Ο ενεργειακός πόλεμος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη Ρωσία έχει εισέλθει σε νέα φάση και υπάρχουν ενδείξεις ότι το Κρεμλίνο αρχίζει να αισθάνεται τις συνέπειες.
Από την Κυριακή, είναι παράνομη η εισαγωγή πετρελαιοειδών –αυτών που διυλίζονται από αργό πετρέλαιο, όπως ντίζελ, βενζίνη και νάφθα– από τη Ρωσία στην ΕΕ. Αυτό έρχεται σε συνέχεια της απαγόρευσης της ΕΕ τον Δεκέμβριο για εισαγωγή ρωσικού αργού πετρελαίου μέσω της θαλάσσιας οδού.
Και τα δύο μέτρα συνδέονται επίσης με τα ανώτατα όρια τιμών που επιβλήθηκαν από την G7 με στόχο να μειωθεί η τιμή που λαμβάνει η Ρωσία για το πετρέλαιο και τα διυλισμένα προϊόντα της χωρίς να διαταραχθούν οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας.
Οι ενέργειες αυτές φαίνεται να έχουν πλήξει τον προϋπολογισμό του Κρεμλίνου περισσότερο από άλλες οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν ως αντίποινα για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Τα φορολογικά έσοδα του Κρεμλίνου από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο τον Ιανουάριο ήταν τα χαμηλότερα από το 2020 και το ξεκίνημα της πανδημίας, σύμφωνα με τον Γιάνις Κλούγκε, ανώτερο συνεργάτη του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας, σημειώνει το Politico.
Ο Κλούγκε είπε ότι, ενώ ο προϋπολογισμός της Ρωσίας για το 2023 προβλέπει 120 δισ. ευρώ σε έσοδα από ορυκτά καύσιμα, τον Ιανουάριο εισέπραξε 5,5 δισ. ευρώ, τα μισά σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι. Οπως σημείωσε, πρόκειται για μία «κακή αρχή» του έτους για τη Μόσχα.
Οι πωλήσεις φυσικού αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη έχουν επίσης καταρρεύσει –εν μέρει ως αποτέλεσμα του ενεργειακού εκβιασμού της ίδιας της Μόσχας, επισημαίνει το Politico–, με το μερίδιό της στις εισαγωγές να μειώνεται από περίπου 40% όλο το 2021 σε 13% για τον Νοέμβριο του 2022, σύμφωνα με τα τελευταία επιβεβαιωμένα μηνιαία στοιχεία της Κομισιόν. Αλλά το πετρέλαιο είναι που έχει μεγαλύτερη σημασία για τα ταμεία του Κρεμλίνου.
Την Παρασκευή, οι χώρες της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία για δύο ανώτατα όρια τιμών που θα τεθούν πλήρως σε ισχύ αργότερα φέτος, μετά από μια μεταβατική περίοδο 55 ημερών. Συγκεκριμένα, το ανώτατο όριο των 100 δολαρίων θα ισχύσει για τα «premium» πετρελαιοειδή, συμπεριλαμβανομένου του ντίζελ, της βενζίνης και της κηροζίνης. Το ανώτατο όριο των 45 δολαρίων θα ισχύσει για τα «εκπτωτικά» προϊόντα, όπως το μαζούτ, η νάφθα και το πετρέλαιο θέρμανσης.
Η απαγόρευση της ΕΕ και τα ανώτατα όρια τιμών της G7 έχουν στόχο να λειτουργήσουν παράλληλα. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση απαγορεύει το ρωσικό πετρέλαιο, αποκόπτοντας μια ζωτικής σημασίας αγορά, τα ανώτατα όρια τιμών διασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και ναυτιλιακές εταιρείες που εδρεύουν στην ΕΕ και σε άλλες χώρες της G7 δεν αποκλείονται εντελώς από τη διευκόλυνση του παγκόσμιου εμπορίου του ρωσικού πετρελαίου. Μπορούν ακόμα να το κάνουν, αλλά πρέπει να είναι κάτω από τα ανώτατα όρια τιμών.
Ετσι, σημειώνει το Politico, τα έσοδα της Ρωσίας από τα ορυκτά καύσιμα θα υποστούν πλήγμα χωρίς να διαταραχθεί η παγκόσμια αγορά πετρελαίου με τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την προσφορά και να ανεβάσει την τιμή για όλους.
