Η Γερμανίδα με τη συγκλονιστική φωνή και την ελληνική ψυχή, έχει διαμέρισμα στο Παγκράτι και ένα υπέροχο αγρόκτημα στην Κορώνη | .
Επικαιρότητα

Μάρλις Πέτερσεν: Η παγκόσμια ντίβα της όπερας που ζει στο Παγκράτι

Η γερμανίδα σοπράνο Μάρλις Πέτερσεν που καθηλώνει το κοινό στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, αποφάσισε πριν επτά χρόνια να ζήσει στο Παγκράτι. Από εδώ συνεχίζει την εντυπωσιακή διεθνή καριέρα της. Μίλησε στο Protagon για την απόφασή της, την φυσιολογική και σουρεαλιστική ζωή της και τον ρόλο της Λούλου που την καθιέρωσε
Ματούλα Κουστένη

Tη δεκαετία του ’80 μια παρέα γερμανών εφήβων έκανε στην Κέρκυρα τις πρώτες της διακοπές μακριά από την οικογενειακή εστία. Πολλά χρόνια μετά, το 2005, ένα από τα κορίτσια εκείνης της παρέας υποκλινόταν σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής που την αποθέωνε. Είχε μόλις ερμηνεύσει την «Λούλου» στην ομώνυμη όπερα του Αλμπαν Μπεργκ και μαγεμένη από την Αθήνα άρχισε ήδη να σκέφτεται πώς θα καταφέρει να συνδυάσει μια διεθνή σταδιοδρομία με ένα σπίτι που θα έχει θέα την Ακρόπολη. Και τα κατάφερε.

Ερμηνεύοντας τη Λούλου, τον ρόλο που την καθιέρωσε διεθνώς. Εδώ στη Μετροπόλιταν Οπερα σε σκηνοθεσία του περίφημου Ουίλιαμ Κέντριτζ. Μαζί της ο Γιόχαν Μπότα

Η Μάρλις Πέτερσεν, η κορυφαία «Λούλου» της εποχής μας (σύμφωνα με τους New York Times), το κορίτσι που στην Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης έχει χειροκροτηθεί ως υπέροχη Σουζάνα στους «Γάμους του Φίγκαρο» και σπαρακτική Οφηλία στον «Αμλετ», είναι μια Γερμανίδα με συγκλονιστική φωνή, που θα ήθελε να έχει ελληνική ψυχή. Ετσι, πριν από οκτώ χρόνια αναζήτησε στην Αθήνα τον ήλιο που της στερούσαν οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, την ελευθερία που προκαλεί υστερία στους μάνατζερ τραγουδιστών, τον ασφυκτικό τρόπο ζωής που της επιβάλουν τα λυρικά κοστούμια και η σπουδαία καριέρα στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου.

Γελάει δυνατά όταν θυμάται ότι ξεκίνησε μουσική παίζοντας φλάουτο, κάνει γκριμάτσες όταν προσπαθεί να προφέρει στα ελληνικά τις λέξεις κρεοπώλης, ανακύκλωση, ηλιοθεραπεία, πειραματίζεται με το χρώμα των μαλλιών της που συχνά στις άκρες είναι μοβ και φούξια και συγχρόνως χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν μιλά για τις συνεργασίες της με τον Κίριλ Πετρένκο (τον μαέστρο που διαδέχτηκε τον Σερ Σάιμον Ρατλ στην Φιλαρμονική του Βερολίνου), τον τρόπο που δουλεύει με τον πολυβραβευμένο Ρώσο σκηνοθέτη Ντμίτρι Τσερνιάκοφ, την «Σαλώμη» που ετοιμάζει το 2019 στο Μόναχο.

