Επιστολή-απάντηση στους έλληνες καλλιτέχνες έδωσε στη δημοσιότητα ο Γιαν Φαμπρ. Δεν χρήζει συστάσεων. Πρόκειται για τον διάσημο φλαμανδό καλλιτέχνη ο οποίος παραιτήθηκε από την καλλιτεχνική ευθύνη του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου τέσσερις, μόλις, ημέρες μετά την πρώτη του εμφάνιση στον Τύπο στις 29 Μαρτίου στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Ο Φαμπρ εκφράζει παράπονα για το ότι ο ίδιος και η ομάδα του δεν εκλήθησαν στη συγκέντρωση των καλλιτεχνών την 1η Απριλίου στο θέατρο «Σφενδόνη» προκειμένου να υπάρξει διάλογος. Δηλώνει σοκαρισμένος από τον χαρακτηρισμό «Persona Non Grata», εξηγεί αναλυτικά τη φιλοσοφία και τις κινήσεις του ως προς την κατάρτιση του προγράμματος, ενώ δεν λείπουν και οι αιχμές προς την ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού.
Ολόκληρη η επιστολή
«Οι λέξεις μπορούν να χτίσουν κόσμους, όπως κάθε καλλιτέχνης γνωρίζει. Η πένα έχει δύναμη: μπορεί να δομήσει και να δημιουργήσει – ή να συνθλίψει ολοκληρωτικά.
Ενώ την 1η Απριλίου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο ελληνικός Τύπος βούιζαν με το χειρότερο είδος επίθεσης, η ομάδα μου κι εγώ πληροφορηθήκαμε μέσω Facebook σχετικά με τη δυσφορία που κατέληξε σε μια επιστολή που απευθυνόταν σε εμένα. Χρειάστηκε να βρούμε το γράμμα σας σε ένα ελληνικό άρθρο στο Διαδίκτυο και να καταφύγουμε στο Google Translate για να πάρουμε μια ιδέα του περιεχομένου του. Ούτε εσείς ούτε το υπουργείο Πολιτισμού ούτε το Διοικητικό Συμβούλιο του Φεστιβάλ μάς είχαν ενημερώσει για το αποτέλεσμα της συνάντησης των καλλιτεχνών εκείνη τη μέρα.
Γιατί δεν είχατε την ευπρέπεια να μας απευθύνετε απευθείας τον λόγο, να μας καλέσετε στη συνάντησή σας, να μας προκαλέσετε με τα ερωτήματα, τις ανησυχίες, τα παράπονά σας; Γιατί δεν μας στείλατε καν την επιστολή; Γιατί επιλέξατε να ενεργήσετε ανώνυμα; Γιατί απορρίπτετε κάθε μορφή σοβαρού διαλόγου και αντιπαράθεσης;
Είμαστε βαθιά απογοητευμένοι με τον αποκλεισμό μας από αυτόν (ή οποιονδήποτε άλλο) διάλογο. Πάνω από όλα, όμως, μας σοκάρει ο χαρακτηρισμός ‘Persona Non Grata’. Ελπίζουμε ότι κανένας καλλιτέχνης, πουθενά στον κόσμο, δεν θα χαρακτηριστεί ποτέ ‘Persona Non Grata’. Αυτή η δήλωση εναντίον οποιουδήποτε καλλιτέχνη είναι επικίνδυνη και αντιδραστική – και πλήττει την τέχνη στον ίδιο της τον πυρήνα.
Με αυτή την επιστολή θέλουμε να εξηγήσουμε τα σχέδιά μας και την κατάσταση με την οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι, με την ελπίδα ότι από εδώ και πέρα η συζήτησή σας θα βασιστεί σε γεγονότα και όχι σε στενές προκαταλήψεις και αστήρικτες εικασίες.
Την 11η Φεβρουαρίου 2016 αποδέχθηκα τον ρόλο του καλλιτεχνικού επιμελητή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ο υπουργός Πολιτισμού, κ. Αριστείδης Μπαλτάς, τόνισε την ανάγκη να αναπτυχθεί (ή να επανακτηθεί) το διεθνές κύρος του Φεστιβάλ ως βήματος για την ανάδειξη των Ελλήνων καλλιτεχνών σε όλο τον κόσμο – μια συναρπαστική πρόκληση που η ομάδα μου κι εγώ με χαρά αποδεχθήκαμε. Ευχαριστούμε τον κ. Μπαλτά για την πρόσκληση και για την πίστη του στη δύναμη της τέχνης. Προσβλέπαμε στη στενή μας γνωριμία με το ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο στο εγγύς μέλλον.
