Πώς μια γαλλίδα couturière, η Γκαμπριέλ, έγινε Κοκό Σανέλ; Μια έκθεση με τίτλο «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto», η οποία θα εγκαινιαστεί στις 16 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο Victoria and Albert στο Σάουθ Κένσιγκτον του Λονδίνου, στοχεύει να απαντήσει σε αυτό ακριβώς το ερώτημα χαρτογραφώντας τη ζωή και την καριέρα μιας από τις πιο διάσημες, δημιουργικές και πρωτοπόρους εκπροσώπους της βιομηχανίας της μόδας, την ίδρυση του Οίκου Chanel και την εξέλιξη του εμβληματικού σχεδιαστικού της στυλ, που συνεχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ντύνονται οι γυναίκες μέχρι σήμερα.
Η αναδρομική έκθεση, που είχε παρουσιαστεί αρχικά στο Palais Galliera στο Παρίσι, είναι η πρώτη του Ηνωμένου Βασιλείου αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στο έργο της Κοκό Σανέλ, γράφει στους βρετανικούς Times η Κιάρα Μπράουν. Επιμελημένη από την Οριόλ Κάλεν, τον «εγκέφαλο» πίσω από την πρόσφατη έκθεση για τον Christian Dior του V&A, θα περιλαμβάνει περισσότερα από 200 looks της μεγάλης γαλλίδας designer.
Οι επισκέπτες θα δουν μερικές από τις πρώτες δημιουργίες Chanel που έχουν διασωθεί, μεταξύ των οποίων κοστούμια για την παραγωγή «Le Train Bleu» των Ρωσικών Μπαλέτων του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ στο Παρίσι το 1924, και ρούχα που είχε σχεδιάσει για τις ηθοποιούς Λορίν Μπακόλ και Μαρλένε Ντίτριχ. Θα εκτεθούν επίσης φωτογραφίες αρχείου που σκιαγραφούν τη ζωή της Σανέλ, προσφέροντας μια εικόνα για τη διαδικασία της αυτο-δημιουργίας, που της επέτρεψε να γίνει ένα όνομα συνώνυμο της παριζιάνικης κομψότητας, από την εποχή της Γκαμπριέλ σε εκείνη της «Κοκό».
Η πρώιμη ζωή της Γκαμπριέλ Σανέλ ήταν δύσκολη. Γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή αγροτική οικογένεια το 1883 και μετά τον θάνατο της μητέρας της, αυτή και τα αδέρφια της εγκαταλείφθηκαν από τον πατέρα τους σε ορφανοτροφείο. Ως νεαρή ενήλικη, μετακόμισε στην κοινότητα του Μουλέν, στην περιοχή Οβέρνη-Ρον-Αλπ, στο κέντρο της Γαλλίας, όπου εργάστηκε ως μοδίστρα και τραγουδίστρια σε καφέ.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου χρησιμοποίησε ξανά το παρατσούκλι Κοκό, που της είχε δώσει αρχικά ο πατέρας της: το «Qui qu’a vu Coco» ήταν ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια και οι στενοί φίλοι και η οικογένειά της άρχισαν να τη φωνάζουν Κοκό. Λίγο αργότερα, γνώρισε τον Αρθουρ «Boy» Κάπελ, έναν πλούσιο βρετανό παίκτη του πόλο. Σε μια περίοδο περιορισμένης κοινωνικής κινητικότητας, η σχέση τους και η οικονομική υποστήριξη του Κάπελ έδωσαν στη Σανέλ την ευκαιρία να ακολουθήσει μια καριέρα στον χώρο της μόδας.
Με τη βοήθειά του, το 1910 η 27χρονη Κοκό άνοιξε το πρώτο της κατάστημα, ένα καπελάδικο στο νούμερο 31 της Rue Cambon, στο Παρίσι. Ενώ τα πρώτα της καπέλα ήταν με φαρδύ γείσο και είχαν περίτεχνα φτερά, με τον καιρό τα σχέδιά της άρχισαν να αντικατοπτρίζουν την πρακτική κομψότητα που θα γινόταν η υπογραφή της. Ενα δικό της μοντέλο του 1917 θα παρουσιαστεί στην έκθεση.
Τα καπέλα της Κοκό Σανέλ έγιναν γρήγορα δημοφιλή ανάμεσα στις διάσημες ηθοποιούς της εποχής και αυτή η επιτυχία της επέτρεψε να επεκταθεί στον τομέα των ρούχων. Τα απλά και άνετα σχέδιά της άγγιξαν τις χορδές των γυναικών στη Γαλλία, πολλές από τις οποίες, εξαντλημένες από τις πιέσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήθελαν να αποβάλουν την προσποίηση και την ταλαιπωρία των επιδεικτικών φορεμάτων και των κορσέδων και να υιοθετήσουν πιο απλά στυλ.
Καθώς η δημοτικότητα της μάρκας Chanel μεγάλωνε, η Κοκό μπόρεσε να αρχίσει να σχεδιάζει αξεσουάρ, κοσμήματα και, με τη βοήθεια του αρωματοποιού Ερνέστ Μπο, αρώματα. Το Chanel No5, με το οποίο η μάρκα εμφανίστηκε στον κόσμο των αρωμάτων, ήταν σχεδιασμένο να «μυρίζει γυναίκα και όχι σαν τριαντάφυλλο», και η συσκευασία του ήταν απλή και καθαρή. Εγινε το άρωμα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στον κόσμο και στην έκθεση θα υπάρχει ένα μπουκάλι Νο5 από την αρχική του κυκλοφορία, το 1921.
Η φαντασία της Σανέλ επηρέασε καταλυτικά την επιτυχία της μάρκας με τρόπους που εξακολουθούν να είναι αισθητοί μέχρι σήμερα σε όλο το τοπίο της μόδας. Εκανε το μαύρο χρώμα κομψό και μοντέρνο, αντί για κάτι που προορίζεται αποκλειστικά για γυναίκες σε χηρεία. Χρησιμοποίησε ελαστικό, πλεκτό ζέρσεϊ, που έκανε τα ρούχα της άνετα, και κατασκεύασε αφαιρούμενες μανσέτες και γιακάδες για τις συλλογές, διευκολύνοντας το καθάρισμά τους. Επανασχεδίασε ακόμη και το παραδοσιακό φαρδύ παντελόνι που φορούσαν οι γάλλοι αξιωματικοί του ναυτικού, ως κολακευτικό ένδυμα για τις γυναίκες, που αποδείχτηκε τελικά προπομπός του σύγχρονου παντελονιού καμπάνα.
Η Κάλεν συνιστά στους επισκέπτες της έκθεσης στο V&A να προσέξουν και τα χρώματα. «Η Σανέλ συνδέεται συχνά με τη μονοχρωμία, καθώς προτιμούσε το μαύρο, το λευκό και το μπεζ» λέει τους Times, «αλλά αγκάλιασε επίσης το χρώμα, ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος της καριέρας της, και υπάρχουν μερικά εκπληκτικά παραδείγματα σε αυτό το κομμάτι της έκθεσης».
Οι δέκα θεματικές ενότητες της έκθεσης θα περιλαμβάνουν μια επισκόπηση των συνεργασιών και των εμπνεύσεων της Σανέλ, εξετάζοντας την 61χρονη καριέρα της με φόντο ένα μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό τοπίο. Η συνεισφορά της στη βιομηχανία είναι διαρκής, υπογραμμίζει η Κάλεν: «Πάνω από έναν αιώνα από την ίδρυση του οίκου, το όνομα Chanel είναι αναμφισβήτητα παρόν στη σύγχρονη κουλτούρα».