Το πρωί της 25ης Ιουνίου ο Ντέιβιντ Γκόλντμπλατ δεν ξύπνησε. Εκπρόσωπος της Goodman Gallery στο Γιοχάνεσμπουργκ, η οποία κρατά μεγάλο μέρος του έργου του διάσημου φωτογράφου δήλωσε: «Με μεγάλη θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο Ντέιβιντ Γκόλντμπλατ πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Εφυγε ειρηνικά τις πρώτες πρωινές ώρες στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ο θάνατος του Ντέιβιντ είναι μια σημαντική απώλεια για τη Νότια Αφρική και τον χώρο της τέχνης παγκοσμίως».
Ο Γκόλντμπλατ έγινε διεθνώς γνωστός φωτίζοντας με τις φωτογραφίες του το φυλετικό χάσμα της πατρίδας του κατά τη διάρκεια μερικών από τα πιο ταραχώδη χρόνια στην ιστορία της. Απαθανατίζοντας απλές σκηνές, όπως παιδιά που παίζουν ή οι εξαντλημένους εργάτες, που κοιμούνται μέσα στο λεωφορείο επιστρέφοντας στο σπίτι τους μετά τη δουλειά, ο Γκόλντμπλατ αποκάλυψε την ανισορροπία που επικρατούσε στην καρδιά της κοινωνίας της Νότιας Αφρικής, βάζοντας ταυτόχρονα στις φωτογραφίες του τη σφραγίδα της προσωπικής του πολύ αυστηρής ηθικής, όπως γράφει ο Guardian.
«Κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, ανησυχούσα βασικά για τις αξίες – τι εκτιμούσαμε στη Νότιο Αφρική, πώς φτάσαμε σε αυτές τις αξίες και πώς εκφράσαμε αυτές τις αξίες», είπε κάποτε ο νοτιοαφρικανός φωτογράφος μιλώντας για το έργο του, «Ως πολίτης ενδιαφερόμουν πάρα πολύ για τα γεγονότα που συμβαίναν στη χώρα αλλά, ως φωτογράφο δεν με ενδιέφεραν ιδιαίτερα και δεν φωτογράφιζα κάτι τη στιγμή που εκτυλισσόταν. Ενδιαφέρομαι για τις συνθήκες που δημιουργούν γεγονότα».
Ο Γκόλντμπλατ γεννήθηκε το 1930 στην πόλη Ραντφοντέιν, περίπου 40 χλμ δυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ. Αρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία σε ηλικία 18 ετών, τη χρονιά που επιβλήθηκε το απαρτχάιντ, επιλέγοντας σχεδόν αποκλειστικά το άσπρο-μαύρο. Και με την πάροδο του χρόνου ανέπτυξε ένα πολύ προσωπικό στυλ αποτυπώνοντας ήρεμες στιγμές, οι οποίες παρόλα αυτά μιλούσαν βαθιά για το τραύμα που προκάλεσε στη χώρα του το Απαρτχάιντ.
Η φωτογραφία του «Ο γιος ενός αγρότη με τη νταντά του» (1964) δείχνει τα δύο πρόσωπα στραμμένα προς τη φωτογραφική μηχανή, ενώ τα χέρια του παιδιού ακουμπούν στους ώμους της νταντάς του, μπροστά σε ένα φράχτη από συρματόπλεγμα. Τέτοιου είδους στιγμές, λεπτές και ευαίσθητες πλην όμως διεισδυτικές, γοήτευαν περισσότερο τον φωτογράφο παρά τα δραματικά σημεία καμπής στην ιστορία της χώρας του.
Σε μια συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε το 2017 στον Guardian, ο Γκόλντμπλατ μίλησε για τις περίεργες σχέσεις που είχε παρατηρήσει ανάμεσα στους λευκούς ιδιοκτήτες κτημάτων και τους μαύρους υπηρέτες που ζούσαν σε αυτά.
«Πολλοί (ιδιοκτήτες) ήταν βαθιά ρατσιστές. Ενιωθαν τεράστιο φόβο για τους μαύρους ανθρώπους. Ταυτόχρονα, είχαν μια σχέση μαζί τους οικεία και στοργική, γενναιόδωρη σε βαθμό που ξεπερνούσε ό,τι γνώριζα από τη δική μου μεσοαστική ζωή».
Οι φωτογραφίες του Γκολντμπλατ έχουν εκτεθεί σε όλο τον κόσμο, μεταξύ άλλων στο MΟΜΑ της Νέας Υόρκης και στο Barbican του Λονδίνου ενώ μια εξαιρετική αναδρομική έκθεση παρουσιάστηκε στο Κέντρο Pompidou στο Παρίσι πριν από μερικούς μήνες. Ανάμεσα στα πιο φημισμένα έργα του είναι το λεύκωμα «On the Mines» με φωτογραφίες στα ορυχεία (1973), που έκανε σε συνεργασία με τη βραβευμένη με Νoμπέλ Ναντίν Γκόρντιμερ -μία από τις βασικές του επιρροές-, και το «Some Afrikaners Photographed» (1975), με φωτογραφίες Αφρικάνερς (οι ολλανδικής καταγωγής λευκοί, πρώτοι άποικοι) που τράβηξε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην πατρίδα του.