Στον Κόρφο πρωτοπήγα στα μέσα του '90. Τότε, που καθώς γράφτηκε τώρα, αγόρασε ο Άκης Τσοχατζόπουλος το εκεί σπίτι του. Ιδέα δεν είχα κι άλλωστε, καλώς ή κακώς, δεν ήμουν στην παρέα του. Το 90 ο Κόρφος ήταν ένα κούτσικο λιμανάκι, ταπεινά πανέμορφο, στα όρια Κορινθίας -Αργολίδας. Χρειάστηκε μια τόση δα στροφή του τιμονιού προς τα αριστερά για να τον γνωρίσω μαζί με την απόφαση να μην πάω στην Επίδαυρο. Μια πινακίδα που δεν προμήνυε τίποτε, κι αυτό είναι ακόμη πιο ερεθιστικό. Μερικά παραμυθένια (για τα γούστα μου αλλά ως φαίνεται και του Άκη) φιδωτά χιλιόμετρα μόνο πεύκα και καταλήγεις στα γαλανά νερά. Από τότε πάω συχνά για δύο κυρίως λόγους, ο ένας είναι οι πετροσωλήνες της Σελάνας στην άκρη άκρη της παραλίας, ο άλλος είναι μια μακρινή γεύση εφηβείας που συνδέεται με τους πετροσωλήνες (και με τα σκαθάρια επίσης, τους κολοκυθοκεφτέδες και τους αχινούς μέσα στο βυθό και έξω στο πιάτο, τις γλυκές κουβέντες και τα βαριά τσιγάρα, τη νύχτα δίπλα στη θάλασσα).
Ο Κόρφος μου προχτές ήταν γεμάτος ψιθύρους: ξαφνικά τα δέκα περίπου σπίτια που άσπριζαν στην πλαγιά στο βάθος προκαλούσαν ολωνών τα βλέμματα (εκτός των μειρακίων που ευτυχώς ασχολούνται με άλλα). Αυτά είναι τα λεγόμενα Ελβετικά, σπίτια που έχτισε ο πρώην υπουργός που στο στόμα όλων των Ελλήνων κυκλοφορούσε και κυκλοφορεί ως Άκης. Είχε φτιάξει λέει και ελικοδρόμιο (στην πλαγιά την ταπεινή και πευκόφυτη). Τα περισσότερα τα πούλησαν σε Γερμανούς και Ελβετούς (εξ ου και το όνομα) – ένα σπίτι έχει παραχωρηθεί στην πρώτη σύζυγό του κι ένα ακόμη ένα το έχει κρατήσει ο ίδιος. Ασφαλώς, τα σπίτια αυτά μοιάζουν να ναι και τα καλύτερα του τόπου. Οι ντόπιοι αποδίδουν την αδυναμία του Άκη στον Κόρφο στα χρόνια της δικτατορίας όταν τον έκρυβε εκεί ένας ναυτικός φίλος του (και αδερφός της κυρίας που ετοιμάζει τα καλύτερα σουβλάκια του χωριού). Πλην όμως γιατί εγώ δεν θυμάμαι τον Άκη να διώκεται;
.
Η νύχτα ήταν υπέροχη, η πανσέληνος βελούδινη, οι πετροσωλήνες έλιωναν στο στόμα, το κρασί είχε άρωμα ξεχωριστό.. Η Σελάνα, το προσφιλές μου ταβερνείο, βάζει Άγιο Φεβρουάριο κι εμείς σιγοτραγουδάμε, τα λαμπιόνια πάνε κι έρχονται στο βραδινό αεράκι, τα συσταζούμενα κορίτσια που σερβίρουν, κόρες του πολύτεκνου ιδιοκτήτη (και ψάλτη στην εκκλησία), είναι πτυχιούχοι του Μετσοβείου, οι γάτες χαϊδεύουν τις ράχες τους στις γάμπες μου εκλιπαρώντας, τα διπλανά τραπέζια είναι άδεια κι εγώ σκέφτομαι τι παραφωνία είναι η πλεονεξία και ο πλουτισμός, η μπίζνα και η εξουσία σε ένα τόσο δα μέρος όπου το μόνο που θες είναι να ακούς τα βότσαλα να βρέχονται και τα κουκουνάρια να τρίζουν προτού ανοίξουν. Πόσο έξω πέφτω (και πάλι).