Αποδέχθηκα τη συνεργασία υπό ορισμένους όρους. Σε αντίθεση με τον προηγούμενο καλλιτεχνικό διευθυντή, θα ήμουν καλλιτεχνικός επιμελητής. Αυτό σημαίνει ότι θα ήμουν υπεύθυνος για όλες τις καλλιτεχνικές επιλογές και το συνολικό καλλιτεχνικό όραμα του Φεστιβάλ. Ηταν αρμοδιότητα του υπουργείου Πολιτισμού ή/και του ΔΣ του Φεστιβάλ να παράσχει τις απαραίτητες παράλληλες λειτουργίες ως προς τα μη καλλιτεχνικά θέματα, όπως τα χρηματοοικονομικά, τη διεκπεραίωση (logistics), τα τεχνικά και τη διοίκηση. Απαιτήσαμε τον διορισμό ενός Ελληνα χρηματοοικονομικού διευθυντή που θα είχε τη συνολική οικονομική ευθύνη για το Φεστιβάλ. Η κυρία Λιάνα Θεοδωράτου ορίστηκε από το Υπουργείο ως συντονίστρια του Φεστιβάλ και εκτελεστική διευθύντρια. Υπήρξε ο απευθείας σύνδεσμός μας και θα θέλαμε να την ευχαριστήσουμε για τη συμμετοχή και τη σκληρή της δουλειά.
Από την αρχή, η ομάδα μου κι εγώ καταστήσαμε σαφές ότι δεν ήμαστε ακόμη επαρκώς εξοικειωμένοι με το ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο ώστε να κάνουμε σωστές επιλογές. Θα ήταν αλαζονικό να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε το καλλιτεχνικό τοπίο σε μια χώρα όπου δεν ζούμε και δεν είμαστε μέλη της καλλιτεχνικής της κοινότητας. Επίσης, ένα καλλιτεχνικό τοπίο είναι σε διαρκή κίνηση. Κατόπιν συστάσεως του νεοδιορισμένου ΔΣ του Φεστιβάλ, συμφωνήσαμε ότι η επιλογή για την πρώτη μας χρονιά θα ήταν κυρίως διεθνής.
Ωστόσο, μέσα από συζητήσεις με έλληνες συναδέλφους και φίλους συνειδητοποιήσαμε την καίρια σημασία του Φεστιβάλ ως προς την υποστήριξη των ελλήνων καλλιτεχνών. Ζητήσαμε αμέσως έναν Ελληνα καλλιτεχνικό επιμελητή για την επιλογή ελληνικών παραστάσεων για το φεστιβάλ του 2016, που θα μελετούσε τις υποβληθείσες προτάσεις και θα μας παρουσίαζε μια πρώτη επιλογή. Τα ρητά αυτά αιτήματα από πλευράς μας υπάρχουν στα πρακτικά των συναντήσεών μας με την κυρία Θεοδωράτου.
Η ιδέα της πρόσληψης έλληνα καλλιτεχνικού επιμελητή για αυτή τη χρονιά απορρίφθηκε από το νέο ΔΣ του Φεστιβάλ λόγω του ‘περιορισμένου εναπομένοντος χρόνου’. Επιπροσθέτως, η επιμελητική μας ομάδα πληροφορήθηκε ότι όλοι οι υποψήφιοι του 2015 είχαν ενημερωθεί και είχαν λάβει σαφείς εξηγήσεις για την τρέχουσα κατάσταση.
