Οι θεατρικές αναλύσεις δεν είναι το αντικείμενό μου, ούτε μπορώ εύκολα να κατανοήσω τα «μυστικά του επαγγέλματος». Τις κρίνω σαν απλός θεατής και μόνο, που ιδέα δεν έχει από σκηνοθεσία, ιστορία θεάτρου, σκηνογραφία, ερμηνείες και άλλα προαπαιτούμενα. Ωστόσο, η παράσταση των Οδυσσέα Ιωάννου, Χρήστου Θηβαίου και Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη, που ανεβαίνει αυτόν τον καιρό στο θέατρο Διάνα, δεν είναι αμιγώς θεατρική. Είναι μια μουσικοθεατρική παράσταση, με το πρώτο συνθετικό της λέξης να κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Αυτό που, αναμφίβολα, εντυπωσιάζει στην παράσταση αυτή είναι τα κείμενά της. Κείμενα που έχει γράψει ο Οδυσσέας Ιωάννου και τα παρουσιάζει ο ίδιος σαν αφηγητής επί σκηνής. Κείμενα που εμπεριέχουν ιστορία, σχόλιο, συναίσθημα, χιούμορ, σαρκασμό, κυνισμό και ρομαντισμό ταυτόχρονα. Κείμενα που περιδιαβαίνουν τις εποχές της ελληνικής κοινωνίας και του τραγουδιού της, από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Κείμενα που προκαλούν γέλιο, συγκίνηση, θυμό, μεταμέλεια, ενοχή και που λειτουργούν σαν «κόλλα» ανάμεσα στα τραγούδια με τρόπο ιδανικό. Το έχω γράψει κι άλλη στιγμή, αλλά, κατά τη γνώμη μου, όσο περνάει ο καιρός, ο Οδυσσέας Ιωάννου εξελίσσεται σε σημαντικό πρόσωπο για το ελληνικό τραγούδι. Εξαιρετικός γραφιάς, που μετά την αποδέσμευσή του από την καθημερινή «υποχρέωση» της ραδιοφωνικής παραγωγής, απελευθερώθηκε δημιουργικά και παράγει μικρά διαμαντάκια. Αν σε αυτό, προσθέσετε και την οικειότητα της φωνής του, που όλοι έχουμε στα αυτιά μας από την εποχή του ραδιοφώνου, είναι ο ιδανικός αφηγητής για μια τέτοια παράσταση.
Ο χώρος του θεάτρου είναι αποκαλυπτικός και για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Η κοντινή απόσταση επιτρέπει στον θεατή/ακροατή να βιώσει τις ερμηνευτικές αρετές του Παπακωνσταντίνου, να πάρει όλο το vibe του συναισθήματος που αποπνέεται και να αναγνωρίσει τις υπερφυσικές τραγουδιστικές ικανότητες ενός φαινομένου, μιας φωνής αναλλοίωτης στον χρόνο. Ταυτόχρονα, στην παράσταση φαίνεται ότι στην περίπτωση του Χρήστου Θηβαίου, με το πέρασμα του χρόνου, ο ερμηνευτής «κερδίζει» τον τραγουδοποιό. Από εκεί και πέρα, η παράσταση δεν αποφεύγει σε όλες τις στιγμές της τα κλισέ και το μελό. Παράλληλα, μερικές επιλογές (πιο σύγχρονες) από το ρεπερτόριο των ερμηνευτών ξενίζουν με την παρουσία τους στην παράσταση, δεδομένης της αναδρομής που επιχειρείται από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα. Τέλος, θα χαρακτήριζα την σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη, μάλλον, διακριτική.
Θέλω να ξαναπάω στην παράσταση. Θέλω να ξανακούσω τα κείμενα, θέλω να ξανακούσω τα τραγούδια και όλα αυτά σε κοντινή απόσταση και σε χαμηλά ντεσιμπέλ. Στην ιδανική συνθήκη, δηλαδή.