Έχει επισημανθεί εδώ και χρόνια ότι το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα τέμνεται όχι μόνο καθέτως, σε κόμματα, αλλά και οριζοντίως: Στους κόλπους κάθε πολιτικού σχηματισμού –ιδίως δε των δυό παρατάξεων που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση- συνυπάρχουν άνθρωποι που τους χωρίζει ιδεολογικό, αισθητικό, υπαρξιακό χάσμα. Οι μεν, για να το πω χονδρικά, πιστεύουν στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και στις αξίες του και λειτουργούν με βασικό γνώμονα τον ορθό λόγο. Οι δε καθοδηγούνται από οράματα και θάματα. Ομνύουν στα πεπρωμένα της φυλής, στο δίκιο του εργάτη, στο ελληνικό μεράκι και στα ιερά μας τέρατα, με τελευταίο εν ζωή τον Μίκη Θεοδωράκη.
(Εάν όσοι ενστερνίζονται τους ιδεολογικούς παιάνες του Μίκη, άκουγαν με το ίδιο πάθος τη μουσική του, τα μισά τουλάχιστον ελληνικά ραδιόφωνα θα έπρεπε να παίζουν νυχθημερόν τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ» εκ περιτροπής με το «Πνευματικό Εμβατήριο». Περιέργως τα play list και οι πωλήσεις των δίσκων ουδόλως δείχνουν κάτι τέτοιο…)
Σε παλιότερο άρθρο μου στο protagon, είχα ταχθεί υπέρ της παραπάνω συνύπαρξης. Θεωρούσα –και το θεωρώ ακόμα- ότι κάλλιο οι «υπερπατριώτες» και οι θερμοκέφαλοι «αριστεροί» να συστεγάζονται με πιο ψύχραιμες και μετριοπαθείς φωνές. Ο φανατισμός τους –στη έκφρασή του τουλάχιστον- καταπραΰνεται και η αμετροέπειά τους δεν αφήνεται να κυριαρχήσει. Η πρόσφατη τάση της ελληνικής πολιτικής φαίνεται δυστυχώς να είναι η αντίθετη. Αυτή των «καθαρών» θέσεων ένθεν κακείθεν.
Η αποχώρηση στις αρχές του καλοκαιριού του 2010 της ανανεωτικής πτέρυγας από το Συνασπισμό, οδήγησε στην ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς, η οποία προσπαθεί να εκφράσει μετά λόγου γνώσεως εναλλακτικές θέσεις και προοπτική. Άφησε όμως τον κολοβωμένο Σύριζα να περιδινείται αριστερίστικα και ανεξέλεγκτα σαν έφηβος δορυφόρος του ΚΚΕ.
Ο ιδεολογικός επαναπατρισμός που πραγματοποιεί ο Αντώνης Σαμαράς στην επικράτεια της παλιάς καλής Δεξιάς, με χερουβείμ τους κ.κ. Κρανιδιώτη και Λαζαρίδη, δίνει στην Ντόρα Μπακογιάννη το προσωρινό (;) προνόμιο της έκφρασης του φιλελεύθερου χώρου. Και μετατρέπει τη Νέα Δημοκρατία σε κόμμα των εθνικοφρόνων, το οποίο πόρω απέχει από ό,τι είχε σχεδιάσει και εν μέρει πραγματοποιήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετά το 1974.
Δεν αποτελεί ζήτημα της ελληνικής πολιτικής. (Της οποίας το επαγγελματικό προσωπικό έτσι κι αλλιώς ολοένα απαξιώνεται). Αποτελεί κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία. Πολύ φοβάμαι ότι σύντομα οι μεν θα έχουν τόσο αποξενωθεί από τους δε, ώστε δεν θα υπάρχει κανένα πεδίο σύμπλευσης ή έστω συζήτησης. Εγώ θα μιλάω για το πρόβλημα του εθνικού χρέους και της ελλειμματικής ανάπτυξης και ο διπλανός μου θα μου απαντάει με σενάρια διεθνών συνομωσιών εναντίον της Ελλαδίτσας. Εσύ θα ονειρεύεσαι νέες μορφές συλλογικότητας και ο συνομιλητής σου θα νομίζει ότι αναφέρεσαι σε οργανωμένους οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων. Ο Γιάννης Μπουτάρης θα τοποθετείται υπέρ των δικαιωμάτων των γκέη και ο Χάρρυ Κλυν θα νομίζει ότι τον αποστομώνει με την κορώνα «ο καρντάσης δεν γουστάρει»…
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία κομμένη στα δύο.