Επτά μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας και ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το δεύτερο κύμα της, οι Ευρωπαίοι έχουν γίνει πιο συνειδητοποιημένοι και «υποψιασμένοι» σχετικά με το πώς να διαχειριστούν την κρίση.
Σε αντίθεση με το σοκ, τον τρόμο και τον πανικό που έπληξε τη Γηραιά Ήπειρο τον Μάρτιο, επικρατεί αυτή την φορά ένα πιο αισιόδοξο αίσθημα του στυλ «μπορούμε να τα καταφέρουμε» (γερμανιστί «wir schaffen das») καθώς ως επί το πλείστον, οι Ευρωπαίοι φορούν μάσκες και διατηρούν αποστάσεις ενώ κάνουν ό,τι μπορούν για να ζήσουν μια κάπως φυσιολογική ζωή.
Οι αριθμοί, ωστόσο, είναι αδυσώπητοι και περιγράφουν μια ζοφερή πραγματικότητα: στην κορυφή του πρώτου κύματος υπήρχαν σχεδόν 32.000 καταγεγραμμένα κρούσματα κορονοϊού ημερησίως σε ολόκληρη την ΕΕ των 27 και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τώρα, είναι σχεδόν τρεις φορές περισσότερα.
Μέχρι στιγμής, σχεδόν 200.000 άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους από κορονοϊό και 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ευρωπαϊκή οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί περισσότερο από 8% φέτος.
Κάπως έτσι, το Politico αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να κάνει έναν απολογισμό του πόσο καλά τα πήγανε οι ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες στη διαχείριση της πανδημίας.
Ποιες πολιτικές λειτούργησαν και ποιες όχι;
Η κατάταξη που ακολουθεί δεν βασίζεται σε κριτήρια που καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων ή το Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, αλλά είναι περισσότερο μια κυρίως υποκειμενική, πολιτική ματιά στους «καλούς, τους κακούς και τους… άσχημους».
Τρανό παράδειγμα αποφασιστικότητας αποτελεί η Ιταλία.
Χάρη στην Ιταλία, η υπόλοιπη ήπειρος κατάλαβε το «βάθος και τη διάσταση της κρίσης» δήλωσε ο γερμανός πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος πραγματοποίησε, μετά το ξέσπασμα, την πρώτη του επίσκεψη στο εξωτερικό, στο Μιλάνο, τον περασμένο μήνα.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η Ιταλία έδειξε στην υπόλοιπη Ευρώπη πώς να γυρίσει τούμπα τα πράγματα.
Τρομοκρατημένη από τον δραματικό αριθμό των νεκρών στην περιοχή της Λομβαρδίας, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε ανέλαβε δράση, χρησιμοποιώντας το «άλλοθι» που κέρδισε μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η περίφημη νωθρότητα της ιταλικής διοίκησης.
Και αυτό αποδείχθηκε ότι βοήθησε την Ιταλία να ισορροπήσει την καμπύλη πιο γρήγορα από ό,τι νόμιζε, τονίζει το άρθρο.
Ο Κόντε κατάφερε επίσης να κερδίσει μια γενναιόδωρη ευρωπαϊκή βοήθεια, διαδραματίζοντας βασικό ρόλο στο να πείσει την Μέρκελ να μειώσει την αντίσταση της Γερμανίας στην κοινή έκδοση χρέους.
Οι Σκανδιναβοί (πλην της Σουηδίας)
Σε σχεδόν οποιαδήποτε παγκόσμια κατάταξη χωρών, είτε πρόκειται για ποιότητα ζωής, ευτυχία ή ποιότητα εκπαίδευσης, οι Σκανδιναβοί βρίσκονται στην κορυφή ή κοντά στην κορυφή.
Ο κορονοϊός δεν διαφέρει.
Η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Φινλανδία και η Δανία έχουν ξεπεράσει την πανδημία, μέχρι στιγμής.
«Ότι οι τέσσερις αυτές χώρες διοικούνται από γυναίκες μπορεί ή όχι να είναι σύμπτωση», σημειώνει με νόημα το Politico.
