Λίγα άνθη στα καμένα στο Μάτι. Η Ελισάβετ Χαρδαλούπα ήταν η 99η νεκρή. Ο αδελφός της περιγράφει πώς την έχασε μέσα σε ένα εφιαλτικό κομφούζιο (αν)αρμοδίων | INTIMENEWS
Επικαιρότητα

Ποιοι φταίνε που κάηκαν η αδελφή και η μητέρα μου – η μήνυση του αδελφού της Ελισάβετ

Ο Γιάννης Χαρδαλούπας στρέφεται με μήνυσή του κατά παντός υπευθύνου για τον φρικτό θάνατο της αδελφής και της μητέρας του και περιγράφει τις εφιαλτικές στιγμές στο Μάτι αλλά και το κομφούζιο των «υπευθύνων» που οδήγησε στην τραγωδία
Protagon Team

Η πρώτη φορά που το όνομα του Γιάννη Χαρδαλούπα εμφανίστηκε σε έναν ευρύτερο κύκλο στο Facebook ήταν στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, όταν ευχαριστούσε για τον πρώτο κύκλο αιμοδοσίας που είχε γίνει για την 26χρονη αδελφή του, Ελισάβετ, που νοσηλευόταν με σοβαρά εγκαύματα από την τραγωδία στο Μάτι. Παρέπεμπε τότε σε έναν μακρύ αγώνα που θα έδινε η Ελισάβετ και θα είχε ανάγκη κι άλλη βοήθεια. Στις 11 Σεπτεμβρίου, ύστερα από μια γενναία μάχη 51 ημερών στη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού, η Ελισάβετ έγινε ένας αριθμός: ο νεκρός Νο99 της πυρκαγιάς στην Αν. Αττική.

Ο Γιάννης Χαρδαλούπας επανήλθε. Με μήνυση κατά παντός υπευθύνου.

Ο τραγικός αδελφός είχε χάσει στην πυρκαγιά ήδη από τις 4 Αυγούστου και τη μητέρα του, εξαιτίας των σοβαρών εγκαυμάτων που έφερε, έπειτα από ολιγοήμερη νοσηλεία στην εντατική.

Την Πέμπτη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Αντώνη Φούσα, περιέγραψε με μελανά χρώματα τις στιγμές που έζησε την ημέρα της τραγωδίας, καθώς επίσης και την γραφειοκρατία που συνάντησε στην προσπάθειά του να μεταφέρει την αδελφή του σε εξειδικευμένο νοσοκομείο για εγκαυματίες στις ΗΠΑ.

«Τη Δευτέρα το πρωί (23 Ιουλίου 2018) κατέβηκα για διάφορες εργασίες μου στην Αθήνα και επέστρεψα στο σπίτι μας περί ώρα 17.00 μ.μ. Αφού έφτασα, με το αυτοκίνητό μου, στο σπίτι μας, είδα πολλούς καπνούς και την αδελφή μου να ρίχνει νερό με το λάστιχο σε διάφορα μέρη του σπιτιού μας και της αυλής μας, και έσπευσα να τη βοηθήσω και εγώ. Στη συνέχεια καταλάβαμε, ότι οι καπνοί γινόντουσαν μεγαλύτεροι και όλα έδειχναν, ότι η φωτιά ήταν στο δάσος και πλησίον στο Ν. Βουτζά και ότι προφανώς υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τα σπίτια μας και για όλους μας.

Δυστυχώς, δεν είδαμε πουθενά πυροσβεστικά οχήματα και ούτε εναέρια πυροσβεστικά μέσα. Την απουσία αυτή την είδαμε αρχικά αισιόδοξα, ήτοι, ότι αφού δεν υπήρχαν πυροσβεστικά μέσα δεν θα είναι σοβαρή και επικίνδυνη φωτιά, αλλά στη συνέχεια, αντιληφθήκαμε, ότι τα πράγματα έπαιρναν επικίνδυνες διαστάσεις και η παντελής απουσία πυροσβεστικών μέσων πλέον μας ανησύχησε ιδιαίτερα.

Μετά την 17.30 ώρα πέρασε τυχαία ένα περιπολικό όχημα της Αστυνομίας με δύο αστυνομικούς μέσα σε αυτό. Τους ρωτήσαμε τι συμβαίνει και μας δήλωσαν, τελείως αορίστως, πλήρη άγνοια, αλλά στη συνέχεια μας είπαν “για καλό και κακό φύγετε”, αλλά αυτό μας το είπαν τελείως ανεύθυνα και αόριστα, χωρίς να μας πουν, πού να πάμε και τι να κάνουμε για να σωθούμε.

