Στην Τζόρτζια των ΗΠΑ τα κομμωτήρια και τα κουρεία καθώς επίσης τα γυμναστήρια αλλά και τα εργαστήρια δερματοστιξίας (τατουάζ) λειτουργούν κανονικά από την προηγούμενη εβδομάδα ενώ στο Νότο, πολιτείες που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους, από το Τέξας έως τη Νότια Καρολίνα, πρωτοστατούν στη μεγάλη προσπάθεια επανεκκίνησης της αμερικανικής οικονομίας υπό το φάσμα του φονικού SARS-CoV-2.
Περί τις τριάντα αμερικανικές πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων και πολιτειών που ελέγχονται από το Δημοκρατικό Κόμμα, όπως το Κολοράντο και η Μοντάνα, έχουν αρχίσει ήδη να αίρουν τους αυστηρούς περιορισμούς με κάποιους κυβερνήτες να μην ακολουθούν καν τις οδηγίες του Λευκού Οίκου περί σταδιακής και συντονισμένης ανάκλησης των μέτρων και μόνον έπειτα από σταθερή μείωση των κρουσμάτων και των θανάτων για διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, προτίμησε να επιπλήξει τους Δημοκρατικούς κυβερνήτες της Μινεσότα, της Βιρτζίνια και του Μίσιγκαν επειδή εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όσον αφορά την επιστροφή στην κανονικότητα.
Με λίγα λόγια η κατάσταση στις ΗΠΑ, έπειτα από πολλές εβδομάδες περιορισμού των πολιτών, παραμένει στη καλύτερη περίπτωση χαοτική. Γιατί, πέρα από τα 1,3 εκατ. κρούσματα, τους σχεδόν 77.000 θανάτους και τις άκρως δυσοίωνες προβλέψεις των ειδικών για την εξέλιξη της πανδημίας κατά τις επόμενες εβδομάδες, οι κυβερνώντες των ΗΠΑ, τόσο σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό όσο και τοπικό επίπεδο, αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους ούτως ώστε να προστατέψουν τη δημόσια υγεία και να μετριάσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας, ικανοποιώντας συγχρόνως τη διαρκή επιθυμία των Αμερικανών για ελευθερία.
Αλλά αυτή η ασυμφωνία που επικρατεί σίγουρα δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο για τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Τσάρτερ, ανταποκριτή των λονδρέζικων Times στην Ουάσινγκτον, αποτελεί απλά «την τελευταία δοκιμή του μεγάλου πειράματος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο πλαίσιο του οποίου οι αμερικανοί «πατέρες του Εθνους» απέρριψαν έναν μονάρχη, προικίζοντας με διευρυμένες εξουσίες τις πολιτείες τους».
Ενισχύοντας, ωστόσο, τον ρόλο των πολιτειακών κυβερνήσεων όσον αφορά την διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων, οι ιδρυτικοί πατέρες των ΗΠΑ αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης την ηγεσία πρέπει να την ασκεί κατά κύριο λόγο ο εκάστοτε ένοικος του Λευκού Οίκου, γεγονός που εξηγεί γιατί ο Τζέιμς Μάντισον, 4ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν παρέλειψε να σημειώσει στα «Ομοσπονδιακά Κείμενα των ΗΠΑ» πως «η λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι πιο διευρυμένη και σημαντική σε περιόδους πολέμου ή απειλής ενώ των πολιτειακών κυβερνήσεων σε καιρούς ειρηνικούς και ασφαλείς».
Ο βρετανός δημοσιογράφος υποστηρίζει πως η σύγχυση που παρατηρείται στις ΗΠΑ σχετικά με τη σταδιακή επιστροφή στη νέα κανονικότητα οφείλεται εν μέρει στο γεγονός πως δεν είναι ξεκάθαρο ποιος έχει τον πρώτο λόγο, ποιος διατάζει και ποιος αποφασίζει, ειδικά όταν οι περιστάσεις είναι εξαιρετικές και οι καιροί χαλεποί.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι συχνά οι πολίτες αρνούνται να συμμορφωθούν με νόμους τους οποίους θεωρούν υπερβολικά αυστηρούς. Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, για παράδειγμα, οι τοπικές αρχές του Στιλγουότερ, μιας κωμόπολης στην Οκλαχόμα, υπό τον φόβο ξεσπάσματος ακόμα και βίαιων επεισοδίων, αναγκάστηκαν να αποσύρουν την οδηγία για την καθολική χρήση μάσκας.
