Είχε γλιτώσει πολλές φορές από τον θάνατο. Οι θρίαμβοι και οι τραυματισμοί στα γήπεδα, οι καταχρήσεις έξω από αυτά, μια άνιση ζωή και ένα όμορφο παιχνίδι διαρκώς στα όρια, με τα πόδια, με τα χέρια, με τις λέξεις, χωρίς κανόνες: όλα στοιχεία ενός μοναδικού θρύλου του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και όχι μόνο, ενός παγκόσμιου φαινομένου. Αλλά αυτή τη φορά τον θάνατο δεν τον ντρίμπλαρε. Σε ηλικία 60 ετών ο μέγας Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έφυγε από τη ζωή, όπως ανέφερε πρώτη η Clarin κηρύσσοντας εθνικό πένθος στην Αργεντινή.
Στις 30 Οκτωβρίου είχε γιορτάσει τα 60 του χρόνια, αλλά στις αρχές Νοεμβρίου είχε υποβληθεί σε επιτυχημένη εγχείρηση αφαίρεση αιματώματος στον εγκέφαλο. Σύμφωνα με τα αργεντίνικα ΜΜΕ, ο Ντιέγκο έσβησε από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του.
Το να γράψεις για τον Μαραντόνα είναι σαν να κάθεσαι πάνω σε ένα βουνό από δημοσιεύματα, από ύμνους και από κατάρες και να υποκρίνεσαι ότι αυτό το βουνό δεν υπάρχει.
Το υπέροχο γκολ στον προημιτελικό του Μουντιάλ του Μεξικού με την Αγγλία, η κραυγαλέα απατεωνιά με το περιβόητο «χέρι του Θεού» που είχε προηγηθεί στο ίδιο ματς, ο θρίαμβος του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, το κλάμα στον τελικό του Μοντιάλε ’90, οι εφεδρίνες στο Μουντιάλ του ’94.
Η ποδοσφαιρική επανάσταση με τη φτωχή Νάπολι στην Ιταλία. Οι σχέσεις του με την Καμόρα που του έφερνε την κοκαΐνη σε ασημένιο πιάτο και με τον Φιντέλ Κάστρο που τον βοήθησε να απεξαρτηθεί –τραγική σύμπτωση, ο Φιντέλ πέθανε και αυτός μια μέρα σαν κι αυτή 25 Νοεμβρίου το 2016.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα υπήρξε κάτι μοναδικό για το ποδόσφαιρο. Ακόμα και οι επικριτές του, αυτοί που διαμαρτύρονταν για την παροιμιώδη απαξίωσή του στους κανόνες του αθλήματος, αποδέχονταν ότι είναι ένας ποδοσφαιριστής που δεν χωράει σε κανόνες. Οτι ήταν μεγαλύτερος από το ίδιο το άθλημα. Και σαν ήρωας της μυθολογίας ήταν τόσο απερίγραπτα τέλειος όσο και βασανιστικά φθαρτός, θεϊκά προικισμένος αλλά και μιαρός.
Μπορούσε να κάνει τα πάντα με την μπάλα, αλλά και να πυροβολήσει εν ψυχρώ δημοσιογράφους που θεωρούσε ότι τον ενοχλούσαν. Μπορούσε να ανυψώσει μόνος του ένα ολόκληρο έθνος, να πάρει εκδίκηση μέσα στο γήπεδο για ήττες στο πεδίο της μάχης, αλλά και να αφεθεί τόσο πολύ στις αμαρτίες του, να παχύνει τόσο που να μην μπορεί να μιλήσει. Μεγαλοφυής αλλά την ίδια ώρα στα όρια της παράνοιας. Ενας Τσε Γκεβάρα της μπάλας. Αλλά και ένας Καλιγούλας μαζί.
Ολα άρχισαν στην ταπεινή συνοικία Βίλα Φιορίτο, στις παρυφές του Μπουένος Aϊρες. Εκεί ανακάλυψαν τον μικρό Ντιέγκο οι κυνηγοί ταλέντων της Αργεντίνος Τζούνιορς. Λένε ότι εκείνη την εποχή, δωδεκαετής, ο Ντιέγκο έκανε στο ημίχρονο τέτοια κόλπα με τη μπάλα, που η κερκίδα πήγαινε περισσότερο γι’ αυτόν παρά για την ομάδα. Λένε. Προσχέδια ενός μύθου.
Στη συνέχεια όλα έγιναν πολύ γρήγορα: στα 15 του ο Μαραντόνα άρχισε να παίζει στην πρώτη ομάδα, στα 16 έκανε ντεμπούτο με την Εθνική Αργεντινής, στα 17 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και στα 19, για πρώτη φορά, «ποδοσφαιριστής της χρονιάς» στη Λατινική Αμερική. Οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν αν θέλει να γίνει ο νέος Πελέ —ο οποίος προ λίγων ετών μόλις είχε εγκαταλείψει την μπάλα— αλλά εκείνος, θρασύτατα απαντούσε: «Είμαι ο Μαραντόνα, δεν είμαι ο νέος οτιδήποτε, θέλω απλά να είμαι ο Μαραντόνα». Ήξερε.
Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή. Το 1982 ο «Ντιεγκίτο» παίρνει μεταγραφή στη Μπαρτσελόνα, εισπράττοντας ένα ποσό-ρεκόρ. Τα δύο χρόνια στην Ισπανία είναι μια περιπέτεια, ίσως μια προοικονομία των όσων θα ακολουθούσαν. Πρώτα προσβάλλεται από ηπατίτιδα και μετά, τoν Σεπτέμβριο του 1983, σε ένα ματς με την Ατλέτικ στο «Καμπ Νου», τού σπάει το πόδι ο Αντονι Γκοϊκοετσέα, ο «χασάπης του Μπιλμπάο». Επιστρέφει, αλλά η Βαρκελώνη είναι πολύ σνομπ και αθεράπευτα γοητευμένη από την αύρα του Κρόιφ για να αντέξει τον Αργεντίνο και να την αντέξει και αυτός.
Νέα μεταγραφή και νέο ρεκόρ, με τον Μαραντόνα να μετακομίζει στην Ιταλία, όχι όμως στις μεγάλες ομάδες του Βορρά —η Γιουβέντους των Ανιέλι είχε ήδη τον Μισέλ Πλατινί για 10άρι—, αλλά στην περιφρονημένη Νάπολη, όπου η τοπική ομάδα παλεύει με τον υποβιβασμό. «Απόπατο της Ιταλίας» την αποκαλούν οι αφιονισμένοι οπαδοί της Γιουβέντους και της Μίλαν, αλλά ο Μαραντόνα αλλάζει και πάλι τους κανόνες του παιχνιδιού. Το 1987 και το 1990 οδηγεί τη Νάπολι στην κατάκτηση του Καμπιονάτο. Είναι τα μοναδικά πρωταθλήματα που έχει κατακτήσει αυτή η ομάδα μέχρι σήμερα. Οι Ναπολιτάνοι τον τιμούν σαν άγιο. Ο Μαραντόνα ανταποκρίνεται στην αποθέωση του πλήθους, γίνεται όλο και καλύτερος.
Το 1986 αναδεικνύεται πρωταθλητής κόσμου με την Εθνική Αργεντινής. Τρία χρόνια αργότερα κερδίζει το κύπελλο UEFA με τη Νάπολι.
«Στο γήπεδο ξεχνάς τα προβλήματα της ζωής, σου φαίνονται ασήμαντα» έλεγε ο ίδιος ο Μαραντόνα σε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, μία παραγωγή της Amazon. Και πράγματι, τα προβλήματα ήταν πολλά εκτός γηπέδου. Το είδωλο των Ναπολιτάνων άρχισε να εθίζεται στην κοκαΐνη σε μια πόλη που το οργανωμένο έγκλημα αγκαλιάζει τον λαϊκό ήρωα. Πολλές φορές ξενυχτούσε από Δευτέρα μέχρι Τετάρτη, για να επιστρέψει στις προπονήσεις ενόψει του παιχνιδιού της Κυριακής.
Το 1994 η καριέρα του στην Εθνική Αργεντινής τερματίστηκε άδοξα, όταν βρέθηκε ντοπαρισμένος μετά το παιχνίδι με τη Νιγηρία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από τη FIFA. Στο αμέσως προηγούμενο παιχνίδι ο Μαραντόνα είχε οδηγήσει την Αργεντινή σε νίκη επί της Ελλάδας με 4-0.
«Ο Ντιέγκο έζησε μια ζωή σαν όνειρο, αλλά και σαν εφιάλτη», έλεγε ο γυμναστής του Φερνάντο Σινιορίνι. Αξέχαστο θα μείνει το «χέρι του Θεού» που έγραψε το 1-0 απέναντι στην Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986, αλλά και το 2-0 στο ίδιο παιχνίδι, όταν ο Μαραντόνα ντρίμπλαρε τη μισή Εθνική Αγγλίας και σχεδόν μπήκε μαζί με τη μπάλα στα δίχτυα του Πίτερ Σίλτον, πετυχαίνοντας το «γκολ του αιώνα».
Αξέχαστες παραμένουν όμως και οι εικόνες του υπέρβαρου Μαραντόνα με βαμμένα, πλατινέ μαλλιά, ή ενός Μαραντόνα να θεατρινίζει στις εξέδρες των γηπέδων, μια καρικατούρα ενός ένδοξου παρελθόντος.
Ο El Pibe de Oro («το χρυσό παιδί») δεν κατάφερε να σταδιοδρομήσει ούτε ως τηλεοπτικός παρουσιαστής, ούτε ως προπονητής στην Εθνική Αργεντινής. Για πολλούς μήνες μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, έκανε εγχείρηση στομάχου, κοίταξε στα μάτια τον θάνατο αλλά κατάφερε να επιζήσει.
«Μάλλον νομίζει ότι είναι Θεός και αυτός είναι ένας από τους λόγους για όλα αυτά τα προβλήματα», έλεγε το 2007 ο Έκτορ Πετσέλα, διευθυντής της κλινικής Γκιέμες στο Μπουένος Αϊρες. Ο γιατρός δεν είχε τόσο άδικο.
Στην Αρχαία Ρώμη οι αυτοκράτορες είχαν συνεχώς έναν σκλάβο δίπλα τους για να τους υπενθυμίζει: «Δεν είσαι θεός, δεν είσαι θεός». Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο άνθρωπος που γεννήθηκε σε μια λαϊκή γειτονιά του Μπουένος Αϊρες, είχε συνεχώς ένα πλήθος δίπλα του που του έλεγε: «Είσαι θεός, είσαι θεός»…