Μας προξενεί τρομερή έκπληξη ότι εκείνο που μάς παρουσιαζόταν ως ‘αδύνατο’ έγινε ξαφνικά ένα από τα κύρια σημεία του προγράμματος του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή κ. Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
Το ΔΣ πάντως συμφώνησε με το αίτημά μας για την πρόσληψη ελλήνων συνεπιμελητών για τις επόμενες διοργανώσεις του Φεστιβάλ για τους επιμέρους τομείς που αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε (θέατρο και χορός, εικαστικά, λογοτεχνία, μουσική και performance art). Η δημοσίευση των ‘ανοιχτών προσκλήσεων’ για αυτούς τους ελληνες συνεπιμελητές ήταν προγραμματισμένη για αυτή την εβδομάδα, καθώς θέλαμε να αρχίσουμε τη συνεργασία μαζί τους όσο νωρίτερα γινόταν. Το σενάριο αυτό θα μας επέτρεπε -σε στενή συνεργασία με τους μελλοντικούς έλληνες συνεπιμελητές- να γνωρίσουμε σε βάθος το ελληνικό καλλιτεχνικό τοπίο ώστε να εξασφαλίσουμε ένα εμπνευσμένο πρόγραμμα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών για τα επόμενα χρόνια. Θέλαμε να επιτύχουμε μια ενδιαφέρουσα ισορροπία μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας, συνέχειας και ανανέωσης, προγραμματίζοντας την παρουσία καταξιωμένων καλλιτεχνών μαζί με νέα ανερχόμενα ταλέντα. Για τον πρώτο χρόνο, για παράδειγμα, θα παρουσιάζονταν το Εθνικό Θέατρο, η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Ενας άλλος όρος που θέσαμε αφορούσε τα οικονομικά. Επιμείναμε για την άμεση καταβολή των αμοιβών των καλλιτεχνών από την προηγούμενη διοργάνωση και λάβαμε ρητή σχετική δέσμευση. Ζητήσαμε επίσης για τα επόμενα χρόνια να προκαταβάλλεται το 50% των αμοιβών των καλλιτεχνών και το υπόλοιπο 50% να εξοφλείται μετά την εκδήλωση.
Η ιδέα της παρουσίασης του ‘βελγικού πνεύματος’ την πρώτη χρονιά του Φεστιβάλ, με φωνές διαφορετικής αισθητικής και ήθους που θα αντιπροσώπευαν το χωνευτήρι της Ευρώπης και όλου του κόσμου, θεωρήσαμε ότι αποτελούσε μια θεμιτή καλλιτεχνική πρόταση, όπως την υποστηρίζουμε διεξοδικά και στο δελτίο τύπου.
Οι βέλγοι αυτοί καλλιτέχνες έχουν ισχυρές φωνές, και μερικοί είναι γνωστοί και διεθνώς καταξιωμένοι. Επίσης, οι περισσότεροι δεν έχουν ως τώρα παρουσιαστεί στην Ελλάδα. Παρότι οι επιτελεστικές τέχνες γεννήθηκαν στην Ελλάδα, όπου και εδραίωσαν ένα καίριο και διαχρονικό θεατρικό μοντέλο, το Βέλγιο έχει και αυτό τη δική του σημαντική θέση στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου και της τέχνης. Θελήσαμε να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας και να διδαχθούμε από τις δημιουργικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε αυτές τις δύσκολες εποχές της κρίσης.
Συλλάβαμε το πρόγραμμα της πρώτης αυτής χρονιάς ως μέσο ενίσχυσης της ανταλλαγής μεταξύ των ναυτικών πόλεων της Αθήνας και της Αμβέρσας, μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου. Επιλέξαμε τη βελγική ποδοσφαιρική ομάδα ως παράδειγμα σύγκλισης διαφορετικών πολιτισμών, γλωσσών, προελεύσεων, θρησκειών και εθνικοτήτων. Υπάρχουν βέλγοι ποδοσφαιριστές στην εθνική ομάδα που γεννήθηκαν στην Αρμενία, τη Βραζιλία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Γιουγκοσλαβία και το Ζαΐρ. Κάποιοι έχουν ρίζες από το Μαρόκο, την Τουρκία ή το Κονγκό. Αντίστοιχα, οι βέλγοι καλλιτέχνες που επιλέξαμε από τη Φλάνδρα, τις Βρυξέλλες και τη Βαλλωνία συνιστούν ένα πλουραλιστικό και πολυπολιτισμικό μίγμα. Είδαμε το Φεστιβάλ σαν μια ισχυρή πλατφόρμα συνάντησης, συνένωσης διαφορετικών χωρών.
Γιατί θα ερχόμασταν στην Ελλάδα και θα δεχόμασταν την επιμέλεια του κεντρικού σας Φεστιβάλ αν δεν σεβόμασταν την κουλτούρα και τους καλλιτέχνες σας;
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η δουλειά μου παρουσιάστηκε πολλές φορές μετά από πρόσκληση στη χώρα σας. Εγιναν πέντε ατομικές μου εκθέσεις στη γκαλερί AD του κ. Παντελή Αραπίνη, καθώς και διεθνείς εκθέσεις με την κυρία Κατερίνα Κοσκινά και τον κ. Χρήστο Ιωακειμίδη, ενώ παρουσιάστηκαν οχτώ θεατρικές και χορευτικές μου παραστάσεις, μικρά και μεγαλύτερα έργα. Επρόκειτο για σημαντικές περιστάσεις για μένα, ακριβώς επειδή σέβομαι βαθύτατα την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό.
Τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να επικοινωνήσει με το ελληνικό κοινό, ο θεατρικός μου οργανισμός Troubleyn έχει καταβάλει μεγάλες οικονομικές προσπάθειες και έχει περιορίσει τις αμοιβές του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό έγινε το 2012, όταν παρουσιάσαμε τα Αυτό είναι θέατρο όπως θα ελπίζαμε και όπως θα περιμέναμε να είναι και η δύναμη της θεατρικής τρέλας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και το 2015 με το Mount Olympus. Η αποθέωση της κουλτούρας της τραγωδίας στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Συχνά ανταποκριθήκαμε στην έκκληση των ελλήνων παραγωγών να προσαρμόσουμε τις απαιτήσεις μας στις ελληνικές οικονομικές συνθήκες. Εξ άλλου, πολλές φορές προτείναμε να διατεθούν φθηνότερα (ή και δωρεάν) θεατρικά εισιτήρια σε έλληνες καλλιτέχνες και φοιτητές, ιδίως στους νέους — κάτι που δυστυχώς δεν έκαναν πάντοτε δεκτό οι διοργανωτές.
Από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε την επιμέλεια ξεκινήσαμε συζητήσεις με αρκετά μέλη της ελληνικής καλλιτεχνικής κοινότητας, προσπαθώντας να ανοίξουμε το Φεστιβάλ σε διαφορετικές φωνές. Στόχος μας ήταν εξαρχής να συμπεριλάβουμε, ήδη από τον πρώτο χρόνο, έναν ικανό αριθμό ελλήνων καλλιτεχνών στο Φεστιβάλ.
Ως προς τα εικαστικά, ο Bart De Baere και η Κατερίνα Κοσκινά αποφάσισαν να θέσουν την έκθεση ‘Αθήνα, Αμβέρσα – Δύο όψεις της Ευρώπης’, που σχεδιάστηκε πριν από λίγους μήνες, υπό την σκέπη του Φεστιβάλ. Η έκθεση θα ξεκινούσε νωρίτερα ώστε να συμβαδίσει με τις άλλες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ. Η έκθεση θα περιλαμβάνει πάνω από 20 Έλληνες εικαστικούς, σε συνδυασμό με Βέλγους και διεθνείς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων οι Γιώργος Λάππας, Χρύσα, Ελένη Μυλωνά, Νίκος Κεσσανλής, Ρένα Παπασπύρου, Stephen Antonakos, Βλάσης Κανιάρης με τα ‘δείγματα ρατσισμού’, Ηλίας Παπαηλιάκης και Κωστής Βελόνης.
Η Joanna De Vos συνάντησε την Ηλιάνα Φωκιανάκη, η οποία δέχτηκε τη θέση της ελληνίδας συνεπιμελήτριας για τις επιτελεστικές τέχνες, ενώ επρόκειτο να γίνει επαφή με ελληνες performance artists για τη συμμετοχή τους στο Φεστιβάλ.
Η Sigrid Bousset ελάμβανε συμβουλές από τον συγγραφέα Χρήστο Χρυσόπουλο. Μέσα από συνεργασίες, όπως με τις Εκδόσεις Νήσος, μεταξύ άλλων, επρόκειτο να οργανωθούν λογοτεχνικές βραδιές με έλληνες συγγραφείς και ηθοποιούς σε μια συνάντηση ελληνικής και βελγικής λογοτεχνίας. Σε μια ρηξικέλευθη αναθεώρηση του μέλλοντος, προβλέπονταν συζητήσεις ανάμεσα σε εξέχοντες Βέλγους και Έλληνες φιλοσόφους, συγγραφείς και δημοσιογράφους.
Υπήρχε επίσης το σχέδιο να μεταμορφωθούν οι εξαιρετικές εγκαταστάσεις της Πειραιώς 260, η καρδιά του Φεστιβάλ, σε εικαστική εγκατάσταση από έλληνες καλλιτέχνες που θα περιλάμβανε μπαρ, εστιατόριο και μια μικρή σκηνή για βελγική και ελληνική ποπ, ροκ, κλασική και τζαζ μουσική. Η Κατερίνα Κοσκινά πρότεινε τη νέα καλλιτέχνιδα Μαρία Τσάγκαρη, με την οποία είχε ήδη έρθει σε επαφή για αυτόν τον σκοπό.
