Καθώς πλησιάζει η ημέρα της μάχης του πρώτου γύρου της 12ης Νοεμβρίου τα ερωτήματα γίνονται ολοένα και πιο πιεστικά: πόσο ενδιαφέρον προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η διαδικασία; Πού θα κυμανθεί το ύψος της συμμετοχής στις εκλογές; Και, βεβαίως, τι ποσοστά θα λάβουν οι υποψήφιοι; Δυστυχώς, όσοι βιάζονται για ξεκάθαρες απαντήσεις θα απογοητευτούν καθώς σε τέτοιου είδους διαδικασίες οι προγνώσεις είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένες. Εντούτοις υπάρχουν κάποια στοιχεία που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση.
Προκάλεσε ενδιαφέρον ο νέος φορέας;
Περιορισμένο, θα λέγαμε, υπό την έννοια πως έξι στους δέκα πολίτες απαντούν ότι δεν τους ενδιαφέρει καθόλου το ζήτημα της εκλογής του αρχηγού του νέου φορέα και περίπου δύο στους δέκα ότι τους ενδιαφέρει λίγο. Σχεδόν το 80% λοιπόν των πολιτών δείχνει αδιάφορο για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά. Στον αντίποδα, μόλις το 6,5% των ερωτώμενων απαντούν ότι τους ενδιαφέρουν πολύ οι παραπάνω διαδικασίες. Εντούτοις, μαζί με αυτούς που δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται αρκετά, διαμορφώνεται ένα 20% των πολιτών που εκφράζει κάποιο ενδιαφέρον για τις υπό εξέλιξη διεργασίες.
Το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο; Εξαρτάται πώς θα το δει κανείς. Το ενδιαφέρον από τη μία περιορίζεται σε μία μειοψηφία του πληθυσμού, από την άλλη όμως η μειοψηφία αυτή υπερβαίνει το μέχρι τώρα εκλογικό άθροισμα των δυνάμεων που συγκροτούν το νέο φορέα (ΔΗΣΥ, Ποτάμι, ανένταχτοι). Τα άσχημα μαντάτα έρχονται από αλλού: το ποσοστό των ενδιαφερόμενων ήταν μεγαλύτερο στην αρχή της καμπάνιας το Σεπτέμβριο (περίπου 25%) σε σχέση με σήμερα, δύο μήνες μετά (20%). Με άλλα λόγια κατά τη διάρκεια της καμπάνιας ο νέος φορέας όχι μόνο δεν κέρδισε ακροατήριο αλλά έχασε κιόλας. Πού οφείλεται αυτή η πτώση του ενδιαφέροντος; Πρόκειται για μία μεγάλη συζήτηση και τμήματα αυτής αποτελούν ακόμη μέρος της ατζέντας των υποψηφίων, οπότε είναι νωρίς να μιλήσουμε.
Αυτοί που δηλώνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις του νέου φορέα προέρχονται κατά πλειοψηφία από τη ΔΗΣΥ (53%). Αντίθετα δεν δείχνει να συγκινεί πολύ τους ψηφοφόρους του Ποταμιού (15%). Με άλλα λόγια για κάθε ένα ψηφοφόρο του Ποταμιού που δηλώνει ότι ενδιαφέρεται πολύ αναλογούν 3,5 ψηφοφόροι της ΔΗΣΥ. Πρόκειται για ουσιαστική μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των δύο κομμάτων αν σκεφθεί κανείς ότι η αναλογία των ψήφων ανάμεσα σε Ποτάμι και ΔΗΣΥ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ήταν 1 προς 1,5. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτή η αριθμητική υπεροχή της ΔΗΣΥ μπορεί να οδηγήσει σε σκέψεις για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Μία ακόμη παρατήρηση που είναι εύκολο να κατανοηθεί: οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικά μεγαλύτερη αναλογία από αυτούς της ΝΔ, δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται (πολύ ή αρκετά) για το ζήτημα της εκλογής του νέου φορέα.
Πόσοι και ποιοι θα πάνε να ψηφίσουν για τον επικεφαλής;
Η πιο εύλογη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι: έλα ντε! Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσους μας λένε ότι είναι βέβαιοι ψηφοφόροι τότε μιλάμε για πάνω από 200 χιλιάδες άτομα. Αν προσθέσουμε και όσους απαντούν «πολύ πιθανό» το νούμερο μεγαλώνει αρκετά ακόμη. Για να είμαι ειλικρινής, αμφιβάλλω για όλα αυτά. Οι άνθρωποι έχουν την τάση, όταν απαντούν στα τηλέφωνα, να υπερεκτιμούν την πιθανότητα να ψηφίσουν.
