Έστω ότι μας χαρίζεται το ρολόι του Χρόνου. Και μπορούμε να το γυρίσουμε, ας πούμε, 72 χρόνια πίσω. Στα χρόνια του Εμφυλίου. Στην Αθήνα, τέτοια εποχή, έχει ξεσπάσει ένα εικαστικό σκάνδαλο. Ένας νέος καλλιτέχνης (μόλις στα 25 του τότε) προκαλεί την συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία φέρνοντας στο κατώφλι την εικαστική αφαίρεση. Ο Τήνιος στην καταγωγή, γεννημένος στην Αθήνα (στη Μαυροματαίων, όπου το 1944, στα 21 του, έκανε στα δωμάτια που ζούσε την πρώτη ανοικτή έκθεση), Γιάννης Γαΐτης ήταν ο «τρελός καλλιτέχνης», για τον οποίο βοούσαν τα αθηναϊκά σαλόνια.
Ποιος περίμενε ότι, λίγους μήνες μετά, ο θεωρούμενος ως «ο πιο γοργός καλλιτέχνης της ΕΠΟΝ» (σε αφίσες, φυλλάδια και φέιγ βολάν της οργάνωσης), στρατευμένος στα παράνομα συνεργεία της, θα κυκλοφορούσε και… επίσημα με το στίγμα του «τρελού». Ή του «φρενοβλαβή», όπως ήταν τότε η λέξη που συνηθιζόταν. Και αυτό το στίγμα τού έμεινε όταν κλήθηκε να στρατευθεί στον Εθνικό Στρατό και αρνήθηκε ζητώντας «τρελόχαρτο». Έτσι έφτασε να νοσηλεύεται σε ψυχιατρικές μονάδες στρατιωτικών νοσοκομείων και, κάποτε, και στο Δρομοκαΐτειο. Όταν δε, τελικά, βγήκε στο τέλος του Εμφυλίου ήταν υποχρεωμένος, με δικαστική απόφαση, να συνοδεύεται παντού από τον πατέρα του!
Να έχεις όλα αυτά και να τολμάς να προτείνεις αφαίρεση σε μια μάλλον συντηρητική εικαστικά κοινωνία, πάει πολύ. Οι κριτικές για τα αφαιρετικά έργα του νεαρού Γαΐτη στις πρώτες μεταπολεμικές πανελλήνιες εικαστικές εκθέσεις, στον «Παρνασσό», στα μέσα της δεκαετίας του ‘40, μόνον λίβελους επέσυραν. Μόνον φίλοι του, όπως ο (μετέπειτα νομπελίστας ποιητής) Οδυσσέας Ελύτης, βγήκαν να τον στηρίξουν απέναντι στην μήνι των «φιλότεχνων». Έγραφε, στην «Καθημερινή» της εποχής, ο ποιητής του Αιγαίου:
«Ο κόσμος του Γιάννη Γαΐτη είναι ακριβώς ο κόσμος που παλεύει και αγωνιά για να βρει μέσα από τις ταραχές των ημερών μας την έκφραση και τη μορφή που του ταιριάζουν. Η πάλη είναι σκληρή, μα ο καλλιτέχνης δουλεύει ακατάπαυστα και δε φοβάται το άγνωστο (…) Ρίχνεται μέσα του με ορμή, αναμοχλεύει τον ψυχικό του κόσμο, κατασπαταλά την παλέτα του, δοκιμάζεται, ψάχνει, σταματά για μια στιγμή και ύστερα πάλι συνεχίζει το δρόμο του. (…) Με αυτά τα όπλα, δεν μπορεί, θα ξεπεράσει γρήγορα τις ύποπτες ξένες επιδράσεις».
Αυτές τις πληγές φέρει στο έργο του ο Γαΐτης: της (συλλογικής σχεδόν) αποδοκιμασίας και «του οδυνηρού εγκλεισμού του», όπως γλαφυρά τον χαρακτηρίζει ο Γιάννης Μπόλης, επιμελητής της έκθεσης «Χωρίς τίτλο ΙΙ. Ελληνική Μεταπολεμική Αφαίρεση: Τα ηρωικά χρόνια», που λειτουργεί στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στο Θησείο, και αποκαλύπτει αυτή την πλευρά του καλλιτέχνη, πριν από τα θρυλικά πλέον «Ανθρωπάκια» του. Μαζί με τα έργα 26 ζωγράφων και γλυπτών, σημαντικών εκπροσώπων της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Σε αυτή την έκθεση θα εντοπίσει κάποιος ένα αφαιρετικό «Άλογο» του Γιάννη Γαΐτη, ο οποίος συνέταξε μαζί με τον Αλέκο Κοντόπουλο και άλλους το Μανιφέστο των «Ακραίων» της ελληνικής τέχνης, που «συμπίπτει με το τέλος του Εμφυλίου και σηματοδοτεί την αρχή της διεκδίκησης: της ελεύθερης έκφρασης και αυτονομίας του καλλιτέχνη απέναντι στην επικράτηση της αναπαράστασης (σ.σ.: ας πούμε της παραστατικής ζωγραφικής) ως τρόπου έκφρασης και κυρίαρχης ιδεολογίας».
