«Είμαι σε αδιέξοδο», μου είπε ένας φίλος μου επιστρέφοντας βράδυ Πέμπτης απ’ τη δουλειά. Ήταν το βράδυ του μεγάλου κουρέματος. Η επόμενη θα ήταν μία άλλη μέρα, με ελπίδες ρευστότητας σε ταμεία και τράπεζες και ακόμα περισσότερους φόβους για ανθρώπους και φιλίες.
Ήταν σε πολιτικό αδιέξοδο. Ξεκίνησε από μικρός στο ΠΑΣΟΚ. Στην Ιπποκράτους κολλούσε αφίσες. ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Ο Ανδρέας ήταν ο ήρωας, ο άνδρας πρότυπο που είχε μυαλό, οράματα, γυναίκες. Το σάλιο πήγαινε σύννεφο και η κάλπη πρασίνιζε όσο φούντωνε η ελπίδα της αλλαγής. Εκείνος πάντως τον είχε πιστέψει.
Και μετά ο φίλος μου απογοητεύθηκε και σιχτίρισε του παλαιοπασόκους με τις ξεχειλωμένες ζακέτες και τα τεντωμένα κουμπιά που σύχναζαν στα πάρτι των διορισμένων νεολαίων στο Σιδεράδικο και στο Περιστέρι κι έγινε εκσυγχρονιστής.
Κι άρχισε να θαυμάζει τη λιτότητα στην έκφραση, τα μετρημένα λόγια, τις «πεζοπορίες» στην Αναγνωστοπούλου και το καλό θέατρο. Τέρμα τα χαζοξενύχτια και τα ποτά, τώρα η χώρα ήταν σε ανάπτυξη και το σύνθημα καλούσε στην επιτυχία. Φορούσες κοστούμι, μάθαινες να γεμίζεις τη μον μπλαν και στο αεροδρόμιο κρατούσες σαμσονάιτ. Τότε πρωτοκάπνισες πούρο.
Και μετά ήταν κι ο Γιώργος. Ψηλός, αθλητικός με βλέμμα κι όραμα ευρωπαϊκό. Γνώρισε τον Μανού Τσάου, ξέχασε το Δίχτυ. Ο Γιώργος ενέπνευσε με τις απόψεις του. Δίπλα στον αδύναμο, εκπαίδευση στη μειονότητα, όλοι σαν κι εμάς, εμείς σαν τους άλλους. Η επανάσταση ξεκίνησε από τη γλάστρα για ατομική χρήση και σκόνταψε στον ακτιβισμό του κανό.
Κι όταν κι αυτά πάλιωσαν και ξεπεράστηκαν, το κίνημα έπρεπε να σωθεί κι άνοιξε ο δρόμος της διαδοχής. Ο κύκλος δεν κλείνει όσο μέσα του στριμώχνεται Καρχιμάκης και Λουίς Αγιάλα. Λίγο πίσω, λίγο μπρος. Δηλαδή ακινησία.
«Είμαι σε αδιέξοδο». Ο Βενιζέλος αρχηγός. Πιο συντηρητικός αλλά συγκριτικά ισχυρός. Εκκλησία κι Ευρώπη πακέτο. Η ΔΗΜΑΡ, άποψη συγγενής με πρωτοεμφανιζόμενα τα ελαττώματα του μεγάλου. Χωράνε όλοι στην φιλόξενη αγκαλιά. Τι κι αν φαλίρισαν, τι κι αν απέτυχαν. Η βουλευτική προοπτική όλα τα συγχωρεί. Ο Σύριζα απομακρύνθηκε οριστικά, για το ΚΚΕ ούτε συζήτηση. Κι ο Μάνος; Αυτός τα λέει καλά αλλά κολλά στη Δράση. Μα δεν πρέπει να μπει στη Βουλή; Τι κάνει ο ίδιος γι’ αυτό;
Είναι σε αδιέξοδο. Και πώς το καταπολεμά; Δεν ξέρει. Περιμένει. Φασκιωμένος στη νιότη του, μπαϊλντισμένος από τα συνθήματα του παρελθόντος. Περιμένει ούτε αυτός ξέρει ακριβώς τι. Για ένα είναι σίγουρος. Το νέο, το άγραφο, αυτό δηλαδή που περίμενε κάθε φορά με σχεδόν μεταφυσική ελπίδα δεν υπάρχει. Και δεν υπήρξε ποτέ. Δεν υπάρχουν άλματα, μόνο μικρά βήματα που οδηγούν στο καλό.