Η γρήγορη επιβολή περιορισμών από τους Σκανδιναβούς στην αρχή της κρίσης βοήθησε στον περιορισμό του ποσοστού των κρουσμάτων, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να αφήσουν ανοιχτά τα καταστήματα και στην συνέχεια να χαλαρώσουν τους περισσότερους ελέγχους το καλοκαίρι.
Αυτό έσωσε τόσο ζωές όσο και άμβλυνε τον οικονομικό αντίκτυπο.
Το ίδιο ισχύει σε γενικές γραμμές για τις γειτονικές χώρες της Βαλτικής, οι οποίες έχουν αποφύγει τα χειρότερα από την πανδημία, υποφέροντας αθροιστικά λιγότερους από 220 θανάτους.
Σε όλο τον ευρωπαϊκό Βορρά, η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση για την διεξαγωγή τεστ και η προθυμία του κοινού να συμμορφωθεί με τους περιορισμούς ήταν τα κλειδιά της επιτυχίας.
Οι συνεντεύξεις Τύπου της πρωθυπουργού της Νορβηγίας Έρνα Σόλμπεργκ, με ερωταπαντήσεις με μαθητές είναι ένα μόνο παράδειγμα του καινοτόμου πολιτικού πνεύματος της βόρειας Ευρώπης.
Η πρωθυπουργός της Φινλανδίας Σάνα Μαρίν κέρδισε τον μεγαλύτερο έπαινο για την στάση της -παρά την απειρία της- υπό πίεση.
Ενώ η Φινλανδία έχει μια σειρά από φυσικά πλεονεκτήματα όπως η γεωγραφική απομόνωση, η ισχυρή κοινωνική συνοχή και έναν αρκετά μικρό πληθυσμό, η Μαρίν ήταν μόλις 4 μήνες στην θέση αυτή όταν ξέσπασε η πανδημία.
Τα κρούσματα κορονοϊού στη Φινλανδία, μια χώρα 5,5 εκατομμυρίων, αυξήθηκαν πρόσφατα (η ίδια η Μαρίν έπρεπε να αποχωρήσει από τη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αυτήν την εβδομάδα αφού ανακάλυψε ότι είχε εκτεθεί στον ιό), αλλά το ποσοστό θανάτου στη χώρα από τον ιό (6.34 ανά 100.000) παραμένει ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.
Ελλάδα, χώρα υπόδειγμα στη διαχείριση της πανδημίας
Καμία χώρα δεν ήταν στην ιδανικότερη θέση από την Ελλάδα. σύμφωνα με το δημοσίευμα, για να την «κατατροπώσει» ο κορονοϊός.
«Η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ από την ύφεση λόγω της κρίσης χρέους, έχει έναν από τους γηραιότερους πληθυσμούς της Ευρώπης – τόσο ευάλωτος στις πιο σοβαρές επιπτώσεις του κορονοϊού – και οι πολίτες της φημίζονται για την επίμονη άρνησή τους να ακολουθήσουν τους κανόνες», αναφέρει.
Αποδεικνύεται όμως ότι ο κίνδυνος του θανάτου κυριαρχούσε στη σκέψη των Ελλήνων περισσότερο από την απειλή της οικονομικής καταστροφής.
«Υπό την επιμελή καθοδήγηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η Αθήνα κατέστησε ευθύς εξαρχής σαφές πως οι Έλληνες έπρεπε να αντιμετωπίσουν σοβαρά την πανδημία. Και συμμορφώθηκαν, εφαρμόζοντας ένα από τα πιο αυστηρά lockdown της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος σχολείων και εκκλησιών», επισημαίνεται στο άρθρο.
Τα ριζοσπαστικά βήματα, που ξεκίνησαν τον Μάρτιο, κράτησαν τον κορονοϊό υπό έλεγχο, αλλά έθεσαν την οικονομία σε ακόμη μεγαλύτερη πίεση.
