Αφού έχει πια κατακάτσει ο επιφανειακός κουρνιαχτός της εκλογικής μάχης και αρχίζουν οι πραγματικές σεισμικές δονήσεις που γέννησαν οι μετατοπίσεις των τεκτονικών πλακών του πολιτικού μας συστήματος, ας ξαναμιλήσουμε για πολιτική. Προσοχή, για καθαρή πολιτική, όχι για ιδεολογίες, κοινωνικές αναφορές, στρατηγικές επιδιώξεις ή γεωπολιτικές εντάξεις. Ας πούμε ότι μιλάμε για την καθ’ αυτό τέχνη της πολιτικής. Τι είναι λοιπόν η πολιτική; Η διαχείριση των διλημμάτων την κρίσιμη ώρα της σύγκρουσης και η διαχείριση -στα μεσοδιαστήματα- της λεπτής γραμμής ανάμεσα σε ρήξεις και συνθέσεις. Αν παρατηρήσατε, στις εκλογές αυτές κέρδισαν όσα κόμματα έθεσαν καθαρό, διακριτό και ισχυρό δίχως υπεκφυγές δίλημμα, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ελιά. Κέρδισαν με τη σχετική έννοια του όρου, αφού ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε την πτώση της κυβέρνησης, ούτε η Ελιά ξανάγινε το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Στραπατσαρίστηκαν ή καταβαραθρώθηκαν όσα κόμματα πελαγοδρόμησαν, είχαν ασθενές μήνυμα που πατούσε σε ανύπαρκτο δίλημμα ή όσα ακολούθησαν κατά περίπτωση και ως δορυφόροι τα διλήμματα που έθεσαν αντίπαλοι σχηματισμοί.
Ποιος μπορεί να θυμηθεί σήμερα (μόλις δυο βδομάδες μετά τις εκλογές) το προεκλογικό δίλημμα της ΔΗΜ.ΑΡ ή των ΑΝ.ΕΛ; Κανένας, γιατί δεν υπήρχε. Να λοιπόν γιατί συνταράσσονται σήμερα. Θα μου πείτε ότι ο προηγούμενος βίος και πολιτεία τους, οι παλιότερες πολιτικές επιλογές και αντιφάσεις τους έθεσαν τα αντικειμενικά όρια μέσα στα οποία μπορούσαν να κινηθούν. Και σωστό και λάθος. Πράγματι, η τέχνη της πολιτικής δεν μπορεί από μόνη της να ξεπεράσει τα όρια των υποκειμενικών δυνατοτήτων ενός πολιτικού σχηματισμού, μπορεί όμως να τα ωθήσει ως τα ανώτατα και στα κατώτατα όριά τους. Εν προκειμένω, ο Κουβέλης και ο Καμμένος έμοιαζαν σα να προσπαθούσαν συνειδητά να βυθιστούν στα χειρότερα ποσοστά τους.
Επίσης, ποιος μπορεί να πει με σαφήνεια το δίλημμα που έθεσε ο Σαμαράς; Κανένας, διότι στην αρχή ήταν αυτοδιοικητικός και ευρωπαϊστής (που δεν έβλεπε αντανάκλαση των ευρωεκλογών στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό), για να καταλήξει στο τέλος σ’ ένα light δίλημμα, παρακολούθημα των πολιτικών προτεραιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ. Αμφιβάλλει κανείς ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό για τη Ν.Δ., αν από την αρχή ο Σαμαράς είχε θέσει με σαφήνεια το δίλημμα «νίκη ή παραδίδουμε στον Τσίπρα»; Όσο προχωρούσε η προεκλογική εκστρατεία, υπό την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός έκανε απότομη στροφή και υιοθέτησε πολύ αργά το γιαλαντζί «σταθερότητα ή καταστροφή». Τα γιαλαντζί διλήμματα, ούτε υπόσχονται επαρκώς, ούτε φοβίζουν καθοριστικά. Απλώς «βουλοπλέουν» που λένε στην Κρήτη, δίνοντας την ευχέρεια στον ψηφοφόρο να τα ξεπεράσει χωρίς να νιώσει βαθιά μέσα του ότι ίσως χάνει μια καλή ευκαιρία ή ότι ίσως αψηφά μια καταιγίδα που μπορεί να έρχεται.
