Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 82 ετών, άφησε το βράδυ της Τρίτης ο έκπτωτος βασιλιάς της Ελλάδας, Κωνσταντίνος, ο οποίος νοσηλευόταν στο «Υγεία», ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Κωνσταντίνος, δεύτερος εξάδελφος του βασιλιά της Βρετανίας Καρόλου Γ’, υπήρξε βασιλιάς της Ελλάδας από το 1964 έως το 1973 όταν καθαιρέθηκε με δημοψήφισμα που διεξήγαγε η χούντα —αντίστοιχο δημοψήφισμα επαναλήφθηκε το 1974, στις πρώτες στιγμές της Μεταπολίτευσης, δίνοντας ένα τέλος στο φαύλο καθεστώς της μοναρχίας που μόνο δεινά προκάλεσε στη χώρα στον 20ο αιώνα.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1940, γιος του Παύλου και της Φρειδερίκης. Δεν ήταν διάδοχος του θρόνου καθώς βασιλιάς ήταν ο Γεώργιος Β’, ο οποίος όμως ήταν άτεκνος. Και όταν ο τελευταίος απεβίωσε, το 1947, έγινε βασιλιάς ο αδελφός του, Παύλος, και διάδοχος του θρόνου ο Κωνσταντίνος. Που έγινε με τη σειρά του βασιλιάς όταν ο πατέρας του πέθανε, το 1964. Όλα αυτά είναι έννοιες δύσκολες να φανταστεί κανείς σε μια χώρα που ζει και προοδεύει εδώ και μισό αιώνα σε κοινοβουλευτική και προεδρευόμενη δημοκρατία.
Ομως, σε κάθε περίπτωση, ο Κωνσταντίνος υπήρξε αρχηγός του ελληνικού κράτους σχεδόν για μια δεκαετία. Ισως την πιο ταραγμένη, αν όχι την πιο κρίσιμη στην πορεία της μεταπολεμικά: Επί των ημερών του έγινε, τον Απρίλιο του 1967, το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, τους οποίους και όρκισε, βάζοντας την προσωπική σφραγίδα του στην κατάλυση της δημοκρατίας και στο οδυνηρό και, αιματοβαμμένο εν τέλει, φρένο σε μια ιστορική πορεία της χώρας προς τα εμπρός.
Ο Κωνσταντίνος ήταν βασιλιάς της Ελλάδας για εννέα χρόνια, από το 1964, όταν πέθανε ο Παύλος, έως το 1973 που ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος έκανε το δημοψήφισμα για την κατάργηση της βασιλείας –δημοψήφισμα που επαναλήφθηκε το 1974, στους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης οπότε, με ποσοστό 69,18%, το πολίτευμα της χώρας έγινε Προεδρευόμενη Δημοκρατία.
Εκτοτε ο Κωνσταντίνος ζούσε με την οικογένειά του σε μια γκρίζα ζώνη, μεταξύ εξορίας, πολιτικής ανυπαρξίας και εμμονής ότι ήταν ακόμα βασιλιάς —«εγώ δεν είμαι ο πρώην βασιλεύς Κωνσταντίνος, είμαι ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, τελεία και παύλα. Αυτό δεν αλλάζει με το τίποτα», είχε πει σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ το 2016 και αφού πια είχε αποζημιωθεί από την Ελληνική Δημοκρατία ως ιδιώτης για την περιουσία του στο Τατόι.
Πολιτικό θέμα η κηδεία του
Το πώς θα κηδευτεί, στους οικογενειακούς τάφους στο Τατόι, είναι ένα θέμα που αναμένεται να απασχολήσει το Μέγαρο Μαξίμου στον λεγόμενο πρωινό καφέ —τα περί κηδείας με τιμές αρχηγού κράτους είναι ένα ακανθώδες θέμα, μολονότι ο Κωνσταντίνος όντως υπήρξε αρχηγός του κράτους και συγγενείς του είναι μεταξύ άλλων ο βασιλιάς της Αγγλίας Κάρολος Γ’, και ο ανιψιός του, βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος Στ’.
Ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να απολογηθεί για τα όσα η μοναρχία προκάλεσε στην Ελλάδα, δήλωσε άγνοια ακόμα και για τις εξορίες, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις που γίνονταν επί των ημερών του πατέρα του.