Στις αρχές Μαΐου, η κυβέρνηση ήρε κάποιους περιορισμούς, ελπίζοντας να σώσει τουλάχιστον ένα μέρος της τουριστικής περιόδου, βασική πηγή εσόδων για ολόκληρη την ελληνική οικονομία.
Αλλά ακόμα και με ανοιχτά σύνορα, οι τουρίστες εξακολουθούσαν να μην έρχονται. Γι’ αυτό και το ΔΝΤ προβλέπει πως η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 9,5% φέτος.
«Ωστόσο, η κυβέρνηση κατάφερε να διατηρήσει τον ιό υπό έλεγχο. Αν και τα περιστατικά έχουν αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά θανάτων στην Ευρώπη (4,49 ανά 100.000)», συνοψίζει το Politico, κάτι που «είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, δεδομένου ότι η κυβέρνηση της έπρεπε να αντιμετωπίσει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε δύο άλλα μέτωπα: την Τουρκία, που απειλεί στην Ανατολική Μεσόγειο και την προσφυγική κρίση στην Λέσβο».
Ανατολικά του Ρήνου
Συνολικά, οι γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης και οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έχουν διαχειριστεί καλά την κρίση.
Η Γερμανία συχνά θεωρείται το ευρωπαϊκό πρότυπο για τη στρατηγική που πρέπει να εφαρμοστεί στην πανδημία, αλλά έκανε επίσης πολλά λάθη, συμπεριλαμβανομένης μιας αργής αρχικής αντίδρασης και της απόφασης του Βερολίνου να κλείσει τα περισσότερα σύνορα.
Ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας διακυβέρνησης της χώρας, που αναθέτει την ευθύνη για την υγεία και την εκπαίδευση στα 16 κρατίδια της Γερμανίας, περιέπλεξε τα πράγματα μετά την απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ να επιβάλει εθνικές πολιτικές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Γερμανία να εφαρμόζει ένα συνονθύλευμα κανόνων και κανονισμών για τον κορονοϊό που συχνά προκαλούν περισσότερη σύγχυση παρά βοηθούν.
Ακόμη κι έτσι, οι επίμονες προτροπές της Μέρκελ στους Γερμανούς να χρησιμοποιούν μάσκα και να τηρούν τις αποστάσεις στις κοινωνικές εκδηλώσεις βοήθησε τη Γερμανία να αποφύγει την μοίρα άλλων μεγάλων χωρών, όπου η πανδημία βγήκε εκτός ελέγχου.
Η Αυστρία επίσης βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Μπορεί πολλοί στην Ευρώπη να κατηγορούν το έθνος των Άλπεων για την συμβολή του στην διάδοση του κορονοϊού σε όλη την περιοχή, αποτυγχάνοντας να διαχειριστεί ένα μεγάλο ξέσπασμα στο χιονοδρομικό κέντρο του Τιρόλου, το Ίσγκλ, τον Φεβρουάριο, ωστόσο το Ισγκλ αποτέλεσε ένα γεγονός που αφύπνισε τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς.
Η κυβέρνησή του επέβαλε γρήγορα σκληρούς περιορισμούς σε ολόκληρη την χώρα, συμπεριλαμβανομένης της σφράγισης ολόκληρων πόλεων, για να τεθεί υπό έλεγχο η εξάπλωση του κορονοϊού.
Αυτή η στρατηγική λειτούργησε το καλοκαίρι, αν και τα κρούσματα τώρα αυξάνονται ξανά με ημερήσιο ρυθμό μεγαλύτερο από 50% υψηλότερο από την κορυφή του Μαρτίου. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό θανάτων στην Αυστρία (10,9 ανά 100.000) είναι χαμηλότερο από αυτό της Γερμανίας.
Σουηδικό νουάρ με έμφαση στην υπομονή και την επιμονή
Η Σουηδία, η χώρα που εδώ και καιρό θεωρείται ως πρότυπο διακυβέρνησης, ουσιαστικά αγνόησε τον κορονοϊό.
