Σύμφωνα με τον Καμύ, όλα γίνονται από μια συνήθεια: «Είμαστε γελοίοι αριθμοί μιας κοινωνίας που ενεργεί από συνήθεια, μισούμε ή αγαπάμε από συνήθεια και σκεπτόμαστε τα μεγάλα προβλήματα από συνήθεια». Κάτι ανάλογο γίνεται και στις εκφυλισμένες δημοκρατίες όπως η δική μας. Συνηθίζουμε, συνηθίζουμε και στο τέλος, αλλάζουμε μόνο ό,τι δεν είναι σε θέση να διαταράξει την ανωνυμία μας. Αυτήν ακριβώς, που μας εξασφαλίζει την απόσταση από τη δοκιμασία της ευθύνης και της έλλογης σύγκρουσης με οποιοδήποτε κατεστημένο.
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα αποδεικνύεται πιο ανθεκτικό από ένα «γκέτο» κατσαρίδων στον υπόνομο ενός κήπου. Είναι τέτοια η θεσμική κάλυψη και οι μηχανισμοί «μετάστασης» σε νέες μορφές συγκεντρωτισμού, που μοιάζει αδύνατον να υπάρξει εξυγίανση, τουλάχιστον εκ των έσω.
Το καινούριο μοιάζει καινούριο, αλλά είναι μόνο φαιδρό. Και το παλιό επενδύει στη φαιδρότητα του καινούριου, μπας και ξεπλύνει τις παλιές αμαρτίες του. Και τα δύο, ανώφελα και επικίνδυνα για τη «δημοκρατία» που από καιρό την έχουν εκμαυλίσει σε έναν βιότοπο διαφθοράς και ακολασίας.
Από τη μία, ζούμε απίστευτες σουρεαλιστικές στιγμές με τον ΣΥΡΙΖΑ, κι από την άλλη, ο «διασκεδαστής» Μεϊμαράκης -τι όμορφα να τον ακούμε στη Βουλή!- καλεί στο «μέτωπο» τον κολλητό του Βουλγαράκη. Επιστρέφει στις «ρίζες», στη Ρηγίλλης και ελπίζει σε «ξέπλυμα» του κόμματος μέσα από τις συνεχείς τερατογενέσεις του Τσίπρα.
Να, λοιπόν, οι επιλογές στη νέα συνήθεια. Από δω ο Βαρουφάκης κι από κει ο Βουλγαράκης. Από δω οι Λαφαζάνηδες και όλα τα μεταμφιεσμένα «λούμπεν» των κατσαπλιάδων και από κει οι «λόρδοι» του κατεστημένου με τις αμύθητες περιουσίες και τα «ηθικά» πλεονεκτήματα της νομιμότητας του κρατισμού. Ποιον να διαλέξεις από τους δύο; Τους αμαρτωλούς χορτασμένους ή τους επικίνδυνους πεινασμένους; Να συνηθίσεις τον Βαρουφάκη για το εκπληκτικό του πουκάμισο ή να ξανασυνηθίσεις τον Βουλγαράκη για τις δεινές επιδόσεις του στα ακριβά κότερα και στο real estate; Αν και ο πρόεδρος Βαγγέλης είναι, επίσης, πολύ καλός σ' αυτά…
Αδιέξοδο, νομίζω, για όλους μας. Ακόμα και για τη μεγάλη μάζα της συνήθειας, που άγεται και φέρεται με τη λατρεία των προσωπείων. Γιατί αυτό που έχουμε δεν είναι δημοκρατία αλλά μια χαλαρή συνομοσπονδία αλλοτριωμένων συντεχνιών. Ούτε Ελβετία είμαστε να αποφασίζει η κοινωνία των πολιτών ούτε Αμερική να απομονώνονται οι μάζες της ημιμάθειας για να διοικεί μια εξειδικευμένη ελίτ. Γι' αυτόν τον λόγο, τα κίνητρα της δόξας και του χρήματος είναι τα μόνα που παροτρύνουν τους Έλληνες να ασχοληθούν με την πολιτική. Άλλωστε, είναι τόσο κλειστό το «μεσσιανιστικό» σύστημα όλων των κομμάτων που είναι απίστευτα δύσκολο να διευρυνθεί το ενδιαφέρον σε πρόσωπα της δημιουργικής και παραγωγικής κοινωνίας.
Στους μεν παλιούς, το χρήμα συντηρεί την επιθυμία για δόξα, στους δε καινούριους, η δόξα υπόσχεται γρήγορα την πρόσβαση στο χρήμα και στην ευκολία. Μπορεί η χώρα να χρεοκοπεί αλλά οι Βαρουφάκηδες και οι Βουλγαράκηδες δεν είναι μέρος του προβλήματος. Οι μεν πειραματίζονται αποθεώνοντας τον ναρκισσισμό τους και οι άλλοι περιμένουν απλά τη συνήθεια των πολλών να τους επαναφέρει στην εξουσία. Κανένα από τα δύο μέτωπα δεν ενέχεται παραγωγικά στο μέλλον αυτού του τόπου. Η ζωή τους, η προοπτική τους, τα σχέδιά τους δεν ταυτίζονται με την εξυγίανση της οικονομίας ή την ανάπτυξη. Ούτε με κάποιο προοδευτικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα επαναφέρει τους νέους ως πρωταγωνιστές στην επανίδρυση του ελληνικού κράτους.
Και προς στιγμήν, μεταξύ των δύο, επιλέγουμε τις φαντεζί πιρουέτες του Βαρουφάκη, στην προσπάθειά μας να «τιμωρήσουμε» τον Βουλγαράκη. Αργότερα, όταν τρομάξουμε τελείως από τον Βαρουφάκη, θα ανεχτούμε από συνήθεια τον Βουλγαράκη. Για να αποδειχθεί και πάλι πόσο «πρωτόγονοι» και εγκλωβισμένοι είμαστε σε έναν αναπαρωγικό «βιότοπο» καιροσκόπων που η μεγάλη μας επιτυχία θα είναι να αποκτήσουμε κι εμείς πρόσβαση στην «αναπαραγωγή».
Και στο ενδιάμεσο, ας εμφανίζονται λάμψεις από διάττοντες αστέρες για να μην βαριόμαστε. Παραφράζοντας ελάχιστα τον Καμύ, στον «Επαναστατημένο άνθρωπο», έχει νόημα να προσέξουμε πως «οι εγκληματίες της εποχής μας είναι πλέον ενήλικες και το άλλοθί τους είναι αδιάσειστο: η “φιλοσοφημένη πολιτική” μπορεί να βοηθήσει σε όλα, μπορεί ακόμα και να μεταμορφώσει τους δολοφόνους σε δικαστές».