Με τον «πόλεμο των τσιπ» ασχολήθηκε ο Λούκα Αντζελίνι της Corriere della Sera, έχοντας κατά νου τον στρατηγικό ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας και ένα πρόσφατο άρθρο των Financial Times που υπογράφει η Ράνα Φόρουχαρ, αναλύτρια εξειδικευμένη σε ζητήματα παγκοσμιοποίησης. «Αυτός ο πόλεμος των ημιαγωγών θα σημαδέψει το μέλλον του κόσμου» είναι η εκτίμηση του ιταλικού Μέσου, το οποίο ενστερνίζεται τη σχετική προειδοποίηση της αρθρογράφου του Μέσου του Σίτι ότι οι Δυτικοί «πρέπει να προετοιμαστούμε».
Η εκκίνηση του ανταγωνισμού για τα τσιπ χρεώνεται στην Κίνα, η οποία «άνοιξε τον δρόμο για την αποσύνδεση των αλυσίδων εφοδιασμού με το πρόγραμμα Made in China 2025». Περί τίνος πρόκειται; «Είναι ένα πρόγραμμα που χρονολογείται πριν από την προεδρία Τραμπ. Τότε μάλιστα άλλαξε και η ονομασία του, με σκοπό να δείχνει λιγότερο απειλητικό. Ομως η ουσία του παρέμεινε η ίδια, δηλαδή η διατήρηση στον τόπο παραγωγής [σ.σ.: στην Κίνα] της παραγωγής που αφορά στρατηγικούς τομείς». Τα τσιπ, βέβαια, είναι καθοριστικός τομέας της σύγχρονης οικονομίας αφού επηρεάζει όλους τους άλλους. Η Κίνα με το συγκεκριμένο πρόγραμμα που ανέφερε η Φόρουχαρ επιδιώκει να πάψει να είναι το γενικό εργοστάσιο του πλανήτη και να επικεντρωθεί στην υψηλή τεχνολογία για τον ευατό της.
Η ιδέα της Φόρουχαρ είναι απλή και λαμβάνει υπ’ όψιν «τον αυξανόμενο ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας» και την προοπτική «της αποσύνδεσης των δύο μεγάλων οικονομιών». Εγραψε: «Για σκεφθείτε το. Στην εποχή μας, που είναι σχεδόν αδύνατον να διαχωρίσεις τις στρατιωτικές από τις πολιτικές χρήσεις των τσιπ υψηλής τεχνολογίας, εσείς θα συνεχίζατε να στέλνετε αυτά τα προϊόντα στον μεγαλύτερο αντίπαλό σας;» Οι ΗΠΑ, από την εποχή του Μπαράκ Ομπάμα μέχρι και σήμερα, φέρονται πεπεισμένες ότι η τροφοδροσία της Κίνας με τεχνογνωσία πρέπει να σταματήσει. Η Ευρώπη, από πλευράς της και έπειτα από καθυστέρηση δεκαετιών, κάνει τα πρώτα της βήματα στην παραγωγή τσιπ.
Στις ΗΠΑ κυβέρνηση και Πεντάγωνο έχουν ακολουθήσει τον δρόμο της αποσύνδεσης. Και το ίδιο κάνουν και ορισμένοι ιδιωτικοί κολοσσοί της τεχνολογίας, όπως επί παραδείγματι η Apple η οποία έχει ήδη μετακομίσει ή πρόκειται να μεταφέρει την εταιρεία της από την Κίνα προς την Ινδία και το Βιετνάμ. Η Φόρουχαρ έγραψε ότι για τις ιδιωτικές εταιρείες είναι περισσότερο περίπλοκο το πρόβλημα «της αποκοπής του τεχνολογικού ομφαλίου λώρου» με την Κίνα απ’ όσο είναι για το Πεντάγωνο. «Ο στρατός των ΗΠΑ μπορεί να το κάνει, αφού αποθηκεύει εδώ και αρκετό καιρό, και ο Καναδάς και η Αυστραλία αρχίζουν επίσης να εξορύσσουν μεγαλύτερες ποσότητες από σπάνιες γαίες και άλλα υλικά».
Η αμερικανική ηλεκτρική αυτοκινητοβιομηχανία, πάντως, θα έχει πρόβλημα αν η Κίνα περιορίσει τις εξαγωγές δικών της τσιπ, αφού οι ΗΠΑ χρειάζονται δύο χρόνια μέχρι να καλύψουν το κενό στην παραγωγή. Ετσι, σε τέτοια περίπτωση, αυτός ο νέος και φιλόδοξος βιομηχανικός κλάδος που ενθαρρύνεται και από τον Λευκό Οίκο θα μπλοκαριστεί από τις ανατιμήσεις. Το βρετανικό περιοδικό Economist έχει επισημάνει το πρόβλημα: «Οι επιδοτήσεις για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που συναρμολογούνται στη Βόρεια Αμερική θα τα καταστήσουν πιο ακριβά και χαμηλότερης ποιότητας». Το φιλελεύθερο βρετανικό Μέσο υποστηρίζει πάντα το «άνοιγμα της Αμερικής» στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και προειδοποιεί για «τον κίνδυνο ήττας στον τεχνολογικό αγώνα».
Για την αρθρογράφο των FT η λύση θα είναι η παραγωγή τσιπ «χαμηλού επιπέδου» σε «φιλικές χώρες» των ΗΠΑ, ορισμένες ασιατικές και ορισμένες ανατολικοευρωπαϊκές. Δηλαδή πρέπει να ευνοηθούν «ασφαλέστερες αλυσίδες εφοδιασμού», ακόμη και αν υπάρχει ή θα υπάρξει θέμα υψηλότερου κόστους εν συγκρίσει με εκείνο της Κίνας.