Ο πρωθυπουργός Στέφαν Λόβεν ανέθεσε ουσιαστικά την ευθύνη για την κυβερνητική απάντηση στον επικεφαλής επιδημιολόγο της Σουηδίας Άντερ Τέγκνελ, ο οποίος αντιτάχθηκε στις μάσκες και το κλείσιμο σχολείων, καταστημάτων ή εστιατορίων.
Για τον Τέγκνελ, τα lockdowns είναι «σαν να χρησιμοποιείς ένα σφυρί για να σκοτώσεις μια μύγα».
Ο Τέγκνελ επιμένει πως χρησιμοποίησε μια στρατηγική «ανοσίας της αγέλης» για να ενισχύσει την ανοσία στον ιό στον πληθυσμό.
Ανεξάρτητα από το σχέδιο, έχει μέχρι στιγμής οδηγήσει σε πάνω από 100.000 κρούσματα και σε ποσοστό θνησιμότητας 5,8%.
Το ποσοστό στη γειτονική Νορβηγία είναι μόλις 1,7%.
Η Σουηδία εξακολουθεί να αποτελεί πρότυπο – τουλάχιστον μεταξύ των αρνητών των lockdowns.
Αν ο Λόβεν, σοσιαλδημοκράτης, κάνει δεύτερες σκέψεις, δεν τις προδίδει.
Προς το παρόν, μένει κολλημένος στο σύνθημά του: «hålla i o hålla ut», δηλαδή «συνεχίστε να παλεύετε».
Τσεχία, εκεί που όλα έγιναν… ανάποδα
Στην Τσεχία, ο πρωθυπουργός Αντρέι Μπάμπις μπορεί να είναι γνωστός ως «μίνι -Τραμπ» της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά η αρχική απάντηση του λαϊκιστή τσέχου δισεκατομμυριούχου στην πανδημία δεν δανείστηκε πολλά από την πολιτική του Τραμπ (εκτός από την πρόωρη απαγόρευση απευθείας πτήσεων από την Κίνα, στις 9 Φεβρουαρίου).
Η Τσεχική Δημοκρατία ήταν η πρώτη στην Ευρώπη που έκανε υποχρεωτική την χρήση μάσκας, έκλεισε σχολεία και τα μη απαραίτητα καταστήματα.
Ήταν επίσης η πρώτη που χαλάρωσε τους περιορισμούς, ξεκινώντας από τα μικρά καταστήματα, στις 9 Απριλίου.
Εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα.
Ο Μπάμπις στην συνέχεια παρέκαμψε τον αρχιτέκτονα της απάντησης της χώρας στον κορονοϊό, τον επιδημιολόγο Ρόμαν Πριμούλα.
Η αίσθηση της εθνικής υπερηφάνειας που κυριαρχούσε στη χώρα στις αρχές του καλοκαιριού γρήγορα μετατράπηκε σε ύβρεις.
Ο Μπάμπις αγνόησε τα προειδοποιητικά σημάδια και ανησυχούσε ότι η επιβολή περιορισμών θα εξόργιζε την επιχειρηματική κοινότητα. Έτσι δεν έκανε τίποτα.
Όταν τα κρούσματα καθημερινά ξεπέρασαν τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν την περασμένη άνοιξη, ο υπουργός Υγείας προσπάθησε να εφαρμόσει εκ νέου κανόνες για την χρήση μάσκας.
Αλλά ο Μπάμπις άσκησε βέτο σε νέους περιορισμούς.
Το αποτέλεσμα: τα κρούσματα αυξήθηκαν. Ένας όλο και πιο απελπισμένος πρωθυπουργός απάντησε απολύοντας τον υπουργό Υγείας στις 21 Σεπτεμβρίου και αντικαθιστώντας τον με τον Πριμούλα, τον επιδημιολόγο που αγνοούσε για μήνες.
Μπορεί να είναι πολύ αργά.
Τα ποσοστά κρουσμάτων στη χώρα των 10,5 εκατομμυρίων έχουν εκραγεί τον τελευταίο μήνα.
