετική συνεργασία, με βωβή εικόνα και αφήγηση, που έστησε μαζί με τον video artist Τζώρτζη Κόντος, σε μουσικό περιβάλλον του Κωστή Κόντος.
«Όλο αυτό ξεκίνησε πολύ ανάλαφρα», μου εξηγεί ο Ανδρέας Κωνσταντίνου. «Το αρχίσαμε σαν πείραμα, χωρίς να ξέρουμε τι ψάχνουμε. Τραβώντας σε βίντεο πράγματα εντελώς απενοχοποιημένα, περισσότερο με το ένστικτο. Πλατσουρίζαμε στα πλάνα. Και βρεθήκαμε σε συνθήκες, κινηματογραφικές, πολύ καλές. Σε πολύ κόσμο και μάλλον περίεργο κόσμο. Έτσι γυρίσαμε πρώτα την έξοδο του ήρωα. Ενός ανθρώπου που βγαίνει από ένα γραφείο, σαν να βγαίνει από το κουκούλι, όπως ο σκώρος (Moth). Και μετά γυρίσαμε το… γραφείο. Λειτουργώντας αναδρομικά. Σε μια βωβή περιπέτεια που προοριζόταν για μια πειραματική ταινία μικρού μήκους. Ο ήρωας κινείται, όπως ο σκώρος κινείται προς το φως παρότι ξέρει ότι θα πεθάνει, σε μια αχαρτογράφητη περιοχή. Ενάμισι χρόνο το υλικό έμεινε σε ένα συρτάρι. Το ξαναπιάσαμε τους τελευταίους μήνες και χρειάστηκε να δούμε τι σήμαινε αυτό το υλικό, αυτές οι εικόνες, αυτή η σκέψη στον ενάμισι χρόνο που άλλαξαν οι ζωές μας. Και αυτό το μετουσιώσαμε σε μία λάιβ περφόρμανς, το Moth».
Ήταν, λέει, μια παράσταση που του έστυψε «το μυαλό και την ψυχή», αλλά το έκανε και με χαρά και με προβληματισμό. «Η αρχή μου, η βάση μου είναι το θέατρο», μου ξεκαθαρίζει. «Το σινεμά είναι κάτι που δεν γνωρίζω καλά τα κλειδιά του. Πολλές φορές αισθάνομαι εγκλωβισμένος μέσα σε κάτι. Ελάχιστες φορές εκεί ένιωσα ότι απελευθερώθηκα. Νιώθω ότι πήγα εκ του ασφαλούς. Δεν ρίσκαρα. Θα ήθελα λοιπόν να το αλλάξω αυτό. Αυτό αναρωτιέμαι: πώς μπορώ να είμαι απελευθερωμένος και χαλαρός. Εγώ, με τον εαυτό μου. Θεωρώ ότι τελικά έχω περιοριστεί. Και γι’ αυτό έχω να κατηγορήσω μόνον τον εαυτό μου. Έχω ανάγκη να μην πηγαίνω εκ του ασφαλούς. Να φάω τα μούτρα μου. Να καταλάβω ποιος είμαι. Να μην είναι απλά μια καλλιτεχνική εφαρμογή αυτό που κάνω, αλλά κάτι ζωντανό. Με την έννοια του τυχαίου, του χαοτικού. Με έχει κουράσει να μην ξέρω που πάν’ τα τέσσερα με τα πολλά που κάνω. Με τόσα καρπούζια κάτω από τη μασχάλη μου. Νιώθω κάποτε σαν να έχω χάσει λίγο την μπάλα».
Σαρωτικός στην εξομολόγηση και στην αυτοκριτική του ο Αντρέας Κωνσταντίνου, δεν παραλείπει να μου σημειώσει με έμφαση, ότι το «Τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, κάτω από δύσκολες συνθήκες. «Χρειάστηκε όλοι να βάλουμε το παραπάνω μας. Χαίρομαι δε για αυτό το εγχείρημα, στον βαθμό που μπορώ και επιτρέπω στον εαυτό μου να χαρεί αυτά τα πράγματα. Γιατί η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ εκ των πραγμάτων να χαρώ κάτι στην ζωή μου, έτσι όπως είναι το πρόγραμμά μου». Όμως, δηλώνει και έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη – και τη δουλειά – για κάτι δικό του. Να γυρίσει, ας πούμε, την πρώτη του μικρού μήκους ταινία. «Μου έλειψε η προσωπική ματιά στα πράγματα. Μόνον αυτό έχει σημασία και ίσως αυτό είναι που μου λείπει από κάποιες ταινίες. Βέβαια, όταν νιώθεις πως έχει ένα όραμα ο άλλος (σ.σ.: ο σκηνοθέτης) και σκίζεται να στο μεταδώσει, μου λέει πολλά αυτό. Αγκυλώνονται πολλά μέσα μας και κάτι πρέπει να σπάσει για να δουλέψει. Το εύχομαι να το έχουν όλες οι δουλειές και οι συνεργασίες μου, Να υπάρχει ένα ειλικρινές δώσιμο. Και το λέω για να το ακούω κι εγώ.