Ειδικά για τους νέους έλληνες καλλιτέχνες ο στόχος μας ήταν φιλόδοξος, καθώς η προώθηση του έργου των νέων ήταν ένα από τα σημεία εστίασης για εμάς. Η Edith Cassiers ήλπιζε να αναπτύξει μια γόνιμη σχέση μεταξύ του Φεστιβάλ και της εκπαίδευσης, ειδικότερα μέσω της Ακαδημίας Νέων Καλλιτεχνών [Academy for Young Artists — (AYA)]. Ήδη για αυτόν τον χρόνο προγραμμάτιζε master classes και εργαστήρια (με διεθνώς καταξιωμένους καλλιτέχνες όπως οι Jan Lauwers, Jacques Delcuvellerie, Stef Lernous και Georgia Vardarou για την Anne Teresa De Keersmaeker, μεταξύ άλλων)· συναντήσεις και συζητήσεις· ένα Young Jury· μια Κριτική Πλατφόρμα Νέων, κ.λπ. Επτά έλληνες καλλιτέχνες κλήθηκαν να περάσουν επτά μέρες μαζί σε ένα εντατικό Θερινό Πρόγραμμα που θα καταπιανόταν με θέματα τόσο καλλιτεχνικά όσο και διαχειριστικά. Με αυτή την Ακαδημία και μέσω συνεργασιών με τις διάφορες σχολές της Αθήνας ελπίζαμε να ενθαρρύνουμε και να εμπνεύσουμε νέους έλληνες καλλιτέχνες από διαφορετικούς κλάδους τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ αλλά και όλο τον χρόνο. Οχι για να δημιουργήσουμε κι άλλους ‘μικρούς Fabres’ (καθώς πιστεύουμε ειλικρινά ότι ένας αρκεί), αλλά γιατί πιστεύουμε ότι οι καλλιτέχνες έχουν το δικαίωμα στην επιμόρφωση ώστε να αναπτύξουν τις δικές τους καλλιτεχνικές προθέσεις και απόψεις.
Στο πλαίσιο της AYA επρόκειτο να προσφερθούν σε πενήντα νέους έλληνες καλλιτέχνες δωρεάν εισιτήρια για τα θέατρα, τις εκδηλώσεις και τα εργαστήρια της επιλογής τους. Ερχόμασταν σε επαφή με νέους έλληνες καλλιτέχνες για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε μια εκδήλωση όπου θα καλούνταν διάφοροι (διεθνείς) οργανωτές ικανούς να προωθήσουν το έργο των νέων στο εξωτερικό. Περίπου δέκα νέοι καλλιτέχνες του θεάτρου και του χορού θα σχημάτιζαν ‘double bills’ με νέους Βέλγους καλλιτέχνες: μια βραδιά βελγική, μια βραδιά ελληνική (ή αντιστρόφως) και κατόπιν μια συζήτηση μεταξύ των καλλιτεχνών αυτών. Οι συναντήσεις διαφορετικών (ή απρόσμενα όμοιων) χωρών και καλλιτεχνικών πρακτικών επρόκειτο να αποτελέσουν την εισαγωγή της βασικής στρατηγικής του Φεστιβάλ για τα επόμενα χρόνια.
Οργανώναμε επίσης μια εκδήλωση για την ενίσχυση των προσφύγων με τη συμμετοχή ελλήνων τραγουδιστών, μουσικών και ποιητών. Εχουμε απεριόριστο θαυμασμό για τους έλληνες εθελοντές που βοηθούν τους πρόσφυγες με όλα τα μέσα που διαθέτουν.
Οταν καλείτε έναν διεθνή καλλιτέχνη με πολυσχιδή δράση να αναλάβει την επιμέλεια ενός Φεστιβάλ, δεν θα περιμένατε να παρουσιάσει το καλλιτεχνικό του σύμπαν; Ενας καλλιτέχνης μιλά σαφέστερα μέσα από τα έργα του: αυτά κάνω, αυτός είμαι.