Φυσικά την κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω και το γεγονός πως ο νυν αμερικανός πρόεδρος καλείται ενόψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου να αποδείξει στους Αμερικανούς πως μπορεί όχι μόνον να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του αλλά και να αντεπεξέλθει στις πρωτόγνωρα δύσκολες συνθήκες, προστατεύοντας την κοινωνία και από την πανδημία και από την επερχόμενη οικονομική κρίση.
Επί του παρόντος μεταξύ των συμβούλων του Ντόναλντ Τραμπ συγκαταλέγονται υπέρμαχοι του συνταγματισμού που υποστηρίζουν πως η εξουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι απόλυτη, διακεκριμένοι γιατροί που τάσσονται ξεκάθαρα υπέρ της παράτασης του lockdown και πολιτικοί αναλυτές που επιθυμούν να δουν τον πρόεδρό τους να ορθώνει το ανάστημά του.
Εκείνος αποπειράθηκε να δείξει ποιος κάνει κουμάντο στις 13 Απριλίου, ημέρα κατά την οποία, μιλώντας για την επανεκκίνηση της αμερικανικής οικονομίας, επισήμανε πως «όταν κάποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, η εξουσία του είναι απόλυτη». Οι δηλώσεις του, ωστόσο, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση πολλών υψηλόβαθμων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος τα οποία έσπευσαν να αμφισβητήσουν τα λεγόμενά του, επικαλούμενα τη 10η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος περί των εξουσιών που διατηρούνται από τις πολιτείες ή τον λαό.
«Η Αμερική συνεχίζει να εκτελεί το δικό της πείραμα διακυβέρνησης»
Την επομένη ο αμερικανός πρόεδρος επιδίωξε να εμφανιστεί περισσότερο διαλλακτικός, σημειώνοντας πως επρόκειτο απλά να «εξουσιοδοτήσει» τους κυβερνήτες των αμερικανικών πολιτειών να προβούν στη σταδιακή και ελεγχόμενη επανεκκίνηση των οικονομιών τους. Αλλά και πάλι ο Ντόναλντ Τραμπ ξεπέρασε εν αγνοία του τα όρια, δεδομένου ότι «δεν είναι στην εξουσία του να διατάξει την άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης ή το άνοιγμα των σχολείων ή των ιδιωτικών επιχειρήσεων.Αυτά είναι ζητήματα που άπτονται της αρμοδιότητας των πολιτειών», όπως επισήμαναν πολλοί αμερικανοί συνταγματολόγοι.
Κατά συνέπεια ο Λευκός Οίκος αρκέστηκε τελικά στο να εκδώσει μια σειρά από συστάσεις περί της άρσης των όποιων μέτρων έπειτα από δύο εβδομάδες διαρκούς μείωσης του αριθμού των κρουσμάτων και των θανάτων. Και από τότε έως και σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ περιορίζεται στο να εκμεταλλεύεται τη θέση του απλά και μόνο για να εκφράζει τη γνώμη του, αποφεύγοντας να αποδείξει στην πράξη ότι όντως η εξουσία του είναι απόλυτη όπως ισχυρίζεται ο ίδιος.
Την ίδια ώρα οι επιδημιολόγοι και οι λοιποί ειδικοί έχουν την προσοχή τους στραμμένη στις πολιτείες που πρωτοστατούν στην άρση των περιοριστικών μέτρων καθώς ανησυχούν ιδιαίτερα για ένα δεύτερο επιδημικό κύμα ενώ «η Αμερική συνεχίζει να εκτελεί το δικό της πείραμα διακυβέρνησης», με στόχο να διασφαλίσει τη δημόσια ασφάλεια, διατηρώντας, συγχρόνως, την «ιερή πυρά της ελευθερίας» (για την οποία μιλούσε ο Τζέιμς Μάντισον). Και όλα αυτά, υπό τις ασυνάρτητες υποδείξεις ενός προέδρου ο οποίος λόγω της θέσης που κατέχει, δεν μπορεί να παραδεχτεί πως, στο τέλος, αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας.