Στη μακρά πορεία του προς τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να λύσει κάποια κομβικά σημεία στρατηγικής. Υποθέτω ότι τα επιτελεία του έχουν ήδη επισημάνει τα αδύναμα σημεία στη βασική επιχειρηματολογία του κόμματος και προσπαθούν να βρουν πειστικές απαντήσεις. Αν δεν το καταφέρουν, τότε ξέρουν από τώρα πού θα επικεντρωθούν τα πυρά των αντιπάλων του και πού θα επιχειρήσουν τα υπόλοιπα κόμματα να τρέξουν την προεκλογική ατζέντα.
Στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλο πρόβλημα πολιτικών συμμαχιών. Δεν διαθέτει φίλιες δυνάμεις για να συνασπιστεί μαζί τους κυβερνητικά. Αν από τις δημοσκοπήσεις είχε διαφανεί μια αδιαμφισβήτητη κούρσα του προς τα πάνω, τότε θα μπορούσε να παρακάμψει την έλλειψη αυτή επικοινωνιακά, βάζοντας ως στόχο την εκλογική αυτοδυναμία. Όσο όμως τα ποσοστά του θα βρίσκονται καθηλωμένα στο ίδιο επίπεδο με της ΝΔ, τόσο θα καλείται πιεστικά να απαντήσει στο ερώτημα «με ποιον θα κυβερνήσει». Με τη σημερινή διάρθρωση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, δεν φαίνεται να υπάρχει πειστική απάντηση σ’ αυτό.
Το ΚΚΕ αρνείται να βγει από τη περιχαράκωσή του. Δεν θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ δυνητικό συνεργάτη, αλλά εχθρό. Το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ θα μπορούσαν να είναι οι μελλοντικοί κυβερνητικοί εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ, όμως η υποχρεωτική σημερινή πολεμική εναντίον τους υπονομεύει την προοπτική μιας αυριανής σύμπραξης μαζί τους. Την υπονομεύει τόσο στο εσωτερικό των πολιτικών οργανισμών, όσο και στο επίπεδο των ίδιων των ψηφοφόρων κι από τις δυο πλευρές. Όσο για την πολιτική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, θεωρητικώς είναι σωστή στα πλαίσια κάποιας εθνικής απόπειρας να αντιμετωπιστεί η κρίση, όμως καταρρακώνεται από το ασυνάρτητο και το ευτελές του πολιτικού προσωπικού και των θέσεων των ΑΝ.ΕΛ. Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επεξεργαστεί και να δρομολογήσει μια πιο ευέλικτη και ρεαλιστική πολιτική συμμαχιών, αν δεν θέλει να πάει στις εκλογές με αναπάντητη τη βασική ερώτηση κάθε ψηφοφόρου «μπορείς να φτιάξεις κυβέρνηση ή θα μας οδηγήσεις σε απανωτές εκλογές και στην ακυβερνησία;».
Το δεύτερο μεγάλο κενό, είναι η πολιτική συμμαχιών στην Ευρώπη αναφορικά με το μνημόνιο. Η διπλή του θέση για συμμαχία του ευρωπαϊκού νότου και για διεθνή διάσκεψη που θα σβήσει το χρέος όπως αυτή του 1953 για τη Γερμανία, έχει καταφανές πρόβλημα στην εξειδίκευσή της. Ως συμπληρωματική πολιτική πρόταση θα μπορούσε να σταθεί, ως μονόδρομος όμως δύσκολα θα πείσει τον μέσο Έλληνα. Μια κυβέρνηση που επιζητά την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας της, δεν το κάνει συνομιλώντας με τους λαούς ούτε συμμαχώντας με διαδηλωτές στις πλατείες. Συμμαχεί με χώρες μέσω των κυβερνήσεών τους και προωθούν από κοινού συγκεκριμένες θέσεις στη διεθνή σκηνή. Ελλιπέστατη είναι επίσης και η νεότερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, ότι μια νίκη του στις ελληνικές εκλογές θα αποτελέσει τον καταλύτη για αντίστοιχες πολιτικές αλλαγές στις χώρες του νότου, οπότε θα γίνει δυνατή η συγκρότηση μετώπου και με κυβερνήσεις. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι αυτό θα συμβεί, δεν μπορεί προφανώς η Ελλάδα να περιμένει μήνες ή χρόνια για ν’ αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί στον ευρωπαϊκό νότο και μετά να δράσει. Αντιστοίχως, τα περί διεθνούς διάσκεψης θα σκοντάφτουν μονίμως στην καλή θέληση όλων των υπολοίπων που θα πάρουν (;) μέρος σ’ αυτήν, να αποδεχτούν την ελληνική θέση. Στον προεκλογικό διάλογο λοιπόν, κάθε φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ θα επαναλαμβάνει τα περί συμμαχιών του νότου και περί διεθνούς διάσκεψης για το χρέος, θα καλείται να απαντήσει στο ερώτημα «κι αν δεν τα πετύχετε, τότε τι θα κάνετε;». Εκεί, επί του παρόντος, δεν απαντούν αποτελεσματικά.
Αντιθέτως, πιστεύω ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει αντιμετωπίσει εν πολλοίς το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Την εικόνα ενός άγουρου νεαρού που ενδέχεται να αποδειχθεί επικίνδυνος για τη χώρα αν την αναλάβει σε μια τόσο κρίσιμη φάση. Αν εξαιρέσουμε τους σκληρούς πυρήνες των αντιπάλων του που δεν θα πεισθούν ποτέ, η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων που φτιάχνει τις εκλογικές νίκες, έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα να δει τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό. Σ’ αυτό έχει βοηθήσει η στροφή του προς τον πολιτικό ρεαλισμό, όσο κι αν αυτή πολλές φορές μοιάζει με εκκρεμές που κινείται από τον πραγματισμό στις ακραίες θέσεις και πάλι πίσω. Κατά τη γνώμη μου, σύμμαχος του Αλέξη Τσίπρα ως τώρα είναι και η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, που (παρά τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα) κρατά απέναντί του μια αρκετά (για τα δεδομένα της) εποικοδομητική στάση. Σ’ αυτή την κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι κατέχουν επεξεργασμένες λύσεις, τουλάχιστον στα κρίσιμα και βασικά.