. | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ποιος έφερε τη ΔΕΗ στο χείλος του γκρεμού;

Τα οικονομικά αποτελέσματα του 2018 δείχνουν πως σύντομα για την επιχείρηση και για την κυβέρνηση θα έρθει η ώρα των δύσκολων αποφάσεων. Και πολλοί φοβούνται πως δεν θα αποφευχθεί η πώληση, όχι μόνο των λιγνιτικών ή υδροηλεκτρικών μονάδων, αλλά και του δικτύου χαμηλής τάσης (του ΔΕΔΔΗΕ δηλαδή) που έχει μείνει στον έλεγχο της
Σωτήρης Κάππας

Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, λίγες ώρες μετά τις ζημιές των 903,8 εκατ. ευρώ που είχε ανακοινώσει η ΔΕΗ για το 2018, το κλίμα στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων ήταν βαρύ. Η προγραμματισμένη συνάντηση στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, όπως οι πρώην υπουργοί Κ. Χατζηδάκης και Κ. Σκρέκας, με συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ που εργάζονται στον όμιλο της ΔΕΗ, είχε εξελιχθεί σε… μνημόσυνο για την κρατική επιχείρηση ηλεκτρισμού. «Θα σκάσει στα χέρια μας» έλεγαν όσοι θεωρούν πως η ΝΔ θα είναι η επόμενη κυβέρνηση. «Η επιχείρηση είναι κλινικά νεκρή» υποστήριζαν οι πλέον απαισιόδοξοι.

Μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στη συνάντηση της Τετάρτης υπήρχαν και κάποιοι που επιμένουν πως τόσο οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ, ανεξαρτήτως χρώματος, όσο και οι κατά καιρούς πολιτικοί προϊστάμενοι των διοικήσεων έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σπρώξουν την επιχείρηση στο γκρεμό. Τα οικονομικά αποτελέσματα του 2018, που οδήγησαν σε νέα βύθιση της μετοχής και τη χρηματιστηριακή της αξία στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ, τους επιβεβαιώνουν.

Η σημερινή κυβέρνηση έδωσε  τη χαριστική βολή στην ΔΕΗ η οποία τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σε αντίθεση με τα πρώην μονοπώλια στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν προσαρμόστηκε στο νέο ενεργειακό περιβάλλον. Ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, δήλωνε το 2014 πως η δημιουργία της λεγόμενης «Μικρής ΔΕΗ» ήταν «εθνικό έγκλημα που πρέπει να αποτραπεί» και είχε αναλάβει πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος κατά του συγκεκριμένου σχεδίου.

Τώρα θα παραδώσει στην επόμενη κυβέρνηση μια «Πολύ Μικρή ΔΕΗ», με τεράστιες ζημιές, πολύ υψηλό τραπεζικό δανεισμό που δυσκολεύεται να αναχρηματοδοτήσει, αδυναμία πρόσβασης σε κεφάλαια για νέες επενδύσεις και ληξιπρόθεσμες οφειλές κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ.

Επί διοίκησης Αθανασόπουλου, συγκέντρωση διαμαρτυρίας με την καθοδήγηση του εικονιζόμενου αρχισυνδικαλιστή Νίκου Φωτόπουλου: «Τη φυλάμε, δεν την πουλάμε» έγραφε το πανό. Τι θα έγραφε τώρα;

Ενώ τα οικονομικά προβλήματα της ΔΕΗ ήταν εμφανή από τις αρχές της δεκαετίας και οι πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχαν ενταθεί, ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ανέλαβε το πομπωδώς ονομασθέν «Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης», ήταν να χορηγήσει στο προσωπικό της ΔΕΗ το περίφημο «τροφείο», δηλαδή πρόσθετη, αφορολόγητη, αμοιβή 6 ευρώ για κάθε ημέρα που εργάζονται. Και ας είναι γνωστό πως το μέσο μικτό μισθολογικό κόστος της ΔΕΗ βρίσκεται κοντά στα 50.000 ευρώ τον χρόνο. Αξιόλογο ποσοστό του προσωπικού της κάθε μήνα «πλαφονάρει», λαμβάνει δηλαδή τον ανώτερο μισθό του δημοσίου υπαλλήλου, τα 2.600 ευρώ καθαρά. Το «τροφείο» χορηγείται ακόμα και σήμερα, μειωμένο στα 4 ευρώ. Μάλιστα ενώ στον ΔΕΔΔΗΕ, τη θυγατρική της ΔΕΗ που ασχολείται με τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας στη μέση και χαμηλή τάση, είχε μειωθεί στα δύο ευρώ, πρόσφατα αυξήθηκε και εκεί στα τέσσερα!