Με τον θάνατό του, μοιάζει να κλείνει οριστικά ένα κεφάλαιο στην Ιστορία της Ελλάδας. Μιας χώρας που άλλωστε είναι πολύ πιο κοντά στο 2100 απ’ ό,τι στο 1940, τη χρονιά που γεννιόταν ο Κωνσταντίνος, ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας…
Το βιογραφικό του Κωνσταντίνου, όπως το δημοσίευσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
Γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στις 6 Μαρτίου του 1964, σε ηλικία 24 ετών, διαδεχόμενος τον πατέρα του, Παύλο Α΄ μετά τον θάνατό του την ίδια ημέρα.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την τότε πριγκίπισσα της Δανίας, Άννα Μαρία με την οποία απέκτησε τρείς γιούς και δύο κόρες.
Ήταν γιος του βασιλιά Παύλου Α’, του οίκου των Γκλίξμπουργκ και της βασίλισσας Φρειδερίκης-Λουίζας του Αννοβέρου, αδελφός της μετέπειτα (και πρώην πλέον) βασίλισσας της Ισπανίας Σοφίας και της πριγκίπισσας Ειρήνης.
Το 1941, η οικογένειά του διέφυγε στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο. Στη διάρκεια του πολέμου έζησαν για μεγάλα διαστήματα στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής.
Το 1946, μετά την απελευθέρωση η βασιλική οικογένεια επέστρεψε στη χώρα.
Την 1η Απριλίου 1947, ο πατέρας του ανέλαβε το βασιλικό αξίωμα, ύστερα από το θάνατο του Γεωργίου Β’, και ο ίδιος ανακηρύχτηκε διάδοχος του θρόνου. Τα πρώτα του γράμματα έμαθε στο δημοτικό σχολείο που λειτούργησε μέσα στα ανάκτορα Ψυχικού. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στο εθνικό εκπαιδευτήριο Αναβρύτων και συνέχισε στη Σχολή Ευελπίδων.
Στις 28 Ιουνίου του 1958, ανακηρύχθηκε αξιωματικός και στα τρία όπλα. Ασχολήθηκε ενεργά με τον προσκοπισμό και το 1959, ανακηρύχθηκε αρχιπρόσκοπος. Το 1960, αναδείχτηκε χρυσός ολυμπιονίκης στη Ρώμη, στο αγώνισμα της ιστιοπλοϊας.
Στις 6 Μαρτίου 1964, την επομένη του θανάτου του πατέρα του, ανακηρύχτηκε βασιλιάς σε ηλικία 24 ετών. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Αννα Μαρία της Δανίας, τριτότοκη κόρη του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ’. Από το γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά: την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο τη Θεοδώρα και τον Φίλιππο.
Στις 15 Ιουλίου του 1965, προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, αμφισβητώντας το δικαίωμα του πρωθυπουργού να αναλάβει προσωπικά το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Στη συνέχεια διόρισε τις βραχύβιες κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα (15 Ιουλίου) και Ηλία Τσιριμώκου (20 Αυγούστου), οι οποίες δεν συγκέντρωσαν ψήφο εμπιστοσύνης. Στις 17 Σεπτεμβρίου διόρισε νέα κυβέρνηση υπό το Στέφανο Στεφανόπουλο, η οποία διατηρήθηκε στην εξουσία επί 15 περίπου μήνες.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1966, διόρισε την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Παρασκευόπουλου η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και στις 3 Απριλίου 1967, διόρισε πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών.
Λίγες ημέρες αργότερα, παρότι αντίθετος με τη συγκεκριμένη ομάδα των πραξικοπηματιών που κατέλαβαν την εξουσία την 21η Απριλίου, υπέδειξε για τη θέση του πρωθυπουργού τον Κωνσταντίνο Κόλλια και προσυπέγραψε το διορισμό της υπό αυτόν κυβέρνησης, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την κατάλυση της δημοκρατίας στη χώρα και νομιμοποιώντας τη στρατιωτική χούντα.
Στις 13 Δεκεμβρίου οργάνωσε αντιδικτατορική κίνηση που απέτυχε. Κατέφυγε με την οικογένειά του στη Ρώμη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Την 1η Ιουνίου 1973, το δικτατορικό καθεστώς ανακοίνωσε την κατάλυση της βασιλείας και στις 29 Ιουλίου έκανε «δημοψήφισμα» για να κατοχυρώσει την απόφασή του αυτή.
Το 1974, ύστερα από την πτώση των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έγινε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου για το πολιτειακό, με το οποίο ο Κωνσταντίνος Β’ κηρύχτηκε οριστικά έκπτωτος, με ποσοστό ψήφων 69,18% υπέρ της προεδρευομένης Δημοκρατίας.
Μετά την έκπτωσή του, διεκδίκησε ακίνητη περιουσία (κτήμα και ανάκτορα Τατοΐου, κτήμα και ανάκτορο Μον Ρεπό Κερκύρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης) και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τελικά η απόφαση που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002, του επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ.