Με τρόπο κάθετο απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Συνέδριο του «Βήματος» για τα 50 χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στις υπόνοιες τόσο του Αντώνη Σαμαρά όσο και της αντιπολίτευσης πως η κυβέρνηση διαπραγματεύεται εν κρυπτώ με την Τουρκία, επαναλαμβάνοντας πως τα μοναδικά θέματα που βρίσκονται στο τραπέζι είναι η οριοθέτηση των ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας των νησιών.
Ενδιαφέρον είχαν οι απαντήσεις του Πρωθυπουργού και σε άλλα σημεία της κριτικής του διαγραφέντος από τη Νέα Δημοκρατία πρώην πρωθυπουργού, πέραν των Ελληνοτουρκικών, με αφορμή τις σχετικές δηλώσεις Σαμαρά από το βήμα του ίδιου συνεδρίου την προηγούμενη ημέρα.
Απαντώντας, συγκεκριμένα, σε ερώτηση για τον αν η ΝΔ είναι διαφορετική υπό την προεδρία του, σε σύγκριση με τη ΝΔ των προκατόχων του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε πως «προφανώς και “ναι” και για αυτό πήρε τρεις φορές 40%». Πρόσθεσε πως τα κόμματα εξελίσσονται και επανέλαβε πως τα αποτελέσματα –εν προκειμένω οι καλές εκλογικές επιδόσεις της παράταξης– μιλάνε από μόνα τους.
«Θα μείνω πιστός στις ιδρυτικές αξίες της ΝΔ, αλλά θα προσαρμόσω το κόμμα τις απαιτήσεις των καιρών. Το σκορ μετράει. Αυτή η πολιτική δικαιώθηκε τρεις φορές. Και σήμερα δεν αμφισβητεί κανείς παρά τη φθορά ότι η ΝΔ είναι η κυρίαρχη δύναμη πολιτικά και η μόνη που έχει πρόταση και σχέδιο για τη χώρα. Αρέσει δεν αρέσει, υπηρετούμε ένα σχέδιο για το οποίο πήραμε νομιμοποίηση από τον ελληνικό και θα κριθούμε το 2027, αν τηρήσαμε τις δεσμεύσεις μας», ξεκαθάρισε ο Πρωθυπουργός, απαντώντας εμμέσως πλην σαφώς στις αιτιάσεις Σαμαρά περί μετάλλαξης της «γαλάζιας» παράταξης σε «Ποτάμι».
Ελληνοτουρκικός διάλογος
Η επόμενη απάντηση του Πρωθυπουργού στον διαγραφέντα πρώην πρωθυπουργό –και πάλι δίχως να τον κατονομάζει– και όσους υιοθετούν αντίστοιχη επιχειρηματολογία ήρθε σε σημείο της συζήτησης που αφορούσε τα Ελληνοτουρκικά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε τη σχετική τοποθέτησή του, υπενθυμίζοντας, αρχικά, ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν διαμορφώθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια:
«Το ζήτημα των “γκρίζων ζωνών” προέκυψε για πρώτη φορά στο πεδίο από τα Ιμια το 1996. Παραβιάσεις και παραβάσεις του εναερίου χώρου είχαμε διαρκώς. Τα ζητήματα της αποστρατικοποίησης των νησιών η Τουρκία τα εγείρει μόνιμα και προφανώς η τραγωδία της Κύπρου είναι ανοικτή από το 1974. Τα τελευταία πέντε χρόνια είδαμε το τουρκολιβικό μνημόνιο, το οποίο η Ελλάδα το αμφισβήτησε και είναι διαφορά της Τουρκίας με την Ευρώπη. Είχαμε την απόπειρα της μεταναστευτικής εισβολής στον Εβρο, έναν πολύ δύσκολο Αύγουστο του 2020 μετά την συμφωνία της Ελλάδος με την Αίγυπτο και μια περίοδο παρατεταμένης έντασης στην οποία η Ελλάδα έμενε σταθερή στις θέσεις της, επεσήμανε τον τουρκικό αναθεωρητισμό και ενισχυόταν στρατιωτικά και οικονομικά».
