Βλέπεις ανθρώπους σκυφτούς, να περπατούν κοιτάζοντας το ιδιωτικό τους τίποτα, να έχουν αυτήν την αίσθηση της χαμένης κανονικότητας και της μεγάλης αβεβαιότητας. Να γίνονται ζωντανοί μάρτυρες μιας υπόθεσης στην οποία ούτε ως κομπάρσοι είχαν επιλέξει να παίξουν. Άνθρωποι που κουβαλούν, σαν δυσβάσταχτο βάρος, τη ματαίωση της ίδιας τους της ζωής. Και η πολιτική, αυτή που έχει μπει στη ζωή όλων με τόση βία, να αδυνατεί να τους εξηγήσει ακόμα και τα αυτονόητα.
Είναι η πρώτη ή δεύτερη, δεν έχει σημασία, φορά της Αριστεράς στον ρόλο της κυβέρνησης. Και αντί της ελπίδας που θα ερχόταν και το ξεμπέρδεμα με το παλιό, μια νέα μορφή χάους, αβεβαιότητας και απελπισίας καλοκάθεται στην ελληνική κοινωνία, μαζί με ακόμα μερικά πρωτόφαντα υλικά αποδόμησης. Οι συνέπειες μπορεί να μην είναι τόσο άμεσες, όσο π.χ. ο ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας ή το 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση αλλά θα είναι μακροπρόθεσμες όσο οι συνέπειες μιας επέμβασης στη γενετική ταυτότητα ενός ζωντανού οργανισμού. Κάτι που, βεβαίως, δεν γίνεται με χειρουργικές κινήσεις αλλά με όση βία μπορούν να παράγουν όλες οι συγγένειες της τυφλότητας και του λαϊκισμού. Ο τελευταίος φαίνεται να εξαπλώνεται σαν ίωση και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το οποίο -εκπαιδευμένο στη διαχείριση της εξουσίας- αναζητεί λύση στο θέμα της ηγεσίας της που απλώς να πληροί προϋποθέσεις «αντι-Τσίπρα».
Δεν έχει νόημα να κρίνει κάποιος τη γλωσσική δεινότητα του οποιουδήποτε, ακόμα και αν είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αν ο ίδιος φαίνεται ικανοποιημένος με τον μεταπολιτευτικό, συναισθηματικό και συνθηματικό ψυχολογισμό που φανερώνει ο λόγος του. Γιατί αυτό το σύνολο φαίνεται να εκπληρώνει την επιδίωξη, που δεν είναι άλλη από τη δήλωση «είμαι ένας από εσάς» και το συνακόλουθο «είναι ένας από εμάς». Το θέμα, όμως, είναι ποιο ακριβώς ακροατήριο έχει επιλέξει ο καθένας, και ο πρωθυπουργός, για να μιλήσει, έστω και με τη γλώσσα του σώματος.
Τραμπαλίζοντας μεταξύ καταναγκαστικών συμπεριφορών πρωτοκόλλου και αστικής ευγένειας που τελικά μεταμορφώνονται σε συμπτώματα αυτιστικής δυσπροσαρμοστικότητας, εντός και εκτός Ελλάδας, πείθει ολοένα και περισσότερο ότι ασπάζεται την επιλεκτική εκπροσώπηση συγκεκριμένου τμήματος και όχι ολόκληρης της κοινωνίας. Και είναι λογικό, εντός της συγκεκριμένης επικοινωνιακής τακτικής νιώθει ασφαλής από όλες τις απόψεις. Είτε για το πολιτικό του παρόν είτε για το μέλλον.
Όμως, ουδείς ωφελήθηκε σε βάθος χρόνου από τη λογική «προβοκάρω την κοινωνία». Ή αλλιώς, «στρέφω τη μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης». Η στοχοποίηση της μεσαίας τάξης ως προνομιούχου είναι ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να επιλέξει κάποιος για όλες τις υπόλοιπες πτυχές της διαστρωμάτωσης. Ιδίως όταν συνοδεύεται από μεγάλες ποσότητες φθόνου και μηδενικές εκδοχές προοπτικής αλλά και μόνο προς τα κάτω εξισωτικές απλοποιήσεις.
Η αναζήτηση της λύσης μοιάζει με κυνήγι θησαυρού. Η πολυπλοκότητα των συνθηκών δεν εξηγείται εύκολα. Και καμία αναζήτηση «ισόποσων» μέτρων δεν μπορεί να γίνεται με ταξικό φίλτρο. Απαιτείται ο πιο κανονικός ρυθμός προσγείωσης στην πραγματικότητα και επιχειρήματα που δεν θα παραπέμπουν σε εύκολες διακρίσεις αλλά σε ορθολογιστικούς προσδιορισμούς. Στελέχη της σημερινής κυβέρνησης έχουν πει στο παρελθόν ότι από την πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων θα μπορούσε να εξοικονομηθεί περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Αντ’ αυτού, επικρατεί ο κλαυσίγελως του 23% στην ιδιωτική παιδεία, η εφόρμηση στα τέλη κυκλοφορίας και άλλα σενάρια φορολογικής διαστροφής. Και, φυσικά, ο φόρος στο μοσχαρίσιο κρέας.
Το δίπολο είναι, πλέον, μεταξύ ορθολογισμού και ιδεοληψίας. Όσο πιο γρήγορα η κυβέρνηση πάρει αποφάσεις, τόσο πιο γρήγορες θα είναι και οι εξελίξεις. Υπέρ ή κατά της…
*Ο Κώστας Κυριακόπουλος είναι δημοσιογράφος.