Υπάρχει ένα τραγούδι του Γιώργου Κοινούση όπου οι στίχοι «Αμερική, Αμερική, καλά μου ‘λέγαν μερικοί πως είσαι χώρα μαγική» και «τραγική» εναλλάσσονται. Αυτή η αμφιθυμία του άσματος αποτυπώνει πολύ πιο εύγλωττα από πολλές αναλύσεις τα ανάμικτα συναισθήματα των Ελλήνων απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από τη μία εκτιμούμε τα επιτεύγματα της Αμερικής: Θαυμάζουμε τα πανεπιστήμιά της, την τεχνολογική της πρόοδο, καταναλώνουμε την κουλτούρα της από την πιο ρηχή εκδοχή -σε συσκευασία Hangover και Justin Bieber- μέχρι τη δουλειά της Martha Graham και τον Jeff Koons. Αγοράζουμε και επιδεικνύουμε με φιλαρέσκεια αμερικανικά προϊόντα από το iPhone και τα πασούμια της Tory Burch μέχρι τα Hollister και τα Toms. Στην Αμερική υπάρχει κάτι για τον καθένα να ζηλέψει: Για παράδειγμα ο εθνικόφρων ημιμαθής Χρυσαυγίτης συχνά μηρυκάζει τον αστικό μύθο του ότι τα ελληνικά παρά μία ψήφο θα γίνονταν η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ, αλλά μια ακόμα διεθνής συνωμοσία υπονόμευσε το έθνος μας, ενώ η λαϊφσταϊλατζού ακκίζεται με τον άλλο αστικό μύθο, του ότι θα γυριστεί στη Μεσσηνία το Sex & the City 3: The Worst Movie Ever. Αλλά και οι πιο ιντελεκτουέλ, με ή χωρίς εισαγωγικά, δύσκολα μπορούν να αντισταθούν στους μπίτνικ Kerouac και Burroughs, στον Dylan ή, πιο πρόσφατα, στον bff του Αλέξη Τσίπρα, Oliver Stone.
Από την άλλη, η αμερικανική πρεσβεία αποτελεί συχνό προορισμό για πορείες, καθώς η γενικότερη εξωτερική της πολιτική και η εμπλοκή της στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας τον 20ό αιώνα, αλλά ενδεχομένως και πιο πρόσφατα μέσω του γνωστού σκανδάλου των υποκλοπών, αποτελούν ακόμα ένα αγκάθι στις διμερείς σχέσεις. Κι ενώ λοιπόν τους θεωρούμε δολοπλόκους και υποχθόνιους, παράλληλα τους λοιδορούμε αποκαλώντας «Αμερικανάκια» όσους χαρακτηρίζονται από αφέλεια και βλακεία. Η Microsoft, τα McDonald’s, η Citibank και άλλες αμερικανικές εταιρείες έχουν αποτελέσει στόχους επιθέσεων, ενώ και η αμερικανική κουλτούρα πολύ συχνά κατηγορείται στην Ελλάδα ως εύπεπτη και ελαφριά, σε αντίθεση με ελληνικά μεγαθήρια του πολιτισμού. Οι Αμερικάνοι είναι υπέρβαροι, άσχετοι, άξεστοι, ακαλλιέργητοι, φασίστες, ιμπεριαλιστές, δολοφόνοι σε πολλές εκδοχές αυτής της αφήγησης. Την ήδη περίπλοκη σχέση έρχεται να κάνει ακόμα πιο σύνθετη και η αμήχανη παρουσία της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, από τον μακαρίτη Andrew Athens μέχρι τη Maria Menounos.
Αυτή η γενικότερη αμφιθυμία χαρακτηρίζει και την επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά στις ΗΠΑ. Σνομπάρουμε λίγο το ταξίδι αυτό και τη σημασία του, παρότι το κυνηγούσαμε καιρό. Ο Ομπάμα ναι μεν μας έχει απογοητεύσει, όπως και όλους όσοι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν παγκόσμιο σωτήρα, αλλά πάμε με μια κρυφή ελπίδα ότι ο θείος Σαμ θα βγάλει από την κωλότσεπη μια χούφτα δολάρια και θα μας χαρτζιλικώσει, την ώρα που η μητέρα Άνγκελα θα κοιτάζει με αποδοκιμασία και θα του λέει «τους κακομαθαίνεις που τους δίνεις παγωτό πριν το φαγητό». Απ’ την άλλη είμαστε προετοιμασμένοι ότι μπορεί να μη συμβεί τίποτα από όλα αυτά και να κρύψουμε την απογοήτευσή μας κάτω από μια μάσκα ξινίλας, αρκούμενοι στα περί γενέτειρας της Δημοκρατίας που θα ακουστούν στον Λευκό Οίκο, ένα κομπλιμέντο που το βαριόμαστε μεν, αλλά όταν κανείς άλλος δεν μας το κάνει το θυμίζουμε εμείς στον εαυτό μας και στους αγνώμονες λαούς.
Η ελληνική προεδρία της ΕΕ βρίσκεται προ των πυλών, σε μία κρίσιμη συγκυρία για τις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ, με τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου να εκκρεμεί ακόμα. Η Αμερική πάντοτε εκτιμά πρακτικές λύσεις, οι επιχειρήσεις της θέλουν να επιστρέψουν στην Ευρώπη αρκεί να νιώσουν ότι δεν θα επιβιβαστούν στο πλοίο των τρελών, η Ελλάδα έχει ανάγκη να τονώσει τις εξαγωγές της και τον καλό τουρισμό της και οι ΗΠΑ αποτελούν μια ιδανική αγορά. Ίσως θα ήταν χρήσιμο για μία φορά να παίξουμε εμείς το παιχνίδι αλλιώς, να αποβάλουμε πρώτοι εμείς τα κλισέ μας και να πάμε στο επόμενο ραντεβού προετοιμασμένοι, διαβασμένοι, διαφορετικοί απ’ το πώς μας περιμένουν.