Πριν από 22 μέρες ο Ντέκλαν Ράις βίωσε την κορυφαία στιγμή της (μέχρι τώρα) καριέρας του. Εγινε ο πρώτος αρχηγός της Γουέστ Χαμ μετά τον περιλάλητο Μπόμπι Μουρ, που σήκωσε ευρωπαϊκό τρόπαιο – το Κόνφερενς Λιγκ. Ο πρώτος εδώ και 38 χρόνια. Οι οπαδοί της, που είχαν ακολουθήσει την αγαπημένη τους ομάδα στην Πράγα, πανηγύριζαν έξαλλα τη νίκη επί της Φιορεντίνα. Μόνο μια σκέψη νέρωνε το κρασί της ευτυχίας τους: ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπαν τον 24χρονο ηγέτη των «Σφυριών» με την μπορντό φανέλα.
Ηταν κοινό μυστικό ότι ο διεθνής άγγλος μέσος θα αποχωρούσε από τον σύλλογο, έπειτα από οκτώ υπέροχα χρόνια στο ανατολικό Λονδίνο. Ο πρόεδρος και συνιδιοκτήτης του club, Ντέιβιντ Σάλιβαν, το επιβεβαίωσε δυο 24ωρα αργότερα σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο Talksport, αποκαλύπτοντας πως υπήρχε «συμφωνία κυρίων» (της διοίκησης με τον παίκτη) από πέρυσι. Πλέον, οι φιλοδοξίες του δεν… χωρούσαν στη Γουέστ Χαμ.
Η πρώτη προσφορά ήρθε από την Αρσεναλ. Η δεύτερη, την περασμένη Δευτέρα, από τη Μάντσεστερ Σίτι. Οι αμερικανοί ιδιοκτήτες «έτριβαν τα χέρια τους». Αλλά η μεταγραφή δεν έγινε σίριαλ, όπως ήλπιζαν. Ο Γκουαρντιόλα έχει κι άλλες λύσεις για τη θέση στην οποία αγωνίζεται ο Ράις: τον Ρόδρι, τον Φίλιπς, τον Στόουνς. Επιπλέον, σύμφωνα με τον γνωστό δημοσιογράφο, Φαμπρίτσιο Ρομάνο, έχει βάλει στο μάτι τον Γκάμπρι Βέιγκα, το μεγάλο ταλέντο της Θέλτα, για τον οποίο ο ισπανικός σύλλογος αξιώνει ένα ποσό γύρω στα 40 εκατομμύρια ευρώ. Οχι 122 εκατ. ευρώ, που θα κοστίσει η μετακίνηση του Ράις.
Θα είναι η ακριβότερη μεταγραφή βρετανού ποδοσφαιριστή στα χρονικά της Πρέμιερ Λιγκ, πιο ακριβή και από εκείνη του Τζακ Γκρίλις, τον οποίο η Σίτι αγόρασε πέρυσι από την Αστον Βίλα (117,5 εκατ. ευρώ). Επίσης, η ακριβότερη στην ιστορία της Αρσεναλ, καταρρίπτοντας το ρεκόρ των 84 εκατ. ευρώ που είχε δαπανήσει το καλοκαίρι του 2019 για να αποκτήσει τον Νίκολας Πέπε. Η καθυστέρηση της ανακοίνωσής της οφείλεται στη διαφωνία για τον χρονικό ορίζοντα της καταβολής των χρημάτων: η Γουέστ Χαμ τα θέλει μέσα σε δυο χρόνια, ενώ η Αρσεναλ τα δίνει σε τέσσερα.
Είναι πολλά τα λεφτά – περισσότερα και από όσα ξόδεψε η Ρεάλ Μαδρίτης για να κάνει δικό της τον Μπέλιγχαμ. Αλλά ο προπονητής της Αρσεναλ, Μικέλ Αρτέτα, είναι πεπεισμένος ότι ο Ράις θα βοηθήσει την ομάδα του καθοριστικά στην προσπάθειά της να κλείσει την «ψαλίδα» που τη χωρίζει από τη Σίτι. Οσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, ο νεαρός με το ιρλανδικό αίμα (κατάγεται από το Κορκ, την πόλη του Ρόι Κιν) θεωρείται ως ο πληρέστερος βρετανός χαφ. Είναι γρήγορος για τη θέση του, πασάρει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια (οι εύστοχες μεταβιβάσεις του αγγίζουν το 90%), σκοράρει, πρεσάρει καταπληκτικά, αλλά είναι εξαιρετικός και στα αμυντικά του καθήκοντα. Την περασμένη σεζόν κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό επιτυχημένων τάκλιν (69,9%) μεταξύ όλων των κεντρικών και αμυντικών μέσων που αγωνίζονται στην Πρέμιερ Λιγκ.