Επτά χρόνια τώρα απολαμβάνει την ζωή στο Παγκράτι. Οταν κάνει πρόβα ή ζεσταίνει την φωνή ανοίγει τα παράθυρα σαν μυστική συνωμοσία με τους γείτονες και τους τραγουδά κρυφά. Υποκύπτει στον σιμιγδαλένιο χαλβά και τις πίτες που της φέρνουν πεσκέσι. Αγαπά τις κουβέντες περί χρέους και οικονομικών που στήνει με τον κρεοπώλη του τετραγώνου και κρατά πάντα ως οδό διαφυγής το κτήμα που αγόρασε έξω από την Κορώνη και στο οποίο φτιάχνει το σπίτι των ονείρων της.

«Είναι γεμάτο ελιές και δέντρα κι έχει υπέροχη θέα στο πέλαγος» λέει. Είναι, όμως, και αυτό που με δίδαξε πόσο δύσκολα γίνονται στην χώρα σας τα πράγματα αν υπάρχει δυσπιστία. Κάποιοι μου έχουν πει πως στην Ελλάδα αν δεν χτίσεις σπίτι δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει διαρκής αγώνας. Πόσο μάλλον που εγώ επιχείρησα να το φτιάξω στην επαρχία. Τέσσερα χρόνια τώρα, με ψιλοτρέλανε η κατάσταση με τους γείτονες. Στην καλύτερη περίπτωση μου εμπόδιζαν την πρόσβαση στο κτήμα. Υποθέτω τους φαινόταν αδιανόητο ότι ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους μια Γερμανίδα, μόνη (ανύπαντρη εννοώ), που αγόρασε γη που συνορεύει με την δική τους και θέλει να φτιάξει και σπίτι».

Ερμηνεύοντας ξανά Λούλου, αυτή τη φορά για την Κρατική Οπερα της Βαυαρίας στο Μόναχο

Αυτή η αιώνια παρεξήγηση μεταξύ Ελληνων και Γερμανών είναι κάτι που αντιμετωπίζει καθημερινά. «Εκνευρίζομαι τρομερά από την εύκολη κριτική και των μεν και των δε. Από απόσταση είναι εύκολο να κρίνεις, κι ακόμα ευκολότερο να είσαι αυστηρός. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, ζουν σε ένα ιδανικό εργασιακό περιβάλλον και απορούν που οι Ελληνες αποφεύγουν να πληρώνουν φόρους. Είναι άδικο διότι όλοι κρίνουν βάσει διαφορετικών νοοτροπιών. Θυμάμαι μια φορά στον κρεοπώλη της γειτονιάς, έφυγα χωρίς να πάρω κάτι λίγα ρέστα που έπρεπε να μου δώσει. Με κυνήγησε ως το δρόμο για να τα δεχτώ. “Από πού είσαι;”, με ρώτησε κι όταν του είπα: “Γερμανία”, άρχισε να μου απολογείται λες κι είχε μπροστά του την Μέρκελ. Μου έλεγε ότι εργάζεται 40 χρόνια από το πρωί ως το βράδυ κι ότι οι βορειουρωπαίοι πρέπει να δείχνουν περισσότερη κατανόηση. Πώς να καταλάβουν οι άνθρωποι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά αυτά τα μικρά περιστατικά που συνθέτουν την ζωή μας;».

Και άρα με ποιο τρόπο γεφυρώνονται τα χάσματα;

Εχω μια θεωρία που την πιστεύω βαθιά. Αν κάποια στιγμή οι βορειοευρωπαίοι έρθουν στην Ελλάδα για να ελέγξουν ότι όλα θα γίνονται όπως επιθυμούν, σε ένα χρόνο θα έχουν γίνει όπως και οι Ελληνες. Δεν μπορείς να είσαι διαφορετικός σε αυτή τη χώρα.

Εχει συμβεί και σε σας;
Φυσικά. Εχω σίγουρα πιο «ελληνικό» τρόπο σκέψης. Eχω χάσει λίγο την πειθαρχία και την αυτοσυγκράτησή μου καθώς μέχρι να έρθω εδώ το βασικό ζητούμενο στην ζωή μου ήταν η πρόοδος και τα επιτεύγματα. Είναι για μένα απαραίτητο πια να ζω σε ένα ισορροπημένο πνευματικό περιβάλλον. Κάνεις καλά την δουλειά σου όταν είσαι γεμάτος καλή ενέργεια.