Τις τελευταίες ημέρες, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Από τα περίπου 150.000 κρούσματα στη χώρα, στην έναρξη της πανδημίας, το ένα τρίτο επιβεβαιώθηκε μόνο την τελευταία εβδομάδα – αν και το ποσοστό θανάτων της χώρας εξακολουθεί να είναι περίπου το ίδιο με της Γερμανίας.
Γαλλία: Διχάζουν οι τακτικές Μακρόν
«Οι Γάλλοι αγαπούν να μισούν τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνησή τους χειρίστηκε την κρίση κορονοϊού», αναφέρει το δημοσίευμα χαρακτηριστικά.
Στην αρχή διαμαρτύρονταν ότι η κυβέρνηση πιάστηκε εξαπίνης, δεν είχε στρατηγικό απόθεμα μάσκας ή την βιομηχανική ικανότητα να παράγει τεστ.
Ρίχνοντας μια ματιά στο πώς διαχειρίστηκε την πανδημία η κυβέρνηση Μακρόν, έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Στην συνέχεια, όταν όλοι φορούσαν μάσκες, πολλοί Γάλλοι αρρώσταιναν φορώντας τες και ήταν δυσαρεστημένοι με τις ολοένα και πιο καταναγκαστικές οδηγίες που καθιστούσαν υποχρεωτική τη μάσκα.
Η αποτυχία της κυβέρνησης να εφαρμόσει αποτελεσματικούς ελέγχους και ιχνηλάτηση, έπληξε περισσότερο την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Επτά μήνες μετά την πανδημία, οι γάλλοι ηγέτες εξακολουθούν να προσπαθούν να δικαιολογηθούν λέγοντας πόσο καινούριος και απρόβλεπτος είναι αυτός ο ιός , όταν άλλες χώρες φαίνεται να είναι λιγότερο μπερδεμένες από αυτούς.
Οι Αρχές απέφυγαν επίσης την επιβολή αυστηρών κανόνων κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών για τον φόβο μιας κοινωνικής εξέγερσης, καθώς οι Γάλλοι χαλάρωσαν περισσότερο όσον αφορά στην παρακολούθηση των κατευθυντηρίων γραμμών.
Με τα καθημερινά κρούσματα (σχεδόν 20.000 την ημέρα και πάνω) τώρα πολύ υψηλότερα από ό,τι στη Γερμανία και πάνω από 3 φορές ακόμη και από την Ιταλία, η οποία επλήγη περισσότερο την άνοιξη, η κατάσταση επιδεινώνεται γρήγορα.
Ο Μακρόν σε διάγγελμά του τον Μάρτιο απευθύνθηκε στο γαλλικό λαό λέγοντας ότι ήταν «σε πόλεμο με τον ιό».
«Φαίνεται όμως πως τον χάνει», σημειώνει το Politico.
Η ισπανική «υποχώρηση»
Η Ισπανία είναι η χώρα που επλήγη περισσότερο από το πρώτο και το δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ακολούθησε τους τυπικούς κανόνες την άνοιξη, δηλώνοντας «κατάσταση συναγερμού» και επιβάλλοντας ορισμένους από τους σκληρότερους περιορισμούς της Ευρώπης.
Αλλά το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Ισπανίας είναι ανεπαρκές σε προσωπικό και υλικά, αφήνοντας τη χώρα με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θανάτου στον κόσμο από τον ιό (72 ανά 100.000).
Όταν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έληξε στις 21 Ιουνίου, η κυβέρνηση του Σάντσεθ είχε καταφέρει να ευθυγραμμίσει την καμπύλη.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν παρέμεινε επίπεδη για πολύ.
Μέχρι τα μέσα Ιουλίου, στο αποκορύφωμα της τουριστικής περιόδου, τα κρούσματα αυξήθηκαν ξανά.
Και τότε η συντηρητική αντιπολίτευση της Ισπανίας απέσυρε την υποστήριξη για το lockdown του Σάντσεθ τον Ιούνιο, αφήνοντας τα 17 κρατίδια της χώρας στην μανία του κορονοϊού, με την εξουσία να κηρύττει μια τοπική κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, κανένας δεν τολμούσε, φοβούμενος το κόστος.