Κάπως έτσι και χάρη στο «αιρετικό» γαΐτειο «Άλογο» της εν λόγω έκθεσης, το ρολόι του Χρόνου μας έχει γυρίσει ακριβώς 65 χρόνια πριν. Στην Αθήνα του 1954.
Άλλη σημαδιακή χρονιά για τον Γιάννη Γαΐτη. Η έκθεσή του στην αίθουσα του ιστορικού ξενοδοχείου «Κεντρικόν» της Αθήνας φέρνει έργα – και γλυπτά ανάμεσά τους – των τελευταίων εφτά χρόνων. Όσων πέρασαν και από την πρώτη ανοιχτή αποδοκιμασία του έργου του και το σκάνδαλο. Το αποτέλεσμα, αν εξαιρέσει κάποιος τον Άγγελο Προκοπίου που προλόγισε τον κατάλογο της έκθεσης, είναι νέοι, ακόμη χειρότεροι λίβελοι. Ο Αλέκος Σακελλάριος, σε χρονογράφημά του καταγράφει μια φράση που έγινε εμβληματική για την καθολική σχεδόν αποδοκιμασία του καλλιτέχνη: «Η σπληναντερογραφία του κυρίου Γαΐτη είναι για μένα κινέζικα».
Ο καλλιτέχνης εξωθείται να αφήσει την Ελλάδα. Φεύγει για το Παρίσι, όπου μένει για είκοσι χρόνια και υμνείται από την εικαστική κριτική για τον κυβισμό και τον σουρεαλισμό των έργων του. Αν και ο ίδιος γράφει στους φίλους του: «Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω». Την ίδια, σημαδιακή, χρονιά παντρεύεται την γλύπτρια Γαβριέλα Σίμωσι. «Είναι από τους πλέον αφιερωμένους ανθρώπους στην Τέχνη. Και πρέπει, πιστεύει, να δίνει σε αυτήν το μέγιστο των προσπαθειών και των δυνατοτήτων του», μου εξηγεί ο επιμελητής της έκθεσης για την ελληνική Αφαίρεση Γιάννης Μπόλης.
«Από το 1945 έως τις αρχές του ’50 ήταν σε δημιουργικό οργασμό, και για να καλύψει την έλλειψη πληροφόρησης που υπήρχε στους εικαστικούς θεσμούς στην Ελλάδα». Σαν να ήταν αλήθεια εκείνο το «Όλοι και μόνος» για τον Γαΐτη, στον τίτλο της έκθεσής του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το φθινόπωρο του 2008. «Δούλευε και ζούσε για την Τέχνη. Την δε πολιτική του συνείδηση δεν την αποποιήθηκε ποτέ».
Κάπως έτσι γεννήθηκαν το 1967, άλλη σημαδιακή χρονιά, τα έργα για τους συνταγματάρχες της Χούντας, όπως «Η δολοφονία της ελευθερίας», που εκτέθηκε το 1968 στην Ρώμη. Ή, αργότερα, το έργο για τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα. Το 1967 είναι που, ενώ έχει περάσει πλέον στην… γεωμετρία, «γεννάει» το πρώτο, απρόσωπο, «Ανθρωπάκι» του, στο έργο του «Μια ιστορία». Ένα εικαστικό «μοτίβο», που έπειτα αποκτά καπέλο. Εμφανίζεται μόνο του ή σε πλήθη και είτε αποτυπώνει την υπαρξιακή μοναξιά, είτε κριτικάρει τον κόσμο της Κατανάλωσης, της Επανάληψης. Σε «έναν κόσμο χωρίς πρόσωπα, σε ένα χώρο που μας συνθλίβει, με τον άνθρωπο να φαίνεται ανήμπορος να δαμάσει δυνάμεις που έφερε κοντά του», όπως σημείωνε ο Χρύσανθος Χρήστου.
Αυτά τα «Ανθρωπάκια» του Γαΐτη, που οι περισσότεροι γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε, από έναν τεράστιο όγκο 4.500 έργων τα οποία «έπλασε» στα χρόνια της δημιουργίας και συνήρμοσε σε 80 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. «Ανθρωπάκια» του, όπως εκείνα στο Μετρό, στον Σταθμό Λαρίσης.
Ο ίδιος άφησε την τελευταία του πνοή, μία μόλις εβδομάδα μετά τα εγκαίνια της μεγάλης αναδρομικής του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, το 1984. Της πιο μεγάλης αναγνώρισης από την πατρίδα του. Ίσως αυτή απάλυνε λίγο τις πληγές του από τις ηχηρές αποδοκιμασίες, από το στίγμα του «τρελού», από το κυνηγητό. Για εκείνον που τόλμησε «την τυποποίηση της ανθρώπινης μορφής με στόχο να γίνει ένας εικαστικός μύθος».
Info
Εκθεση: «Χωρίς τίτλο ΙΙ. Ελληνική Μεταπολεμική Αφαίρεση: Τα ηρωικά χρόνια», στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά (Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο)
Επιμελητές: Θούλη Μισιρλόγλου και Γιάννης Μπόλης.
Ξεναγήσεις για το κοινό κάθε Σάββατο στις 12:00, με το εισιτήριο εισόδου
Σειρά παράλληλων εκδηλώσεων στο mouseioalexmylona.blogspot.com