Ακολούθησε, μετά τους φονικούς σεισμούς στη γείτονα, «μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης που οδήγησε σε αποτελέσματα. Δεν έχουμε παραβάσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο για πάνω από 18 μήνες, έχουμε συνεργασία στο Μεταναστευτικό, κάναμε συμφωνία για τα νησιά του Αιγαίου σε βαθμό που ενοχλήθηκαν οι τούρκοι ξενοδόχοι. Ταυτόχρονα, έχουμε θωράκιση σειράς αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που καθορίζουν τις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας, έχοντας συναντηθεί έξι φορές με τον πρόεδρο Ερντογάν έχουμε διερευνήσει αν υπάρχει η δυνατότητα να μπούμε στην κεντρική διαφορά μας με την Τουρκία που είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας» συνέχισε ο Πρωθυπουργός, για να συμπληρώσει ωστόσο πως δεν «βλέπει», τη δεδομένη στιγμή, δυνατότητες να προχωρήσει ο διάλογος επί της ατζέντας αυτής.
Διεμήνυσε, έπειτα, για πολλοστή φορά, πως η χώρας μας εξακολουθεί να θέτει αυτή την «κόκκινη γραμμή». «Η Ελλάδα παραμένει σταθερή –και αυτό νομίζω ότι είναι μία συνολική κατάκτηση της εξωτερικής πολιτικής– ότι αυτή είναι η διαφορά που έχουμε με την Τουρκία και οποιοδήποτε άλλο θέμα βάζει η Τουρκία στο τραπέζι, η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να το συζητήσει», υπογράμμισε.
«Και αυτή η θέση είναι παράξενο πώς, με επιμονή, διαστρεβλώνεται από κάποιους. Ωσάν να θέλουν να μας παρουσιάσουν, εννοώ την κυβέρνησή μας, ως λιγότερο πατριώτες; Πιο ενδοτικούς; Στα πλαίσια, νομίζω, μίας διαρκούς αναπαραγωγής τέτοιων στερεοτύπων που νομίζω ότι τελικά αφορούν και ένα μικρό κομμάτι της ελληνικής κοινής γνώμης, διότι η ελληνική κοινή γνώμη τι θέλει; Πιστεύω ότι θέλει –είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να ζήσουμε ειρηνικά με την Τουρκία–, λοιπόν, θέλει ασφάλεια».
Για το διάλογο με την Τουρκία επανέλαβε ότι «η συζήτηση συνεχίζεται» και πως «μπορούμε να διαφωνούμε πολιτισμένα». «Η διαφωνία μας δεν μπορεί να οδηγείς σε αχρείαστες εντάσεις».
Μεσανατολικό
Σε ερώτηση αν τον ανησυχούν όσα λέγονται περί ενίσχυσης του ρόλου της Τουρκίας, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε πως είναι πολύ σχετική έννοια τι σημαίνει ότι ενισχύεται η γειτονική χώρα σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον καθώς και ότι είναι «νωρίς να βγάλει κανείς συμπεράσματα πριν καθίσει η σκόνη» στη Συρία.
«Αυτό δεν νομίζω ότι είμαστε ακόμα έτοιμοι να το πούμε. Κάποτε ο Νταβούτογλου είχε μιλήσει για πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες και κατέληξε να έχει προβλήματα με όλους τους γείτονες», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης.
Ανέφερε επίσης ότι η Τουρκία έχει «πολλά και σύνθετα μέτωπα» να αντιμετωπίσει, καθώς και ότι στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή η Ελλάδα έχει κι εκείνη «ρόλο και λόγο».
Σε αυτό το σημείο ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι τη Δευτέρα θα βρίσκεται στο Λίβανο, σε ένα ταξίδι με ξεχωριστή όπως είπε σημασία. «Προφανώς και η Τουρκία συνομιλεί, αλλά το ζήτημα είναι αν αυτός με τον οποίο συνομιλείς έχει δεύτερες σκέψεις για το τι θέλεις να πετύχεις», συμπλήρωσε.
«Η γνώμη της Ελλάδας μετράει»
Για το ευρύτερο διεθνές τοπίο ο Πρωθυπουργός δήλωσε πως πιστεύει ότι βρισκόμαστε στο τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου ή στην αρχή ενός καινούργιου.
«Θυμάμαι πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα το 1990 όταν έπεφτε το Τείχος και όλα φαινόντουσαν λαμπρά και αισιόδοξα. Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά όμως ορισμένες σταθερές παραμένουν. Η Ελλάδα σε σχέση με το που ήταν πριν από πέντε χρόνια, είναι μια χώρα πιο ισχυρή οικονομικά, γεωπολιτικά, έχει προχωρήσει στην ενίσχυση παραδοσιακών συμμαχιών και στην οικοδόμηση νέων, είναι μια χώρα της οποίας η γνώμη μετράει πολύ περισσότερο στην Ευρώπη και έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί την ήπια ισχύ χτίζοντας εικονα σύγχρονης χώρας. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα θεμέλια δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για σοβαρή εξωτερική πολιτική», τόνισε.
Ουκρανικό
Απαντώντας στην κριτική που ασκείται στην Ευρώπη για την εμπλοκή της στον πόλεμο στην Ουκρανία, απάντησε «πώς να μην εμπλέκεται όταν ο πόλεμος αφορά την Ευρώπη;», παρατηρώντας ότι για πρώτη φορά έχουμε πόλεμο στη Γηραιά Ηπειρο από το 1945, αν εξαιρέσει κανείς την τραγωδία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
«Πώς μπορεί η Ευρώπη και η Ελλάδα που στηρίζει την εξωτερική της πολιτική στο οικοδόμημα του Διεθνούς Δικαίου και του απαραβίαστου των συνόρων να πει ότι δεν την αφορά μια πολιτική που προσπαθεί να επιβάλει το δίκαιο του ισχυρού; Προφανώς μας αφορά και για έναν ακόμη λόγο, διότι μια σταθερά της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας ότι υπάρχουν ΗΠΑ για την ασφάλειά μας, πρακτικά δεν ισχύει. Οταν ο πρόεδρος Τραμπ έθεσε τους ευρωπαίους ηγέτες προ των ευθυνών τους το 2017, είχε επί της ουσίας δίκιο. Σημαίνει ότι η Ευρώπη συνολικά ως ΕΕ και ως κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να πάρει την ασφάλειά της πολύ πιο σοβαρά. Και εμείς σε αυτή τη συζήτηση προσερχόμαστε και με το κεκτημένο μιας χώρας που δαπανά πάνω από 3% στην άμυνά της», σημείωσε.
Για την προεδρία Τραμπ
Δοθείσης της ευκαιρίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε, εξάλλου, ότι ανήκει στους ηγέτες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που είχε επικοινωνία με τον Ντόναλντ Τραμπ από την πρώτη του θητεία όπως και ότι «από τότε έχουμε κάνει βήματα όπως η αμυντική συμφωνία συνεργασίας (Ελλάδας η ΗΠΑ) και τη μεγαλύτερη διείσδυση αμερικανικών εταιρειών όπως για παράδειγμα στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης όπου η Ελλάδα γίνεται κέντρο».
«Δεν μπορεί κανείς να είναι απολύτως σίγουρος για το πώς θα συμπεριφερθεί ο πρόεδρος Τραμπ. Νομίζω ότι έχει μεγαλύτερη εμπειρία. Οι άνθρωποι που θα στελεχώσουν το υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουν πολύ καλά την περιοχή. Παραδοσιακά έχουν βρεθεί κοντά στις πάγιες ελληνικές θέσεις», σημείωσε.
Προεδρία της Δημοκρατίας
Απαντώντας σε ερώτηση για την Προεδρία της Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέπεμψε και πάλι τη σχετική συζήτηση στα τέλη Ιανουαρίου.
«Προσπάθησα όχι επιτυχώς από το Σεπτέμβριο να κλείσω αυτή τη συζήτηση με ένα απλό επιχείρημα. Η χώρα έχει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θεσμικά θεωρώ όχι πολύ ευπρεπές να γίνεται αυτή η συζήτηση πριν από την ώρα της. Θα τηρήσω αυτή τη δέσμευση που πρώτος εγώ έδωσα και θα ανακοινώσω τις αποφάσεις στην ώρα τους, με το νέο έτος, τέλη Ιανουαρίου, όποτε το ορίζουν οι συνταγματικές προθεσμίες», ανέφερε.