Είχαμε, ως οικογένεια, δύο αυτοκίνητα. Εγώ μπήκα στο δικό μου και στο άλλο της αδερφής μου, η αδελφή μου ως οδηγός και η μητέρα μου ως συνοδηγός. Μπροστά η αδελφή μου και εγώ από πίσω με κατεύθυνση τη β’ έξοδο Νέου Βουτζά για τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Είδαμε μπροστά μας πύρινη κόλαση και είχε πολύ κίνηση από αυτοκίνητα, και αντιληφθήκαμε, ότι θα κατευθυνόμασταν στο θάνατο. Προχωρήσαμε και απομακρυνθήκαμε μόνο 20-30 μέτρα απ το σπίτι, λόγω της μεγάλης κίνησης και των καπνών. Αμέσως, κατόπιν αυτού, έκανα αναστροφή και το ίδιο έκανε με το αυτοκίνητό της και η αδελφή μου.

Προχώρησα γύρω στα 400 μέτρα μέσα από φλόγες και αργότερα, όταν είχα καλύτερο οπτικό πεδίο διαπίστωσα, ότι η αδελφή μου δεν με είχε ακολουθήσει. Αμέσως επέστρεψα πίσω για να τις βρω και τις δύο (μητέρα και αδελφή) και να τις πάρω. Οταν γύρισα ήταν πλέον και οι δύο εκτός αυτοκινήτου, περίπου έξω από το σπίτι μας. Το αυτοκίνητο είχε τελείως καεί, ενώ και αυτές είχαν φανερά και πολύ σοβαρά εγκαύματα. Πονούσαν πολύ και τις επιβίβασα στο αυτοκίνητό μου και ειδικότερα η μητέρα μου μπροστά και η αδελφή μου πίσω, και φύγαμε με κατεύθυνση το Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης.

Οι εκεί αστυνομικοί μου είπαν να πάω στο Μάτι, παρά το γεγονός ότι τους έδειξα τις καμένες μητέρα και αδελφή μου. Πάλι, όμως, κομφούζιο επικρατούσε και ήμουν σίγουρος ότι στο σημείο εκείνο θα καιγόμασταν. Αποφάσισα να πάω στην Αθήνα και το έκανα τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα και πήγαινα και στο αντίθετο ρεύμα, για να σωθούν η μητέρα μου και η αδελφή μου, διότι έβλεπα ότι κινδυνεύουν από τα πολλά εγκαύματα που έφεραν στα σώματά τους.

Ύστερα από πολύ κόπο φτάσαμε στο Ιατρικό Αθηνών και αμέσως τις παίρνουν και τις δύο μέσα για άμεση νοσηλεία. Μας είπαν, όμως, στη συνέχεια, ότι δεν είχαν τμήμα εγκαυμάτων. Πέρασαν, δυστυχώς, δύο πολύτιμες ώρες διαβουλεύσεων και συσκέψεων, για το πού θα έπρεπε να μεταφερθούν οι δύο σοβαρά τραυματίες. Μου είπαν για το Νοσοκομείο “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ” και αυτό έκανα. Έτσι, διακομίστηκαν και οι δύο στον «Ευαγγελισμό», αλλά στη συνέχεια η μητέρα μου κατέληξε 4/8/18 και η αδελφή μου 11/9/18.

Εν τω μεταξύ, πρέπει να σημειώσω, ότι μετά το θάνατο της μητέρας μου, προσπάθησα να μεταφέρω την αδελφή μου στην Αμερική, για να εισαχθεί σε κάποιο ειδικότερο Νοσοκομείο. Λόγω, όμως, μεγάλης γραφειοκρατίας και ευθυνοφοβίας στη χώρα μας, δεν κατάφερα να εκδώσω νέα ταυτότητα και ούτε και διαβατήριο, διότι ήθελαν την ίδια, κάτι όμως που αδύνατο. Σημειώνουμε ότι όλοι οι Αστυνομικοί, για τη μεταφορά της αδελφής μου στις ΗΠΑ μου φέρθηκαν πολύ καλά, ενώ αντιθέτως συνάντησα πολλά προβλήματα για την αποστολή των φωτογραφιών με τα τραύματα της αδελφής μου σε Νοσοκομείο των ΗΠΑ.

Είχαν καεί όλα τα έγγραφα της με τα στοιχεία της (ταυτότητα, διαβατήριο, κ.λπ.) και δεν μπορούσα να εκδώσω νέα ταυτότητα. Μου ζητούσαν πληρεξούσιο (!), αλλά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει, διότι ήταν σε καταστολή. Δεν πρόλαβα, δυστυχώς, να ολοκληρώσω τη διαδικασία δικαστικής συμπαράστασης, διότι την 11η Σεπτεμβρίου απεβίωσε και η αδελφή μου.

Είναι προφανές, ότι η ευθύνη των αρμοδίων για τον τραγικό θάνατο της μητέρας και αδελφής μας είναι τεράστια, αυτονόητη και εγκληματική».