Το αποτέλεσμα ήταν μια περιστασιακή και εντελώς ανίσχυρη αντίδραση στην κρίση.
Ενώ η Μαδρίτη, το επίκεντρο της επιδημίας της Ισπανίας, έχει καταγράψει περισσότερα από 560 κρούσματα κορονοϊού ανά 100.000 κατοίκους τις τελευταίες δύο εβδομάδες – ωθώντας την εθνική κυβέρνηση να αναλάβει τον έλεγχο των περιορισμών του κορονοϊού, περιοχές όπως η Βαλένθια και η Αστουρία αναφέρουν λιγότερο από το μισό αυτό ποσοστό.
Πάνω από έξι μήνες μετά την πανδημία, η Ισπανία δεν έχει ακόμη εφαρμόσει ένα αποτελεσματικό σχήμα για τον εντοπισμό και την ιχνηλάτηση των κρουσμάτων του κορονοϊού, μια κεντρική αποτυχία που έχει απογοητεύσει τις προσπάθειες για επιβράδυνση της εξάπλωσής της.
Μέχρι στιγμής, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι δεν κατηγορούν τον Σάντσεθ – αλλά αυτό μπορεί να μην διαρκέσει.
Η βρετανική «τρικυμία»
Η Μεγάλη Βρετανία, από την άλλη πλευρά, αφέθηκε στη δίνη του κορονοϊού παρά τα δείγματα που είχε.
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον ήταν τόσο αναστατωμένος από τις εκκρεμούσες υποθέσεις του, που παρέλειψε αρκετές επείγουσες συναντήσεις για το θέμα στις αρχές του έτους.
Ακόμα και στις αρχές Μαρτίου, καθώς η πανδημία είχε ισοπεδώσει την βόρεια Ιταλία, ο Τζόνσον φάνηκε να αγνοεί τον κίνδυνο, λέγοντας σε συνέντευξη Τύπου ότι είχε επισκεφθεί ένα νοσοκομείο που φρόντιζε ασθενείς με κορονοϊό και «έκανε χειραψία με όλους».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ίδιος ο Τζόνσον προσβλήθηκε από τον ιό.
«Ο αγώνας του με την ασθένεια – και φτάνοντας κοντά στον θάνατο όσο ήταν στην Εντατική – διέσωσε τη δημοτικότητά του», σημειώνει το δημοσίευμα.
Από τότε όμως, υπήρξε μια αργή μετατόπιση της εμπιστοσύνης των πολιτών, καθώς ήρθαν στο φως λεπτομέρειες της έλλειψης προετοιμασίας της κυβέρνησης και ενώ ο κορονοϊός συνέχιζε να πλήττει την χώρα σκληρά – η Βρετανία είχε το χειρότερο ποσοστό θανάτων σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου, σύμφωνα με τις στατιστικές
Σημαντικές αποτυχίες που σταδιακά εμφανίστηκαν περιλαμβάνουν τον τεράστιο αριθμό θανάτων σε κέντρα φροντίδας (που αναγκάστηκαν να πάρουν πίσω ασθενείς με κορονοϊό νωρίς στο ξέσπασμα) και την καθυστέρηση στην οργάνωση των μηχανισμών διεξαγωγής τεστ.
Το Συντηρητικό Κόμμα του Τζόνσον έγινε όλο και πιο ανήσυχο τις τελευταίες εβδομάδες, με τους αντιπάλους των αυστηρότερων περιορισμών να γίνονται πιο τολμηροί και να αναγκάζουν την κυβέρνηση να δηλώσει πως κάθε σημαντικό νέο μέτρο πρέπει να τεθεί σε ψηφοφορία.
Παρ’ όλα αυτά, οι Συντηρητικοί διατηρούν ένα μικρό προβάδισμα έναντι των Εργατικών στις δημοσκοπήσεις.
Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση Τζόνσον θα επιβιώσει από το δεύτερο κύμα…