Το 2014 το Μουσείο Μπενάκη μού προσέφερε τις εγκαταστάσεις του για την έκθεση Stigmata την οποία επιμελήθηκε ο Germano Celant για το MAXXI στη Ρώμη. Εκείνη την περίοδο το μουσείο δεν διέθετε τον απαιτούμενο προϋπολογισμό. Για το φετινό φεστιβάλ προσέφερα την έκθεση Stigmata δωρεάν με την ευκαιρία της ανάληψης της επιμέλειας. Σχεδιάζαμε μόνο μια παράσταση, συγκεκριμένα το 24ωρο έργο Mount Olympus στην Πειραιώς 260 στις αρχές Ιουλίου. Οι παραστάσεις του Preparatio Mortis αφαιρέθηκαν από το πρόγραμμα την ημέρα της συνέντευξης τύπου. Κάποια από τα κείμενά μου θα δημοσιεύονταν στα ελληνικά, καθώς ο γραπτός λόγος αποτελεί τη βάση της καλλιτεχνικής μου έκφρασης. Γιατί με κατηγορείτε τόσο αγενώς ότι κρατώ για λογαριασμό μου τη ‘μερίδα του λέοντος’;
Ως φιλοξενούμενοι στη χώρα σας, δεν οργανώσαμε εμείς τη συνέντευξη τύπου. Η συνέντευξη οργανώθηκε από το ΔΣ του Φεστιβάλ και το υπουργείο Πολιτισμού. Ηταν δική τους δουλειά να ετοιμάσουν το press kit για τη συνέντευξη και όχι απλώς να αντιγράψουν τις προτάσεις μας χωρίς άλλη πλαισίωση της πρόσκλησής τους και του συνολικού σχεδίου για το Φεστιβάλ. Ηταν δική τους δουλειά να μας συστήσουν στον ελληνικό Τύπο, στους έλληνες καλλιτέχνες, στην ελληνική κοινότητα. Ηρθαμε με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά, προσβλέποντας στον κριτικό διάλογο και στις ισχυρές απόψεις. Ενα φεστιβάλ είναι τόπος από κοινού σκέψης. Δεν μάθαμε παρά μόνο μετά τη συνέντευξη τύπου ότι δεν ήταν παρόντες έλληνες καλλιτέχνες και πιθανώς δεν είχαν καν κληθεί. Λυπούμαστε για αυτό, καθώς η συζήτηση και ο διάλογος ήταν από τους σημαντικούς στόχους της έλευσής μας στην Αθήνα.
Κάναμε, άραγε, κάποια επικοινωνιακά λάθη στο press kit; Επικεντρωθήκαμε στις λίγες βεβαιότητες που είχαμε εκείνη τη χρονική στιγμή, δηλαδή στα καλλιτεχνικά έργα του Fabre και την εστίαση στο Βέλγιο. Ισως δεν τονίσαμε αρκετά το πώς σχεδιάζαμε τη συνάντηση και την εμπλοκή της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής ήδη από φέτος, καθώς ήμαστε στη φάση της πλήρους ανάπτυξης των σχεδίων που ήδη περιγράψαμε εδώ. Το ακριβές πρόγραμμα του 2016 θα αποτελούσε αντικείμενο μιας επόμενης συνέντευξης τύπου. Η πρώτη μας επίσκεψη στην Αθήνα θα αποτελούσε τη συμβολική εκκίνηση της συνάντησης των δύο καλλιτεχνικών μας κοινοτήτων.
Παρότι θεωρούμε ότι η παρουσία ελλήνων καλλιτεχνών στο Φεστιβάλ παραμένει ζωτικής σημασίας, πιστεύουμε ακράδαντα ότι η εδραιωμένη αντίληψη του Φεστιβάλ ως μηχανισμού επιδότησης θα έπρεπε να αλλάξει. Δεν είναι καθήκον κανενός φεστιβάλ (διεθνούς ή εθνικού) να υποκαθιστά τα κρατικά καθήκοντα: αυτό είναι κάτι που μακροπρόθεσμα δεν λειτουργεί σωστά. Κάθε χώρα χρειάζεται ένα ‘σύστημα’ που θα εκτιμά και θα διευκολύνει τις τέχνες και τους δημιουργούς της. Παρότι ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ είναι σημαντικό για μια χώρα —ως καλλιτεχνική έκφραση, ως πλατφόρμα παρουσίασης και συνάντησης, κ.λπ.— οι ενισχύσεις είναι ακόμη πιο σημαντικές για την ανάπτυξη ενός καλλιτεχνικού τοπίου. Η οικονομική ενίσχυση του πολιτισμού απαιτεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο που θα καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες και όχι απλώς κάποια ετήσια προγράμματα στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ. Η απόλυτη εξάρτηση από ένα και μόνο φεστιβάλ ενέχει κινδύνους.
