Η εικόνα από το debate ήταν ξεκάθαρη: Διασφάλιση της δημόσιας επικοινωνιακής «σταθερότητας». Το πολιτικό σύστημα διαλέγεται με το μιντιακό και στη συνέχεια «αυτολογοκρίνεται» στο πλαίσιο μιας συγκεκαλυμμένης αμοιβαιότητας. Από δω οι πολιτικοί αρχηγοί και από κει οι τηλεοπτικοί σταρ, αλληλοεπιδρούν στο υποσυνείδητο ενός τηλεοπτικού κοινού που απολαμβάνει ισχυρές δόσεις εξουσίας για να εκτονωθεί. ‘Ένα καλοστημένο σόου συστημικής παγωμάρας που παράγει υλικό για περισσότερη φλυαρία τις επόμενες μέρες.
Κι όσο για την ουσία, μου έρχεται στο μυαλό ο Ουμπέρτο Έκο: «Κάθε φορά που ένας ποιητής, ένας ιεροκήρυκας, ένας αρχηγός, ένας μάγος ξεστομίζει ασυναρτησίες, η ανθρωπότητα ξοδεύει αιώνες αποκρυπτογραφώντας το μήνυμα». Μόνο που εδώ, δεδομένου του εφήμερου και αναλώσιμου της τηλεόρασης, το ξόδεμα θα διαρκέσει λίγες μόνο μέρες, έως ότου καλυφθεί ο μιντιακός χρόνος που μπορεί να το καταναλώσει.
Κι όμως, η επιβολή αυτής της άχαρης και ολοκληρωτικής επικοινωνίας συνεχίζει να βρίσκει ανταπόκριση σε μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που κρίνουν και το αποτέλεσμα των εκλογών. Αυτοί που περιμένουν τον Τσίπρα να ξεκαρδιστεί στα γέλια, τον Βαγγέλα να πετάξει καμιά ατάκα και τη Φώφη να πει το «ποίμα» απέξω εκατό φορές.
Ε, δεν μπορεί, κάποιος τους ετοίμασε όλους αυτούς. Δεν μπορεί να γεννήθηκαν έτσι. Γιατί από τη μία, έχεις κάποιους που αντιδρούν στην ακατάσχετη πολιτική ανοησία κι από την άλλη, κάποιους άλλους που γκρινιάζουν από συνήθεια αλλά συναινούν στο τέλος στην εικόνα.
Το κακό ξεκινάει από νωρίς. Στις σχολικές τάξεις, καλλιεργείται η γλώσσα και η διαλεκτική της υποκρισίας. Ένας δάσκαλος μιλάει, ένας μαθητής μόνο ακούει. Ένας άλλος ρωτάει κι ένας δεύτερος απαντάει. Ένας εξετάζει κι ένας τρίτος αναμεταδίδει το κείμενο του βιβλίου – σαν τη Φώφη, ας πούμε. Εκεί μέσα θα βρεις και το «φυτό» τύπου Κουτσούμπα, τον «εξυπνάκια» σαν τον Λαφαζάνη, τον ευτραφούλη «άρχοντα» που θυμίζει Καμμένο και τον σοφό «τυπάκο», σαν τον Θεοδωράκη.
Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί στη διαλεκτική; Ότι είναι ολομόναχοι, απομονωμένοι από τους άλλους, ότι μέχρι να τελειώσουν και το Λύκειο, δεν θα μπουν ποτέ σε ομάδες διαλόγου, δεν θα μπουν στη διαδικασία να συναινέσουν σε κάτι, να συμφωνήσουν και να επιστρατεύουν τη συλλογική γλώσσα της λογικής, για να λύσουν ένα πρόβλημα. Από μια άσκηση μαθηματικών, έως ένα ζήτημα που προέκυψε με την αποβολή ενός συμμαθητή τους. Κανείς δεν πρόκειται ποτέ να τους μάθει ότι διάλογο κάνουμε για να βρούμε λύσεις κι όχι για να αποθεώσουμε τις απόψεις μας. Όπως ότι το να μιλάς και να γράφεις δικό σου λόγο πάνω στην άποψη του άλλου, δεν είναι λάθος αλλά η σωστή πρακτική για να κατακτήσεις τη γλώσσα.
Θυμάμαι πάντα, μια εμπειρία από επίσκεψη στο Freie Universität του Βερολίνου. Κι εκεί τα κόμματα παίζουν ρόλο στις αποφάσεις του Πανεπιστημίου αλλά οι ομάδες διαλόγου μεταξύ φοιτητών και καθηγητών έχουν σαν στόχο πάντα τη συναίνεση. Η λύση είναι το ζητούμενο και όχι ο εντυπωσιασμός. Σε μας, είτε πας σε συνέλευση φοιτητών είτε στην αίθουσα κάποιου σχολείου πριν την κατάληψη, θα συναντήσεις πολύ χειρότερους χαρακτήρες από την ομάδα του χθεσινού debate. Δραματοποιημένους κυρίως, που αναζητούν το χειροκρότημα και όχι τη λύση των προβλημάτων. Χαίρονται μόνοι τους, φτιάχνονται, αυτοϊκανοποιούνται και ταυτόχρονα εθίζονται στην αυτιστική κουλτούρα της επικοινωνίας.
Ε, λοιπόν, αυτό το κοινό που προσποιείται ότι βαριέται στα debates των πολιτικών αρχηγών, αν ήταν στη θέση τους, το ίδιο θα έκανε. Γιατί έτσι έμαθε κι έτσι ακριβώς καλλιέργησε τη διαλεκτική του κουλτούρα. Ο Έλληνας έχει συνήθως δύο ρόλους στη ζωή του. Από μικρός, σε ένα βάθρο, να απομονώνεται σε στημένες σκηνές φλυαρίας και παράλληλων μονολόγων ή καρφωμένος σε μια καρέκλα να χειροκροτεί και να θαυμάζει «ρήτορες». Κάθετη σχέση. Ναρκισσισμού, εξάρτησης και επιβολής.