«Η πανδημία επαναχαράσσει τον χάρτη των διακοπών στην Ευρώπη και η Ιταλία – με συνενόχους τους 33.000 θανάτους των ημερών του κορονοϊού – παραμένει προς το παρόν στη δεύτερη κατηγορία». Πιο ξεκάθαρος και παραπονιάρης και συγχρόνως ειλικρινής δεν θα μπορούσε να είναι ο Ετορε Λιβίνι της La Repubblica.
Με αφορμή την κοινοποίηση της λίστας με τις χώρες από τις οποίες η Ελλάδα θα δέχεται τουρίστες από την 15η Ιουνίου με αεροπορικές πτήσεις προς τα αεροδρόμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, κάνει λόγο για έναν «πόλεμο όλων εναντίον όλων» ο οποίος διεξάγεται ήδη στο πλαίσιο της απόπειρας επανεκκίνησης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Το πεδίο μάχης στη προκειμένη περίπτωση είναι ο τουρισμός.
Αρχικά ο ιταλός δημοσιογράφος αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ακόμα και η Ελλάδα μάς έκλεισε την πόρτα, η πρώην μεγάλη ασθενής της ηπειρωτικής οικονομίας, η οποία αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορά της σε 29 χώρες αλλά όχι σε εμάς». Παρόλο που σχεδόν αναγνωρίζει, επικαλούμενος, μάλιστα, δηλώσεις του «ministro al turismo ellenico», ήτοι του κυρίου Χάρη Θεοχάρη, πως η Ελλάδα κάθε άλλο παρά προβαίνει σε διακρίσεις και λαμβάνει τις όποιες αποφάσεις της με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα, ο Λιβίνι υπογραμμίζει πως «το αποτέλεσμα δεν αλλάζει».
Εξηγεί ότι αυτό σημαίνει πως σε δύο εβδομάδες «κάτω από τον Παρθενώνα και στα νησιά του Αιγαίου», εάν το επιθυμούν θα έχουν τη δυνατότητα να βρεθούν μέσα σε λίγες ώρες «Γερμανοί, Αυστριακοί, Ελβετοί, Δανοί, Ούγγροι, Τσέχοι καθώς επίσης και οι πολίτες άλλων 23 χωρών που διαχειρίστηκαν καλύτερα την κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Αλλά όχι Ιταλοί, ούτε Γάλλοι, ούτε Ισπανοί, ούτε Βρετανοί, οι οποίοι εάν αποφασίσουν να μας επισκεφτούν, θα πρέπει αμέσως μετά την άφιξή τους να μπουν σε καραντίνα διάρκειας 14 ημερών. Τουλάχιστον έως την 1η Ιουλίου και πάντα με γνώμονα τα επιδημιολογικά δεδομένα.
Οι Ιταλοί, ωστόσο, ήδη δυσανασχετούν. H ΕΕ αποπειράθηκε να πείσει τα κράτη – μέλη της να ανοίξουν συγχρόνως τα σύνορά τους και σύμφωνα με ένα κοινό πρωτόκολλο. Αλλά δεν τα κατάφερε και το γεγονός σίγουρα δεν ευνοεί τους γείτονές μας. «Η Αθήνα (με 175 θανάτους από τον κορονοϊό) κι η Κροατία (με 103 θανάτους) ασκούν εδώ και καιρό πιέσεις για τη δημιουργία τουριστικών διαύλων με περιοχές που έχουν παρόμοια επιδημιολογικά δεδομένα. Και η κίνηση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτέλεσε την αρχή μιας κούρσας στην οποία η Μαδρίτη και η Ρώμη μειονεκτούν».
Αυτός είναι ο κύριος καημός των Ιταλών, ότι παρότι ο Τζουζέπε Κόντε διεμήνυσε πριν από μερικές ημέρες πως «δεν θα αποδεχθούμε διμερείς συμφωνίες εντός της ΕΕ που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προνομιακούς τουριστικούς διαύλους», προειδοποιώντας για το ενδεχόμενο ακόμα και διάλυσης της ενιαίας αγοράς, «πίσω από τις κουρτίνες εξετάζονται δεκάδες διμερείς συμφωνίες παρόμοιες με αυτές που ανακοίνωσε η Αθήνα».
Δεν τους πειράζει τόσο ότι «η Ελλάδα δεν είναι για όλους», ούτε ότι «η Αθήνα αφήνει τους Ιταλούς εκτός των πυλών», αλλά το γεγονός πως οι κυβερνήσεις της Ελλάδα, της Κροατίας και της Πορτογαλίας, σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας, μπορούν να διεκδικήσουν τους εύπορους τουρίστες της Βόρειας Ευρώπης.
«Ηρθε η ώρα να το παραδεχτούμε. Φταίμε εμείς για το γεγονός πως θεωρούμαστε οι πανουκλιασμένοι της Ευρώπης», υποστηρίζει και ο Φραντσέσκο Μέρλο, αρθρογράφος της La Repubblica, σχολιάζοντας το επικείμενο άνοιγμα των ελληνικών συνόρων και το χάος που εξακολουθεί να επικρατεί στην Ιταλία όσον αφορά την επανεκκίνηση του τουρισμού. Τους πονάει τους Ιταλούς όμως και το γεγονός πως «η Ελλάδα μας απαγορεύει τη θάλασσά της».