Πέρα από αυτά, οι 200-300 χιλιάδες είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός που δεν υποστηρίζεται εύκολα από την εκλογική δύναμη των κομμάτων που συγκροτούν το νέο φορέα. Σκεφτείτε λίγο: στις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ ψήφισαν περίπου 400 χιλιάδες άτομα ενώ το κόμμα είχε λάβει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 λίγο κάτω από 30%. Στις ίδιες εκλογές το ΔΗΣΥ και το Ποτάμι άθροισαν ένα ποσοστό λίγο πάνω από 10%, δηλαδή το ένα τρίτο της δύναμης της ΝΔ. Είναι εφικτό η συμμετοχή στη διαδικασία του νέου φορέα να καταγραφεί στο 50% και πλέον της συμμετοχής στη ΝΔ; Δύσκολο κατά τη γνώμη μου.
Υπάρχουν και κάποια ακόμη επιπρόσθετα δεδομένα: στις προηγούμενες εκλογές για πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ (όταν εκλέχτηκε η Φώφη Γεννηματά), τον Ιούνιο του 2015, ψήφισαν επισήμως περίπου 60 χιλιάδες άτομα. Στις εκλογές εκείνες δεν είχε συμμετάσχει βέβαια το ΚΙΔΗΣΟ που είχε καταγράψει μία δύναμη 150 χιλιάδων στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Είναι λοιπόν λογικό να υποθέσει κανείς πως οι 70-80 χιλιάδες αποτελούν μια βάση εκκίνησης. Οτιδήποτε κάτω από αυτό θα είναι αποτυχία, οτιδήποτε εκεί γύρω θα σημαίνει ότι πρόκειται για στενή υπόθεση της ΔΗΣΥ.
Αρα; Αρα εγώ προσωπικά δεν μπορώ να κάνω μια εκτίμηση που να βασίζεται στις αποκρίσεις των ερωτώμενων στις έρευνες κοινής γνώμης. Μία συμμετοχή της τάξης των 100-120 χιλιάδων με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα θα είναι μια λογική εξέλιξη. Εντούτοις, ας κρατήσουμε ανοικτό το στοιχείο μιας πιθανής έκπληξης όπου οι ψηφοφόροι θα μας ξαφνιάσουν ευχάριστα και θα πάνε τόσο μαζικά στις κάλπες ώστε να αγγίξουν ή και να ξεπεράσουν τις 200 χιλιάδες.
Σε ό,τι αφορά στην κομματική προέλευση όσων δηλώνουν βέβαιοι ότι θα ψηφίσουν και εδώ παρατηρείται υπεραντιπροσώπευση της ΔΗΣΥ. Το 54,5% εξ αυτών προέρχεται από τη ΔΗΣΥ και μόλις 12% από το Ποτάμι. Η αναλογία λοιπόν μεγαλώνει ακόμη περισσότερο προς όφελος της ΔΗΣΥ. Εντούτοις, η συμμετοχή δεν περιορίζεται στη ΔΗΣΥ και το Ποτάμι. Περίπου, ένας στους τρεις από όσους δηλώνουν βέβαιοι ψηφοφόροι προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ. Εφόσον αυτοί κατευθυνθούν στην κάλπη και δεν μείνουν στα λόγια, θα επηρεάσουν σε πολύ σημαντικό βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα.
Εντέλει, ποιος θα κερδίσει;
Και εδώ η απάντηση είναι: δεν ξέρω. Από την αρχή της καμπάνιας φάνηκε ότι θα δούμε μια κούρσα για τέσσερις. Ολες οι δημοσκοπήσεις που έχουν δει μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας αποτυπώνουν ρευστότητα, έστω και με φαβορί και αουτσάιντερ. Για τον πρώτο γύρο, σε όλες τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, η κυρία της παρέας προηγείται καθαρά δείχνοντας να έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στον δεύτερο γύρο από την pole position, όπως λένε οι φίλοι της Φόρμουλα Ι. Η διεκδίκηση της δεύτερης θέσης πιθανότατα θα παραμείνει μια καθαρά ανδρική υπόθεση.
Συμπερασματικά, οι εσωκομματικές εκλογές είναι ειδικής τάξης εκλογές. Δεν είναι ούτε εθνικές ούτε δημοτικές εκλογές, ώστε το ενδιαφέρον και η συμμετοχή να τροφοδοτείται από τα ΜΜΕ και το αίσθημα της ιδιότητας του πολίτη που έχουμε οι περισσότεροι. Η συμμετοχή σε εσωκομματικές εκλογές προϋποθέτει σίγουρα κάποιου είδος ενδιαφέρον αλλά αυτό δεν φτάνει. Οι οργανωτικές δυνατότητες των υποψηφίων και η ικανότητα κινητοποίησης ψηφοφόρων μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό πλεονέκτημα ή μειονέκτημα και να επηρεάσουν καθοριστικά την τελική έκβαση.