Μπορεί να παίξει ως «εξάρι», ως box-to- box μέσος, διαθέτει ηγετικά χαρακτηριστικά, βελτιώνεται διαρκώς και είναι, μόλις, 24 ετών. Επαιξε βασικός στο 93% των εμφανίσεών του με τη Γουέστ Χαμ στο αγγλικό πρωτάθλημα, και σε όλα τα ματς (12) που έδωσε η εθνική ομάδα της Αγγλίας στα δυο πιο πρόσφατα μεγάλα τουρνουά στα οποία συμμετείχε.
Ο Αρτέτα, ο οποίος τον είχε τοποθετήσει στην κορυφή της μεταγραφικής του λίστας από τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με τους Times, τον έχει διαβεβαιώσει αρκετές φορές ότι τον προορίζει για ηγέτη της Αρσεναλ, και ότι σκοπεύει να «χτίσει» την Αρσεναλ του 2023-2024 γύρω του. Στη Σίτι, αντιθέτως, ο χρόνος συμμετοχής του δεν θα ήταν εξασφαλισμένος. Δεν ήθελε να πάει στο Μάντσεστερ και για έναν, ακόμη, λόγο: του αρέσει η ζωή στο Λονδίνο. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί κατοικεί και η οικογένειά του.
Το μεταγραφικό «χτύπημα» της Αρσεναλ γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς ότι χθες (Τετάρτη) ανακοινώθηκε η απόκτηση του Κάι Χάβερτς, του γερμανού μεσοεπιθετικού της Τσέλσι, που κόστισε 75 εκατ. ευρώ. Αλλά και ότι οι «Κανονιέρηδες» βρίσκονται πολύ κοντά στον 22χρονο κεντρικό αμυντικό του Αγιαξ, Γιούριεν Τίμπερ, για τον οποίο αναμένεται να δαπανήσουν άλλα 40-50 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, το club κατάφερε να κρατήσει στις τάξεις του (σχεδόν) όλα τα μεγάλα ονόματα του περσινού του ρόστερ.
Παρά τις ζημιές της τελευταίας τριετίας, που ανέρχονται (αθροιστικά) σε 260 εκατ. ευρώ, οι αμερικανοί ιδιοκτήτες εξακολουθούν να υπογράφουν επιταγές. Το έκαναν το καλοκαίρι του 2021, ξοδεύοντας 168 εκατ. ευρώ για παίκτες όπως ο Μπεν Γουάιτ, ο Μάρτιν Οντεγκααρντ και ο Ααρον Ραμσντέιλ. Το έκαναν το καλοκαίρι του 2022, εκταμιεύοντας 190 εκατ. ευρώ για να αγοράσουν, μεταξύ άλλων, τον Γκάμπριελ Ζεσούς και τον Ολεκσάντρ Ζιντσένκο. Το κάνουν και εφέτος, με ακόμη μεγαλύτερη προθυμία. Επειδή έχουν εμπιστοσύνη στον προπονητή, που έφτασε την ομάδα έξι βαθμούς μακριά από τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ. Αλλά και γιατί προσδοκούν τεράστια έσοδα από την πρώτη συμμετοχή της Αρσεναλ στο Τσάμπιονς Λιγκ εδώ και μια εξαετία.
Γεννημένος στις 14 Ιανουαρίου του 1999, ο Ράις έμαθε τα πρώτα μυστικά της μπάλας στις ακαδημίες της (σπουδαίας) Τσέλσι του Αμπράμοβιτς. Ηταν 7 ετών όταν πέρασε το κατώφλι τους για πρώτη φορά. Στα 15, όμως, το 2014, κρίθηκε στάσιμος. Οταν τον έδιωξαν, έπεσε σε κατάθλιψη. Ευτυχώς για αυτόν, ένα χρόνο αργότερα, η Γουέστ Χαμ τον κάλεσε για δοκιμή. Πάνω που ο μικρός είχε αποφασίσει να τα παρατήσει. Στις 16 Δεκεμβρίου 2015 υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο και άρχισε να παίζει για την ομάδα U23 του συλλόγου. Τον Μάρτιο του 2018 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος νέος παίκτης της χρονιάς. Ηταν το εισιτήριό του για την πρώτη ομάδα, και μια καριέρα που ούτε, καν, είχε ονειρευθεί.
Παραδόξως, εξακολουθεί να είναι οπαδός της Τσέλσι. Αλλά η ζωή τον φέρνει σε μία μεγάλη αντίπαλο των «μπλε».