Κατά τραγική ειρωνεία στο διοικητικό συμβούλιο της «Πολύ Μικρής ΔΕΗ» συμμετέχει και το σύμβολο του «αγώνα» που οδήγησε την επιχείρηση στο χείλος της χρεοκοπίας, ο πρώην πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ Νίκος Φωτόπουλος. Μάλιστα, η κυβέρνηση φρόντισε με τροπολογία να του εξασφαλίσει και δεύτερη θητεία στο Δ.Σ. της ΔΕΗ ως εκπροσώπου των εργαζομένων! Ο κ. Φωτόπουλος, ηγούνταν των καταδρομικών επιχειρήσεων στο γραφείο του πρώην προέδρου Τάκη Αθανασόπουλου την προηγούμενη δεκαετία.

Ο κ. Αθανασόπουλος, επιτυχημένος πρώην μάνατζερ πολυεθνικής, ήταν αυτός που πρώτος εντόπισε πως η ΔΕΗ πρέπει να αναζητήσει στρατηγικούς συμμάχους, να επεκταθεί σε αγορές του εξωτερικού και, κυρίως, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), προκειμένου να διασωθεί.  Επιχείρησε να συνάψει στρατηγικές συνεργασίες με πανίσχυρους διεθνείς ομίλους όπως η γερμανική RWE, η ισπανική Iberdrola καθώς και ελληνικές επιχειρήσεις όπως η ΤΙΤΑΝ, η (κραταιά τότε, αλλά σήμερα χρεοκοπημένη) Χαλυβουργική, κ.α. Σε όλες τις περιπτώσεις ο Νίκος Φωτόπουλος και οι συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην προχωρήσει τίποτα. Και το πέτυχαν! Προ ημερών ο κ. Φωτόπουλος εξέδωσε και μια ανακοίνωση περίπου 110 σελίδων (!) για τα σημερινά χάλια της ΔΕΗ με την οποία, χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής, στην ουσία ζητάει πρόσθετα δισεκατομμύρια ευρώ από τους φορολογούμενους για να διασωθεί η επιχείρηση.

Επί σχεδόν 20 χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε μέτρα για το ουσιαστικό άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να γίνουν σοβαρές επενδύσεις από ιδιώτες και να δημιουργηθεί πραγματικός ανταγωνισμός που θα ωφελήσει τους καταναλωτές. Υπό το πρόσχημα διατήρησης της ισχυρής θέσης της ΔΕΗ δημιουργήθηκε ένα δαιδαλώδες, μη αποτελεσματικό, μοντέλο λειτουργίας της αγοράς που στην ουσία ωφελούσε τους αετονύχηδες σε βάρος όσων προσπαθούσαν πραγματικά να επενδύσουν. Οι συνδικαλιστές που στήριξαν, μαζί με τους πολιτικούς τους προστάτες, το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης της αγοράς «έβαλαν τα χέρια τους και έβγαλαν τα μάτια τους».

Ετσι, έπειτα από δύο δεκαετίες «απελευθέρωσης» της αγοράς, στο τέλος του 2018 η ΔΕΗ κατείχε το 81,9% της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα όταν είχε μερίδιο μόνο 53,3% στην παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, η επιχείρηση επιβαρύνεται με δισεκατομμύρια ευρώ για την αγορά ενέργειας από τρίτους προκειμένου να ικανοποιήσει τους πελάτες της αφού δεν επαρκεί η δική της παραγωγή. Οι ιδιώτες ανταγωνιστές της παίρνουν στην ουσία τους καλούς πελάτες αφήνοντας στην ΔΕΗ τα «βαρίδια» και τους κακοπληρωτές όπως η καταχρεωμένη κρατική βιομηχανία σιδηρονικελίου ΛΑΡΚΟ. Η τελευταία οφείλει στην ΔΕΗ περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ. Η αδυναμία της ΔΕΗ να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες, όπως οι έξυπνοι μετρητές, δεν της επιτρέπει σήμερα να ασκεί ενεργητική / προληπτική πολιτική απέναντι στους χιλιάδες μικρότερους κακοπληρωτές, επισημαίνουν ακόμα και στελέχη της επιχείρησης.

Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ στην οδο Χαλκοκονδύλη, στις 20 Απριλίου 2018. Αυτή τη φορά, η διαμαρτυρία στρεφόταν κατά των κυβερνώντων πρώην συντρόφων του στον ΣΥΡΙΖΑ για το νομοσχέδιο πώλησης των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης που ούτως ή άλλως ναυάγησε

Η ελληνική συνταγή ανάπτυξης του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας συνοδευόταν και από διαρκή κοροϊδία των κοινοτικών αξιωματούχων που ζητούσαν να μπουν νέοι «παίκτες» στην αγορά λιγνίτη ή να λειτουργήσει πραγματικά ο ανταγωνισμός. Επειδή δεν δημιουργήθηκαν καθετοποιημένες ιδιωτικές μονάδες παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη (παρά τις προσπάθειες που είχαν καταβληθεί στην προηγούμενη δεκαετία), επειδή δεν επετράπη σε ιδιώτες να έχουν πρόσβαση σε λιγνιτωρυχεία ή να επενδύσουν σε μεγαλύτερα υδροηλεκτρικά, η Ελλάδα έχασε χιλιάδες θέσεις εργασίας.