Γίνεται και η μελέτη δυσκολότερη στην Αθήνα;
 Ε, όσο να ‘ναι. Εχω ένα μικρό δωμάτιο στην ταράτσα που το έχω μετατρέψει σε χώρο προβών. Στην αρχή σκεφτόμουν μην ενοχλώ. Αλλά πήρα θάρρος από τους γείτονες που μου χτυπούσαν την πόρτα για να μου πουν: «Οταν τραγουδάς σταματάμε ό,τι κάνουμε και καθόμαστε να ακούσουμε. Ετσι αποφάσισα να ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα. Βλέπω τον Λυκαβηττό, ξέρω ότι γύρω οι γείτονες με ακούν και περνάω καταπληκτικά. Επίσης συχνά μου χτυπούν για να μου φέρουν χαλβά, πίτες και λεμόνια από την Κόρινθο. Αφήστε που πλέον πολλοί από αυτούς έχουν γίνει φανατικοί: όποτε τραγουδάω στην Αθήνα έρχονται πάντα. Οταν ακούω στο χειροκρότημα να φωνάζουν «Μπράβο κούκλα μου! Μπράβο Μάρλις». Ξέρω ότι είναι οι γείτονες.

Να υποθέσω ότι η αμεσότητα ήταν ένας από τους λόγους που δεθήκατε με την Αθήνα;
Κοιτάξτε, μεγάλωσα στην Γερμανία κι ήμουν μοναχοπαίδι. Ημουν ένα πολύ εσωστρεφές παιδί -όσο κι αν δεν το πιστεύετε. Επρεπε να μάθω πως είναι να ζεις με πολλούς ανθρώπους γύρω μου, διδάχτηκα πώς να χτίζω τις σχέσεις μου, πώς να φροντίζω κάποιον και πώς να δείχνω ευγνωμοσύνη για όσα εισπράττω.

Πριν από λίγους μήνες και μετά από έναν ακόμα θρίαμβο στη Μετροπόλιταν Οπερα, ανακοινώσατε πως αποχαιρετάτε την οπερατική ηρωίδα με την οποία δοξαστήκατε. Τέλος η «Λούλου»;
Hταν μια «Λούλου» σκηνοθετημένη από τον Ουίλιαμ Κέντριτζ. Με αυτήν έγραψε τον επίλογο μιας υπέροχης πορείας. Αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να πάρουμε διαζύγιο. Με τη Λούλου ήμασταν μαζί επί 18 χρόνια. Την έχω ερμηνεύσει σε 10 διαφορετικές παραγωγές. Πλέον έχω την αίσθηση ότι ήρθε η ώρα να αφήσουμε η μία την άλλη.

Eίναι μικροί θάνατοι οι αποχαιρετισμοί των ρόλων που μας σημάδεψαν;
Είναι θάνατοι, χωρισμοί, αποχαιρετισμοί, όλα μαζί. Γι’ αυτό και είμαι λυπημένη που το έκανα, δεν μου ήταν εύκολο. Την έκλαψα την Λούλου, είναι σαν να μου αφαίρεσαν κάτι από το σώμα μου. Δεν είναι ότι ένιωσα να μην μπορώ να πια να την ερμηνεύσω. Αλλωστε σε καμία από τις παραγωγές δεν αισθάνθηκα ότι ερμηνεύω το ίδιο πράγμα. Απλώς δεν ξέρω τι νόημα έχει πλέον. Είναι λίγο ευκολία να επιστρέφω στην Λούλου. Είναι σαν να αναζητώ εκεί θαλπωρή όταν κάτι δεν πάει καλά. Δεν θέλω όμως ούτε αυτή, ούτε οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με την δουλειά να μου ελέγχει την ζωή. Κι επίσης δεν θέλω τις ευκολίες. Ξέρω πως μεγαλώνω, πως ενδεχομένως «Βασίλισσα της νύχτας» να μην μπορώ να ξανατραγουδήσω. Οι νότες κατεβαίνουν αλλά τυχεροί είναι εκείνοι που το αντιλαμβάνονται ως φυσική φθορά και όχι σαν ήττα».