Αντιθέτως, το δίλημμα Βενιζέλου «ή θα πάμε καλά ή θα ρίξουμε την κυβέρνηση» δεν άφηνε κανένα περιθώριο στον ψηφοφόρο στον οποίον απευθυνόταν να επιλέξει τρίτο δρόμο. Θα πουν κάποιοι ότι μ’ αυτά που γράφω, εγκρίνω έναν ακραίο πολιτικό εκβιασμό, διότι έτσι ονόμασαν το δίλημμα της Ελιάς. Θα απαντήσω πως ούτε εγκρίνω ούτε αποδοκιμάζω, απλώς ομιλώ περί πολιτικής. Όποιος επιθυμεί να ηθικολογήσει, ας πάει στην εκκλησία. Υπό κανονικές συνθήκες λοιπόν και αν ο Σαμαράς δεν τελούσε υπό το κράτος πολιτικής σύγχυσης, θα έπρεπε να σιχτιρίσει τον Βενιζέλο από την κυβέρνηση και να πάει σε εθνικές εκλογές, μόλις αυτός ανακοίνωσε το σκληρό του δίλημμα του ΠΑΣΟΚ. Διότι τι μήνυμα λάμβανε ο ψηφοφόρος της πολιτικής σταθερότητας, όταν τα δύο τρίτα της κυβέρνησης αποσύνδεαν το εκλογικό αποτέλεσμα από την κυβερνητική πορεία και το άλλο ένα τρίτο το είχε αναγάγει σε θέμα ζωής και θανάτου, εξαρτώντας απόλυτα την ύπαρξη της κυβέρνησης απ’ αυτό;
Όλα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά τα επιτελεία των κομμάτων. Απλώς, η υιοθέτηση ενός σαφούς και σκληρού διλήμματος, είναι συνάρτηση του ρίσκου που είναι διατεθειμένο να αναλάβει το κάθε κόμμα. Διότι ένα πολωτικό δίλημμα μπορεί να απαντηθεί και αρνητικά από τους ψηφοφόρους, οπότε αυτός που το θέτει κινδυνεύει από ξαφνικό θάνατο. Γι αυτό, όσο πιο απομακρυσμένο είναι ένα κόμμα από το κέντρο του πολιτικού συστήματος, όσο πιο πολύ φλερτάρει με την πολιτική ανυπαρξία, τόσο μεγαλύτερο ρίσκο αποτολμά να αναλάβει. Τουναντίον, όσο πιο κεντρικά είναι πλασαρισμένος ένας πολιτικός σχηματισμός, τόσο περισσότερο διστάζει να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά. Θεωρεί ότι η κίνηση του πολιτικού σκηνικού εξαρτάται από τις δικές του πρωτοβουλίες, οπότε μεταθέτει την ανάληψη ρίσκου στο μέλλον. Ελπίζει ότι στο μεταξύ θα διαμορφώσει ευνοϊκότερες συνθήκες, αυτό δηλαδή που σκέφτηκε και η Ν.Δ., οπότε μπήκε στην εκλογική μάχη σα να πήγαινε σε σαββατιάτικο παρτάκι δίχως σημασία. Μόνο που η προϊούσα απώλεια της πολιτικής ηγεμονίας όσο πλησίαζαν οι κάλπες, την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι όδευε σε μια στρατηγική ήττα δίχως να έχει παρατάξει καν τα στρατεύματά της. Τις δυο τελευταίες βδομάδες κατάλαβε πως ήταν υποχρεωμένη να πολεμήσει στις 18 και στις 25 Μαΐου και όχι κάποτε στο μέλλον, αλλά είχε πια αργήσει χαρακτηριστικά. Παρά ταύτα, κατά τη γνώμη μου κάτι γλύτωσε, αυτό το δίλημμα της τελευταίας στιγμής έκανε διαχειρίσιμη την ήττα της.
Τέλος, αν και δεν είναι απαραίτητο να στριμώχνουμε υποχρεωτικά κάθε πολιτικό σχηματισμό σ’ αυτό τον γενικό κανόνα, πιστεύω ότι το Ποτάμι και η Χρυσή Αυγή λειτούργησαν με αντίστοιχα διλήμματα. Τα δύο αυτά κόμματα μεγάλωσαν το πλαίσιο αναφοράς τους, φάρδυναν τον ορίζοντα του ψηφοφόρου και έθεσαν το δίλημμα «εμείς ή όλο το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα». Έξω από τα πλαίσια του συστήματος υπήρχε ήδη μπόλικη εκλογική πελατεία, που δεν επηρεαζόταν από τα εσωτερικά διλήμματα που έθεταν οι ενδο-συστημικοί. Ο Σταύρος, με το εξαίρετο «να αλλάξουμε την Ελλάδα χωρίς να την καταστρέψουμε» κατάφερε να τραβήξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή στο αχανές χωράφι των εξω-συστημικών μαζών, παίρνοντας το προοδευτικό και παραγωγικό κομμάτι τους. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ η Χρυσή Αυγή θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο και στο μέλλον (άρα έχει εξασφαλισμένη πελατεία όσο θα διαρκούν οι οικονομικές δυσκολίες των δυτικών κοινωνιών), ο Σταύρος θέλει να μπει στο εσωτερικό του συστήματος και να το αλλάξει, όπως λέει. Άρα, στις επόμενες εκλογές, το δίλημμά του πρέπει να είναι διαφορετικό, να απευθύνεται και στους μέσα, δίχως όμως να αποδιώξει αυτούς που ήδη πήρε.
Στο επόμενο: Η αντιπολιτευτική τανάλια του ΣΥΡΙΖΑ και ο μονόδρομος της αυτοδυναμίας του. Ο ευρύς δεξιός συνασπισμός που θα διαδεχτεί τη Ν.Δ. Η μόνη ενδεδειγμένη στρατηγική της Ελιάς: Να εξαναγκάσει τον Σαμαρά να τη διώξει απ’ την κυβέρνηση.