Στο τέλος η χώρα μας σύρθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκε για το μονοπώλιο της ΔΕΗ στον λιγνίτη με αποτέλεσμα η σημερινή κυβέρνηση να καλείται, σε κλίμα εξαιρετικά αρνητικό για την αγορά, να πωλήσει λιγνιτικές μονάδες σε ιδιώτες. Πρόκειται για σχέδιο που πολλοί θεωρούν καταδικασμένο να αποτύχει κυρίως εξαιτίας των αυστηρών περιβαλλοντικών κανονισμών και της αρνητικής αντιμετώπισης του λιγνίτη πανευρωπαϊκά.

Ο πρώτος διαγωνισμός για την πώληση λιγνιτικών μονάδων σε Φλώρινα (Μελίτης Ι και η άδεια κατασκευής της μονάδας Μελίτη ΙΙ) και Μεγαλόπολη κηρύχθηκε άγονος. Τον ίδιο δρόμο φαίνεται πως έχει πάρει και ο επαναληπτικός διαγωνισμός καθώς οι υποψήφιοι ζητούν παράταση και πρόσθετα «κίνητρα» ώστε να καταθέσουν προσφορές. Στην ΔΕΗ, μάλιστα, προσδοκούν και έσοδα από την πώληση, όταν η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει πως ενίοτε τα πρώην κρατικά μονοπώλια πληρώνουν για να ξεφορτωθούν τις λιγνιτικές μονάδες!

Στην αντιπολίτευση θεωρούν πως το σχέδιο για τη δημιουργία της «Μικρής ΔΕΗ», μέσω του οποίου θα πωλούνταν μονάδες και πελάτες σε ιδιώτες, όπως το είχε επεξεργαστεί η κυβέρνηση Σαμαρά, θα λειτουργούσε ως σωσίβιο για την επιχείρηση. Το μοντέλο βασιζόταν στον δρόμο που ακολούθησε το πρώην ιταλικό μονοπώλιο, η ENEL. Η εταιρεία αυτή υποχρεώθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να μεταβιβάσει στον ιδιωτικό τομέα δυναμικότητα περί τα 15.000 MW μέσω της δημιουργίας τριών ξεχωριστών εταιρειών οι οποίες και πωλήθηκαν. Τα έσοδα από τη μεταβίβαση των τριών εταιρειών (Eurogen, Elettrogen and Interpower) που έγινε σε εποχές ευφορίας για τις αγορές, προσέγγισαν τα 8,3 δισ. ευρώ. Σήμερα η ENEL είναι ένας από τους ισχυρότερους ενεργειακούς ομίλους της Ευρώπης.

Οσοι παραμένουν επιφυλακτικοί στο σχέδιο της «Μικρής ΔΕΗ» υποστηρίζουν πως δεν δοκιμάστηκε στην πράξη και πως οι συνθήκες της αγοράς είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολες από τη δεκαετία του 2000. Υποστηρίζουν, επίσης, πως ούτε η τότε κυβέρνηση θα τολμούσε να εντάξει στη «Μικρή ΔΕΗ» υδροηλεκτρικές μονάδες, όταν οι ιδιώτες επενδυτές θεωρούν πως ένα «πακέτο» με ορυχεία λιγνίτη και / ή υδροηλεκτρικούς σταθμούς θα ήταν πιο ελκυστικό σε σύγκριση με τους απαρχαιωμένους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς. «Δοκιμάστηκε, όμως, η συνταγή της σημερινής κυβέρνησης, που ως αντιπολίτευση αντιδρούσε στο μοντέλο της «Μικρής ΔΕΗ», με τα γνωστά αποτελέσματα», απαντά η άλλη πλευρά.

Το φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (7 Αυγούστου 1950) «περί ιδρύσεως δημοσίας επιχειρήσεως ηλεκτρισμού»