Ο παρορμητισμός ή η απειρία των νιάτων σας έκανε ποτέ πιέσατε ποτέ τον εαυτό σας πέρα από τις δυνατότητές σας;
Ποτέ. Δεν θυμάμαι να στερήθηκα πράγματα με στόχο μια αμφίβολη διάκριση. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση των πραγματικών αξιών της ζωής είναι κάτι που έρχεται με το χρόνο. Σαν το καλό κρασί, ωριμάζουν μέσα μας οι σκέψεις και τα βιώματα και καταλαβαίνουμε τί έχει σημασία τελικά. Ενα καλό κρασί είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: καλή ποικιλία, ιδανικός ήλιος, καλή τοποθεσία, φροντίδα. Αν κάτι από όλα λείπει, καταλήγεις σε ένα μέτριο αποτέλεσμα. Ετσι είναι κι η ζωή μας: αν δεν δίνουμε τροφή (φυσική και πνευματική) στον εαυτό μας δεν μπορούμε να αποδώσουμε. Αν αφιερώνουμε όλο τον χρόνο στο μυαλό και αφήνουμε την καρδιά ανικανοποίητη η ευτυχία είναι λειψή. Εχω αποφασίσει πως την ίδια ευτυχία μου δίνει μια καλή παράσταση κι ένας καφές στον ήλιο.

Και τώρα που η όπερα αναζητά όλο και συχνότερα την πρόκληση, ούτε αυτό σας αγχώνει;
«Είμαι μια λευκή κόλλα χαρτί στα χέρια των σκηνοθετών. Κι αυτό που θα γράψουν πάνω μου είναι αυτό για το οποίο θα κριθούν. Ουδέποτε είχα πρόβλημα με σκηνοθέτη, ουδέποτε με φρέναρε η τόλμη ή η πρωτοτυπία. Μόνο ο σεβασμός στο έργο είναι για μένα ζητούμενο. Αλλωστε η σύγχρονη ματιά και η τόλμη είναι ο τρόπος να φέρεις νέο κοινό στην όπερα. Κι εγώ οτιδήποτε εξασφαλίζει την “βιωσιμότητα” στην όπερα το σέβομαι”.

Φωτογραφημένη ως Λούλου για το περιοδικό Νew Yorker

Την ημέρα που θα σταματήσετε οριστικά το τραγούδι, την σκέφτεστε;
 Οχι. Υπήρξε μια περίοδος που είχα τόσο κουραστεί που ήθελα να τα εγκαταλείψω όλα. Ηταν μια προσωπική κρίση που πέρασε γιατί όπως έλεγε κι ο Φρόιντ αντιμετώπισα τους φόβους μου. Εκτοτε κατάλαβα ότι το τραγούδι δεν είναι επάγγελμα. Είναι προορισμός και λειτούργημα που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Αυτό που συνειδητοποιώ είναι ότι με τα χρόνια θα μειώνω τα πράγματα που κάνω. Μεγαλώνω και θέλω περισσότερο χρόνο για μένα παρά για την όπερα.

Δεν βλέπω, όμως, σε σας καμία υστερία από αυτές που μας έχουν συνηθίσει οι σοπράνο.
Εννοείται. Μπορώ να πίνω μοχίτο μαζί σας το μεσημέρι ενώ το βράδυ με περιμένει παράσταση. Τρώω τα παγάκια από το ποτό μου, δεν προσέχω μην κρυώσω, κάνω όση ηλιοθεραπεία θέλω, μπαίνω στην  θάλασσα από τον Μάιο. Η μεγαλύτερη υπερβολή είναι τα μαντήλια που μπορεί να φοράω γιατί όντως προστατεύουν τις χορδές. Τι νόημα έχει να ανησυχείς διαρκώς για κάτι; Η τέχνη είναι ψυχοθεραπεία. Δεν είναι δουλειά που πρέπει να σε οδηγεί στον ψυχίατρο.