Μα, ποιος είναι αυτός ο πρώην ηλεκτρολόγος μηχανικός του κινεζικού στρατού Ρεν Τζενγκφέι και γιατί ανησυχεί τόσο πολύ τους Αμερικανούς ώστε να φτάσουν στο σημείο να επιδιώξουν και να καταφέρουν τη σύλληψη της κόρης του;
Επίσημα ο 74χρονος πατέρας της Μενγκ Ουαντζού είναι ο ιδρυτής και επικεφαλής της Huawei, της μεγαλύτερης εταιρείας τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού στον κόσμο, με 180.000 εργαζόμενους, η οποία τον περασμένο Αύγουστο ξεπέρασε την Apple σε πωλήσεις έξυπνων κινητών και πλέον ακολουθεί μόνον την πρωτοπόρο Samsung.
Η Huawei δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 170 χώρες, από την Κίνα έως την Ευρώπη μέσω της Αφρικής, ενώ τα έσοδά της έως το τέλος του έτους εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς για τους Κινέζους ο Ρεν είναι ένας ήρωας, ένας πρωτοπόρος επιχειρηματίας που επιδιώκει, πλέον, να κατακτήσει τον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο ψηφιακό κόσμο με στόχο να συμβάλει στην περαιτέρω οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας.
Αντιθέτως, για τους Αμερικανούς είναι ένας βαρόνος του κινεζικού καπιταλισμού, επικεφαλής μιας εταιρείας η οποία κατέληξε να αποτελεί μια από τις κινητήριες δυνάμεις της νέας κινεζικής αυτοκρατορίας που οραματίζεται να χτίσει ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, μια πανίσχυρη πολυεθνική της υψηλής τεχνολογίας που προωθεί τα κινεζικά συμφέροντα με τρόπους πιθανώς και αθέμιτους – όχι μόνον διεισδύοντας άκρως επιθετικά σε ξένες αγορές, αλλά και στηρίζοντας ακόμα και τη δράση των hackers και των κατασκόπων του Πεκίνου.
Στον Λαϊκό Στρατό
Το 1982 ο Ρεν Τζενγκφέι αναγκάστηκε να αποστρατευτεί από το Μηχανικό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού όπου υπηρετούσε επί σειρά ετών, όχι όμως ως στρατιωτικός, αλλά ως ηλεκτρολόγος μηχανικός στο ερευνητικό κέντρο του τμήματος Τεχνολογίας Πληροφοριών. Στην ηλικία των 38 ετών συγκαταλεγόταν μεταξύ των 500.000 μελών του κινεζικού Στρατού που έχασαν τη δουλειά στο πλαίσιο των δραστικών περικοπών προσωπικού στις οποίες προέβη η κυβέρνηση του Ντενγκ Σιάοπινγκ.
Εναν χρόνο μετά αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην οικονομία της αγοράς που μόλις είχε ανοίξει τις πύλες της στην ειδική ζώνη του Σεντζέν, μια κωμόπολη, εκείνη την περίοδο, σε κοντινή απόσταση από το βρετανικό και εξαιρετικά προηγμένο Χονγκ Κονγκ. Επειτα από τέσσερα χρόνια, το 1987, αξιοποιώντας ένα μικρό κεφάλαιο που είχε στη διάθεσή του, ο Ρεν ίδρυσε την Huawei, μια εταιρεία που σήμερα αποτελεί σύμβολο όσων φιλοδοξεί να επιτύχει η σύγχρονη Κίνα, μια εταιρεία δηλαδή που μέσα σε μερικά χρόνια κατάφερε να φθάσει από την παραγωγή τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού χαμηλού κόστους στην κορυφή της ψηφιακής τεχνολογίας και να είναι παγκόσμιος ηγέτης στην ανάπτυξη και στην εγκατάσταση των νέων υπερσύγχρονων τηλεπικοινωνιακών δικτύων πέμπτης γενιάς (5G). Αυτό, ωστόσο, καθιστά την εταιρεία του Ρεν και σύμβολο όσων φοβάται η Ουάσινγκτον.
Γιατί προέκυψε το «Βανκούβερ»
Σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές, η σύλληψη της Μενγκ Ουαντζού πραγματοποιήθηκε επειδή η εταιρεία της φέρεται -κατά την αμερικανική εκδοχή- να παραβίασε τις κυρώσεις εις βάρος του Ιράν, εξάγοντας (και αμερικανική) τεχνολογία στη χώρα.
Αλλά η σχετική έρευνα από τις αμερικανικές αρχές ξεκίνησε πριν από μια διετία ενώ πέρυσι η ZTE, ένας άλλος κινεζικός κολοσσός των τηλεπικοινωνιών, αποδέχτηκε την ενοχή της για παραβίαση των κυρώσεων και κλήθηκε να πληρώσει, τελικά, πρόστιμο ύψους σχεδόν ενός δισ. δολαρίων. Αλλά κανένας δεν συνελήφθη τότε από τις Αρχές.
Πού οφείλεται, λοιπόν, η αναπάντεχη αλλαγή στάσης των ΗΠΑ και η σύλληψη της Μενγκ Ουαντζού;
Οπως υποστηρίζει ο Guardian, στις ανησυχίες που έχουν εκφράσει αξιωματούχοι πολλών δυτικών μυστικών υπηρεσιών αναφορικά με την εμπλοκή της Huawei (και άλλων κινεζικών εταιρειών) σε σημαντικά έργα υποδομών στις χώρες τους.
Η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία ακολούθησαν πρόσφατα το παράδειγμα των ΗΠΑ και απαγόρευσαν τη χρήση εξοπλισμού Made in China για την ανάπτυξη των δικτύων 5G, ενώ η Ουάσινγκτον ασκεί ήδη πιέσεις και σε άλλους συμμάχους της να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση.
Μία ημέρα πριν από τη γνωστοποίηση της σύλληψης της Μενγκ Ουαντζού, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Καναδά επισήμανε τους κινδύνους που συνεπάγεται για την εθνική ασφάλεια της χώρας η ανάπτυξη των δικτύων 5G. Και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ο επικεφαλής της βρετανικής MI6 υπογράμμισε πως η Βρετανία πρέπει να εξετάσει σοβαρά το γεγονός ότι για την ανάπτυξη των εν λόγω δικτύων χρησιμοποιείται κινεζική τεχνολογία, ενώ στη συνέχεια η British Telecom επιβεβαίωσε τη μερική απεγκατάσταση εξοπλισμού της Huawei από το υπάρχον δίκτυο τέταρτης γενιάς.
Πάντως οι Κινέζοι έχουν ξεκαθαρίσει πως στην ανάπτυξη του δικού τους δικτύου τηλεπικοινωνιών πέμπτης γενιάς δεν πρόκειται να συμμετάσχει καμιά ξένη εταιρεία, ενώ σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε εφέτος από την πολιτική ηγεσία, όλοι οι κινέζοι πολίτες και όλοι οι οργανισμοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί, υποχρεούνται να συνδράμουν τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.