H κατάθεση του «πρώτου προϋπολογισμού στον κόσμο για την ευημερία των πολιτών» από την κυβέρνηση της Τζασίντα Αρντερν στη Νέα Ζηλανδία πιθανώς σε πολλούς να φαντάζει ως κίνηση παράδοξη και ουτοπική. Και δεν αποκλείεται επίσης το ενδεχόμενο πολλοί να αποπειραθούν να την αποδομήσουν ως την πλέον εξωπραγματική πρόταση που φέρει τη σφραγίδα όχι του ανθρωπισμού αλλά του λαϊκισμού.
Ο Σάιμον Μπρίτζες, για παράδειγμα, επικεφαλής του κεντροδεξιού Εθνικού Κόμματος και ηγέτης της αντιπολίτευσης στη χώρα, χαρακτηρίζοντας τον προϋπολογισμό απογοητευτικό, υποστήριξε πως η πλειονότητα των Νεοζηλανδών έχει ανάγκη από «περισσότερα χρήματα για να αγοράσει τρόφιμα, βενζίνη, για να πληρώσει το ενοίκιο».
Το μήνυμα, ωστόσο, της πρωθυπουργού της πιο απομακρυσμένης χώρας στον πλανήτη, αξίζει τουλάχιστον την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας. Αξίζει επίσης να ερμηνευτεί σωστά και σε βάθος, ώστε να διαπιστωθεί εάν αποτελεί ένα λαϊκιστικό τέχνασμα ή μια πραγματικά εναλλακτική πρόταση για την πρόοδο της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας.
Το περιεχόμενο της πρωτοβουλίας της κυβέρνησης της Νέας Ζηλανδίας έχει δύο βασικές συνιστώσες, εξηγεί σε άρθρο του στην Corriere della Sera, ο Στέφανο Καζέλι, αντιπρύτανης Διεθνών Υποθέσεων και καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο Μποκόνι του Μιλάνου.
Η πρώτη έγκειται στην επιλογή της ευημερίας των πολιτών ως δείκτη της προόδου της χώρας ανεξάρτητα από το ΑΕΠ. Κατά το παρελθόν πολλοί τάχθηκαν υπέρ της εν λόγω προσέγγισης αλλά για πρώτη φορά οι θιασώτες της δεν είναι ιδεολόγοι ακαδημαϊκοί ή καινοτόμοι ερευνητές αλλά πολιτικοί οι οποίοι, μάλιστα, έχουν εκλεγεί για να κυβερνήσουν αποδοτικά.
Η δεύτερη σχετίζεται με την απόφαση παροχής σημαντικών οικονομικών πόρων για την αντιμετώπιση ζητημάτων που δεν αφορούν άμεσα τον γενικό πληθυσμό αλλά τους πιο αδύναμους από τους πολίτες της χώρας, προβλήματα όπως η παιδική φτώχεια, η ενδοοικογενειακή βία και η ψυχική υγεία. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια τολμηρή επιλογή αλλά η Τζασίντα Αρντεν και οι συνεργάτες της εμφανίζονται πεπεισμένοι πως μια καλύτερη κοινωνία, δίχως ανισότητες και χωρίς ανθρώπους που υποφέρουν και δυστυχούν, μπορεί μεσοπρόθεσμα να συμβάλει στην αρτιότερη ανάπτυξη της οικονομίας και, κατ’ επέκταση, στη δημιουργία πλούτου.
Σίγουρα μια κοινωνία περιορισμένων διαστάσεων και σχετικά αποκομμένη, τουλάχιστον γεωγραφικά, από τον υπόλοιπο κόσμο έχει τη δυνατότητα και την ελευθερία να πειραματιστεί, εφαρμόζοντας μια ριζοσπαστική, ομολογουμένως, οικονομικοκοινωνική πολιτική. Η οποία, ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε να υιοθετηθεί – υποστηρίζουν οι επικριτές του «προϋπολογισμού της ευημερίας» – από χώρες οι οικονομίες των οποίων διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Αλλά ανεξάρτητα από το κατά πόσο είναι ορθός αυτός ο ισχυρισμός, αποτελεί γεγονός πως η Νέα Ζηλανδία τολμά να πάει κόντρα στο ρεύμα με στόχο «όχι την ευτυχισμένη υπο-ανάπτυξη ή το τέλος του ΑΕΠ και του καπιταλισμού», υποστηρίζει ο ιταλός ακαδημαϊκός, αλλά την ενδελεχή εξέταση των ανισοτήτων και όλων των δεινών των σύγχρονων κοινωνιών, ανισοτήτων και δεινών που δεν είναι αλλότρια αλλά εντοπίζονται μέσα στα σπίτια και τις γειτονιές μας.
Πέρα από ένα όραμα, μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί χρόνο και κόπο και χρήματα. Και αυτό που την καθιστά ιδιαίτερη είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί μια κίνηση ευσπλαχνίας αλλά μια ξεκάθαρα πολιτική επιλογή που αποσκοπεί να αποδείξει πως ενδέχεται να μην φέρνει ο πλούτος την ευτυχία αλλά η ευτυχία τον πλούτο.
«Η επιτυχία έγκειται στο να κάνουμε τη Νέα Ζηλανδία έναν ιδανικό τόπο για να βγάζει κάποιος τα προς το ζην και, συγχρόνως έναν ιδανικό τόπο για να ζει κάποιος ευτυχισμένος», δήλωσε κατά την παρουσίαση του «προϋπολογισμού της ευημερίας» ο υπουργός Οικονομικών της Νέας Ζηλανδίας Γκραντ Ρόμπερτσον.