Παίδες μου αγαπημένοι, δεν ξέρω τι σας λένε οι άλλοι αναλυτές, αλλά εγώ θα σας πω μια ιστορία βγαλμένη μέσα από τη ζωή. Έχω, που λέτε, μια φίλη που ερωτεύτηκε τρελά ένα γκόμενο. Οι πρώην της ήταν όλοι στο ίδιο στυλ. Κάτι ωριμούτσικοι με τουπέ, κάτι δοκησίσοφοι ξινοί, κάτι στελέχια. Κάπου μπούχτισε προφανώς και ξαφνικά μας παρουσίασε αυτόν που ήταν εντελώς άλλη φάση.
Πολλοί λέγανε ρε τι έπαθε το βλαμμένο και κόλλησε με αυτόν τον άχρηστο; Εγώ όμως την καταλάβαινα. Το αγόρι ήταν νέο, ήταν μπαμπάτσικο, είχε ασυγκράτητο λέγειν και κυρίως είχε όνειρα τρελά: Της έλεγε «μόλις πιάσουμε δουλειά (ήταν αμφότεροι άνεργοι και χωρίς προϋπηρεσία) θα αγοράσουμε ένα γαμάτο σπιτάκι στη θάλασσα και θα παρτάρουμε στην αυλή χειμώνα καλοκαίρι με το παρεάκι. Ζωάρα θα κάνουμε μωρό μου!»
-Με τι λεφτά θα το αγοράσετε; έλεγε ο ξινός της παρέας που γούσταρε επίσης τη φίλη μου.
-Θα βρούμε ρε, θα μας δανείσει η μάνα μου που είναι φραγκάτη, έλεγε ο μπαμπάτσικος γελαστός και φουλ στην αυτοπεποίθηση.
-Η μάνα σου δεν σου μιλάει, υπενθύμιζε ξανά ο ξινός. Σε ανεβοκατεβάζει ανεύθυνο και παπάρα.
-Ναι αλλά άμα της κόψω την καλημέρα δεν θα αντέξει. Τι θα πει στους κύκλους της; Ότι αποκλήρωσε το γιο της; Στοίχημα ότι θες πως θα μου τα ακουμπήσει κανονικά.
Χαιρόταν με την άφταστη επιχειρηματολογία του γκόμενου η μαλάκω η φίλη μου και του έσκαγε ένα φιλάκι.
-Ναι αλλά υπάρχουν και τα αδέρφια σου, συνέχιζε ξινά ο ξινός. Δεν θα τα πάρουν κρανίο που αυτά δουλεύουν και στηρίζουν την οικογένεια όσο εσείς αράζετε και της τα τρώτε;
-Άσε με κάτω μωρέ με τα δουλάκια του συστήματος. Αν αποφάσισαν αυτοί να χαλαλίσουν τη ζωούλα τους για να πλουτίσουν οι πολυεθνικές εγώ είμαι αλλιώς. Εγώ είμαι η φαντασία στην εξουσία μαλάκα. Θα ζήσω όπως γουστάρω και σ΄όποιον αρέσουμε!
-…για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε, συμπλήρωνε καταγοητευμένη με τον σέξι πασιονάριο του ο δικιά μου.
Τον παντρεύτηκε λοιπόν. Περίμενε να ψάξει για δουλειά (αυτός να ψάξει, αυτή το σκεφτόταν γιατί που να τρέχει για 500 ευρώ), περίμενε να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις με τη μάνα του για το δάνειο, περίμενε έστω να τον δει να βάλει ηλεκτρική σκούπα μια μέρα να γαμοσκουπίζει, αλλά μπαααα. Ο μπαμπάτσικος άραζε με τα φιλαράκια του στον καναπέ και παίζανε μονόπολι. Όταν του ψέλλιζε καμιά παρατήρηση, της έλεγε, «κόφτο ρε μωρό, κάνω κόλπο γκρόσο, δεν το καταλαβαίνεις; Της σπάω τα νεύρα της μάνας μου. Αυτή περιμένει να πάω να της πω μάνα δώσε κάτι γιατί παντρεύτηκα, έχω υποχρεώσεις τώρα. Δεν πάω όμως. Οπότε θα έρθεί αυτή σε λίγο και θα με παρακαλάει να μου δώσει! Καλό;»
-Γαμάτο αγάπη μου, έλεγε αυτή καταγοητευμένη από την ιδιοφυή στρατηγική του καλού της.
Έλα όμως που η μάνα φόρτωσε με το μαλάκα που χε για γιο και του έκοψε και το χαρτζιλίκι. Το ζεύγος έπεσε στην μαύρη πείνα και ζητιάνευε από δω κι από κει για τα τσιγάρα του. Εν τω μεταξύ κανένας δεν έπαιρνε τη σκούπα να σκουπίσει. Ούτε λογαριασμούς πλήρωναν. Το σπίτι έγινε αχούρι. Σιγά μην ασχοληθούν με τη βρώμα όταν αντιμετωπίζουν τόσο βρώμικο πόλεμο.
-Όταν σου έλεγα ότι είναι παπάρας ο δικός σου δεν με άκουγες, είπε ο ξινός στη φίλη μου μια μέρα που την είδε πια λίγο πεσμένη. Χώρισε τον κι έλα να ζήσουμε μαζί. Θα δουλέψουμε και θα τα βγάλουμε πέρα.
Η φίλη μου κάπου ήξερε ότι ο σταλεγάκιας ο ξινός είχε δίκιο αλλά της την έσπαγε που ήταν ξινός. Όλα κριτική έκανε. Άσε που κατά βάθος την έλεγε ηλίθια για τις επιλογές της. Ασταδιάλα πια. Τουλάχιστον ο δικός της μπορεί να αποδείχτηκε ψιλοάχρηστος αλλά ήταν αισιόδοξος. Τον άκουγες και άνοιγε η καρδιά σου. Ποτέ δεν θα την έλεγε ηλίθια. Πάντα θα της κρατούσε το χέρι.
-Όχι ρε, που να σκάσεις δεν αλλάζω γνώμη! Εγώ αυτόν παντρεύτηκα και με αυτόν θέλω να ζήσω, του είπε με τουπέ. Ουστ από δω.
-Μα εσύ έλεγες σε όλους ότι είμαι καταπληκτικός, γιατί άλλαξες γνώμη; ψέλλισε ο ξινός εμβρόντητος.
-Δεν άκουσαν καλά. Καταθλιπτικός είπα, όχι καταπληκτικός.