Η διοίκηση της ΔΕΗ εμφανίζεται να ζητεί από κυβέρνηση και Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσθετα «κίνητρα» ώστε να έχει αίσιο τέλος ο διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων. Αρκετοί θεωρούν πως στην πραγματικότητα «παίζει καθυστέρηση» αφού δεν θέλει ούτε να σκέφτεται τι θα συμβεί στην περίπτωση δεύτερης αποτυχίας. Τότε οι κοινοτικές υπηρεσίες θα βάλουν στο τραπέζι και το ενδεχόμενο πώλησης του Ιερού Δισκοπότηρου, δηλαδή υδροηλεκτρικών μονάδων. Η διοίκηση το παραδέχεται, μάλιστα, και στον ετήσιο απολογισμό για το 2018 στον οποίο αναφέρεται επί λέξει: «Δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση ότι δεν θα υποχρεωθεί η Μητρική Εταιρεία να προχωρήσει σε περαιτέρω αποεπενδύσεις λιγνιτικής (ή άλλης) ισχύος παραγωγής στο μέλλον, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να μειώσει το μερίδιο αγοράς της στις αγορές παραγωγής και προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί απέναντι στους δανειστές και στην Κομισιόν (Νόμος 4336/2015) πως το μερίδιο της ΔΕΗ στη χονδρική και λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να μειωθεί. Από 1.1.2020 και μετά καμιά επιχείρηση δεν θα μπορεί να παράγει ή να εισάγει άμεσα ή έμμεσα πάνω από το 50% του συνόλου της παραγόμενης και εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Ο νόμος προβλέπει πως η Επιτροπή Ανταγωνισμού έπρεπε να εκτιμήσει τη δυνατότητα εκπλήρωσης του συγκεκριμένου στόχου έως την 01.01.2019 και στην περίπτωση αδυναμίας επίτευξης να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των εταιρειών επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 5% έως 10% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο έτος.

Η διοίκηση της ΔΕΗ παραδέχεται στον ετήσιο απολογισμό πως «ο Όμιλος και η Μητρική Εταιρεία δεν είναι σε θέση να παράσχουν οποιαδήποτε διαβεβαίωση ότι θα επιτευχθεί η μείωση και των δύο μεριδίων στα υποχρεωτικά επίπεδα μέσα στην καθορισμένη προθεσμία».

Αντίστοιχα φιλόδοξοι είναι και οι στόχοι για το μερίδιο της ΔΕΗ στη λιανική αγορά. Σειρά νόμων και υπουργικών αποφάσεων καθορίζουν τα μερίδια λιανικής στα οποία θα πρέπει να έχει κατέλθει η ΔΕΗ ανά έτος ως το 2019 (87,24% το 2016, 75,24% το 2017, 62,24% το 2018 και 49,24% το 2019). Με το μερίδιο της επιχείρησης στη λιανική σε επίπεδα κοντά στο 80%, όπως προαναφέρθηκε, ούτε αυτός ο στόχος έχει επιτευχθεί.

Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης απευθύνει χαιρετισμό στη ετήσια τακτική συνέλευση των μετόχων της την  Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018.( ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Αλέξανδρος Μπελτές)

Για την αντιστροφή της αρνητικής πορείας, η διοίκηση της ΔΕΗ υποστηρίζει πως θα προχωρήσει με βάση σχέδιο που εκπόνησε η εταιρεία συμβούλων McKinsey. Το σχέδιο της McKinsey προβλέπει τα αυτονόητα, αυτά που έπρεπε οι διοικήσεις της ΔΕΗ να έχουν πράξει εδώ και χρόνια, όπως η επέκταση στις ΑΠΕ και σε άλλους τομείς της ενέργειας (όπως το φυσικό αέριο) ώστε να αξιοποιηθεί το εκτεταμένο δίκτυο λιανικής, η αξιοποίηση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας, η εθελουσία έξοδος (υψηλά αμειβόμενου) προσωπικού, κ.α.

Ελάχιστοι θεωρούν πως υπάρχει πλέον χρόνος για να εφαρμοστεί το σχέδιο της McKinsey. Ακόμα λιγότεροι πιστεύουν πως μπορεί να εφαρμοστεί από ένα διοικητικό συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν δύο πρώην πρόεδροι της ΓΕΝΟΠ! Εκτός του κ. Φωτόπουλου, πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ έχει διατελέσει και ο σημερινός επικεφαλής της επιχείρησης Μανώλης Παναγιωτάκης.

Τα οικονομικά αποτελέσματα του 2018 δείχνουν πως σύντομα για τη ΔΕΗ και για την κυβέρνηση θα έρθει η ώρα των δύσκολων αποφάσεων. Και πολλοί φοβούνται πως δεν θα αποφευχθεί η πώληση, όχι μόνο των λιγνιτικών ή υδροηλεκτρικών μονάδων, αλλά και του δικτύου χαμηλής τάσης (του ΔΕΔΔΗΕ δηλαδή) που έχει μείνει στον έλεγχο της ΔΕΗ.

Οσο για το σχέδιο εισόδου «στρατηγικού επενδυτή», στη συνάντηση των στελεχών της ΝΔ με τους συνδικαλιστές την περασμένη Τετάρτη ακούστηκε πως «εμείς θα ψάξουμε, αλλά με αυτά τα οικονομικά μεγέθη δύσκολα θα βρούμε»!