Η θέσπιση μιας βιώσιμης λύσης, για παράδειγμα με τη μορφή της κρατικής χρηματοδότησης έργων —ένα σύστημα που έχει αποδείξει την αξία του σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες— θα μπορούσε να επιφέρει μεγαλύτερη πρόοδο. Αντί να βασίζεται σε ένα και μοναδικό φεστιβάλ, δημιουργώντας μια αφύσικη ‘αίθουσα καθρεφτών’ όπου τα απάντα αρχίζουν και τελειώνουν στο ίδιο σημείο, θα μπορούσε κανείς να βασιστεί σε πολλαπλές πηγές (π.χ. με τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, διεθνών συμπαραγωγών, συνεργασίας ιδιωτικού και δημόσιου τομέα κλπ.). Ένα φεστιβάλ πρέπει να αποτελεί πλατφόρμα, πύλη προς διαφορετικούς ορίζοντες.
Μετά τη συνέντευξη Τύπου ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ήρθε και μου συστήθηκε. Κάλεσε την επιμελητική ομάδα να επισκεφτεί το θέατρό του για μια ανταλλαγή ιδεών. Την επομένη συναντηθήκαμε στο θέατρό του και του ζήτησα μερικά ονόματα ταλαντούχων ελλήνων ηθοποιών με τους οποίους θα μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή και να συνεργαστούμε. Τον πρότεινα επίσης να συνεχίσουμε τον διάλογο στο εγγύς μέλλον και να συζητήσουμε πιθανές συνεργασίες. Ο κ. Στάθης Λιβαθινός απάντησε ότι οι έλληνες ηθοποιοί είναι θυμωμένοι μαζί μας γιατί ανέβαζαν παραστάσεις για το Φεστιβάλ και τώρα ‘τους στερείτε τη δουλειά και τα χρήματα του καλοκαιριού’. Κατανοώ τους φόβους και την απογοήτευση των ελλήνων καλλιτεχνών, ιδίως υπό τις παρούσες σκληρές συνθήκες ζωής και δημιουργίας. Ωστόσο, πιστεύω ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι κοινωνικοοικονομικά και όχι καλλιτεχνικά.
Την επομένη της συνέντευξης τύπου τόσο ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας όσο και ο υπουργός Πολιτισμού κ. Αριστείδης Μπαλτάς μού ζήτησαν να περιλάβω περισσότερους έλληνες καλλιτέχνες στο φετινό Φεστιβάλ. Τους διαβεβαίωσα ότι θα υπήρχε σημαντικός αριθμός ελλήνων καλλιτεχνών — αλλά με τους δικούς μου καλλιτεχνικούς όρους. Οπως είπα νωρίτερα, είχα ζητήσει έναν έλληνα συνεπιμελητή για αυτόν τον σκοπό και λίγο χρόνο σκέψης, καθώς ένα φεστιβάλ δεν είναι μηχανισμός επιδοτήσεων. Τους είπα ότι η επιμέλεια είναι και αυτή μια καλλιτεχνική πράξη που, σε αντίθεση με την πολιτική, γίνεται χωρίς συμβιβασμούς.
Μη φέρνετε τους εαυτούς σας στην ταπεινωτική θέση να ζητάτε από μένα αυτό που ισχυρίζεστε ότι ανήκει σε εσάς. Αντί να επιτίθεστε εναντίον ενός ξένου φιλοξενούμενου που κλήθηκε να επιμεληθεί το Φεστιβάλ σας, σκεφτείτε διεξοδικά ποιο είναι το μακρόπνοο όραμά σας για τον ελληνικό πολιτισμό και την πολιτιστική πολιτική. Κάθε θέση χρειάζεται μια αντίθεση. Αξιοποιήστε την για θετικές δράσεις και φυγή προς τα εμπρός.
Ανοίξατε τα στόματά σας σχετικά με τον διορισμό και το επιμελητικό μου πρόγραμμα —τα ανοίξατε δυνατά, με πάθος και όλοι μαζί. Κρατήστε τα ανοιχτά: ας είναι αυτή η αρχή και όχι το τέλος. Αλλά μην ξεχάσετε να ανοίξετε επίσης τα αυτιά και τα μάτια σας».