Πιέζοντας το Κρεμλίνο
Προς το παρόν, οι ευρωπαίοι ηγέτες εκτιμούν ότι αυτός ο συνδυασμός λειτουργεί, επισημαίνει το Politico. Οι αγοραστές στην Κίνα, την Ινδία και άλλες χώρες απορροφούν όλο και περισσότερο ρωσικό αργό, αναπληρώνοντας το χαμένο εμπόριο με την Ευρώπη.
Γνωρίζοντας όμως ότι η Ρωσία έχει λίγες εναλλακτικές αγορές, οι αγοραστές έχουν καταφέρει να ρίξουν την τιμή. «Οι εκπτώσεις που πρέπει να κάνει η Ρωσία, τις οποίες μπορούν να απαιτήσουν οι εταίροι της, είναι σημαντικές και θα παραμείνουν», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές η ΕΕ και η G7 μπορούν να είναι αρκετά ικανοποιημένες με το πώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα όσον αφορά το εμπάργκο πετρελαίου και το ανώτατο όριο τιμών μέχρι τώρα», δήλωσε ο Κλούγκε. «Δεν υπήρξαν αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου και ταυτόχρονα τα έσοδα της Ρωσίας μειώθηκαν σημαντικά. Ο βασικός λόγος είναι ότι η τιμή που λαμβάνει η Ρωσία για το αργό της έχει μειωθεί».
Το ερώτημα είναι αν η ΕΕ μπορεί να συνεχίσει την οικονομική πίεση στη Ρωσία χωρίς να προκαλέσει προβλήματα στους κόλπους της. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο, η κατάσταση είναι ομαλή, αναφέρει το δημοσίευμα.
Οι αγορές πετρελαίου έχουν αποδειχθεί αξιοσημείωτα ευέλικτες μετά την απαγόρευση του αργού από την ΕΕ τον Δεκέμβριο, με τις ροές των εξαγωγών απλώς να μετατοπίζονται: η Ασία παίρνει τώρα περισσότερο ρωσικό αργό –συχνά με έκπτωση–, ενώ άλλοι παραγωγοί στη Μέση Ανατολή και στις ΗΠΑ αναλαμβάνουν να προμηθεύσουν την Ευρώπη.
Μέχρι στιγμής, φαίνεται πιθανή μια παρόμοια «αναδιάταξη» του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαιοειδών όπως το ντίζελ, δήλωσε ο Κλαούντιο Γκαλιμπέρτι, αναλυτής της Rystad Energy.
Η φύση των κυρώσεων για τα πετρελαιοειδή σημαίνει ότι τίποτα δεν εμποδίζει το ρωσικό αργό να εξαχθεί σε μια τρίτη χώρα, να διυλιστεί και στη συνέχεια να επανεξαχθεί στην ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι η Ινδία και άλλες χώρες γίνονται πιο σημαντικοί προμηθευτές πετρελαιοειδών για τη Δύση.
Η Κίνα και η Ινδία, καθώς και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, φαίνεται επίσης πιθανό να απορροφήσουν τα ρωσικά προϊόντα πετρελαίου που δεν θα πηγαίνουν πλέον κατευθείαν στην Ευρώπη, αυξάνοντας τη δική τους ικανότητα διύλισης, για την παραγωγή ακόμη περισσότερων προϊόντων που μπορούν να πουλήσουν στην ΕΕ και αλλού.
Ωστόσο, θα μπορούσαν να ανακύψουν προβλήματα. «Η Ευρώπη δεν πρόκειται να εισάγει ρωσικό ντίζελ, οπότε πρέπει να έρθει από κάπου αλλού. Η ευρωπαϊκή αγορά θα εξαρτάται πλέον περισσότερο από δύο μεγάλα διυλιστήρια στη Μέση Ανατολή, το Al-Zour του Κουβέιτ και το Jazan της Σαουδικής Αραβίας. Αν υπάρξει πρόβλημα σε ένα από αυτά τα διυλιστήρια, θα μπορούσαμε να δούμε μια αύξηση των τιμών στην Ευρώπη», προσέθεσε ο Γκαλιμπέρτι, τονίζοντας ότι προς το παρόν, μετά από μια πληθώρα εισαγωγών πριν από την απαγόρευση της Κυριακής, «οι δεξαμενές είναι γεμάτες. Η Ευρώπη είναι σε καλή κατάσταση».