Ηταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους του γαλλικού σινεμά –ίσως ο τελευταίος, ένας από τους ελάχιστους που μας είχαν απομείνει για να μας συνδέουν με τη Γαλλία του Ζαν Πολ Σαρτρ και της Σιμόντ ντε Μπουβουάρ αλλά και με την εποχή που η Εβδομη Τέχνη μπορούσε να περιπαίζει την αστική τάξη αλλά τελικά να τη γοητεύει και να κόβει εισιτήρια. Ο μέγας Μισέλ Πικολί έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών. Είχε υποστεί εγκεφαλικό και είχε πεθάνει στις 12 του Μαΐου, αλλά αυτό έγινε γνωστό μόλις τη Δευτέρα, 18 του μήνα.
«Ο Μισέλ Πικολί έσβησε στις 12 Μαΐου στην αγκαλιά της γυναίκα του Λουντιβίν και των μικρών παιδιών του, Ινόρ και Μισιά, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο» ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Ζιλ Ζακόμπ, φίλος του εκλιπόντος και παλαιός πρόεδρος του Φεστιβάλ των Καννών.
Ο Πικολί υπήρξε ένα από τα πρότυπα του «γάλλου monsieur», αλλά αυτό δεν έγινε εύκολα ούτε γρήγορα. Η καριέρα του διατρέχει πάνω από επτά (!) δεκαετίες και περισσότερες από 100 ταινίες, μερικές από τις πιο σπουδαίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά έπρεπε να φτάσει κοντά στα 40 για να κάνει την πρώτη μεγάλη επιτυχία του.
Ηταν στη θρυλική «Περιφρόνηση» (1963) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, πλάι στην Μπριζίτ Μπαρντό (φωτογραφίες κάτω).
Γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1925 στο Παρίσι, σε μια οικογένεια μουσικών, πέρασε τα πρώτα 15 χρόνια της καριέρας του –μια ολόκληρη ζωή καλλιτεχνικά- παίζοντας δεύτερους ρόλους. Και λίγο προτού παγιδευτεί στον ρόλο καρατερίστα, ήρθε το «Περιφρόνηση» («Mepris») του Γκοντάρ και τον καθιέρωσε ως έναν ηθοποιό με το δικό του προσωπικό στίγμα: μια αδιόρατη ειρωνεία σε ό,τι και αν έκανε, όποιον και αν έπαιζε.
«Αυτή η δουλειά έχει ανάγκη τη φάρσα», έλεγε. «Προτιμώ την έκφραση των Ιταλών “io faccio l’attore”. Οι Ιταλοί δεν λένε “είμαι ηθοποιός”, αλλά “κάνω τον ηθοποιό”. Μου αρέσει αυτή η ιδέα και να την ακολουθώ ως το λογικό τέλος της, να παίζω σαν μαριονέτα».
Ακολούθησαν ταινίες-σταθμοί της Εβδομης Τέχνης, που έφεραν τη σφραγίδα των ερμηνειών του, πλάι φυσικά σε άλλους μεγάλους.
Με την Κατρίν Ντενέβ στην «Ωραία της Ημέρας» του Λουίς Μπουνιουέλ (1967) ή, κάτω, με τη Ρόμι Σνάιντερ στο «Les choses de la vie» του Κλοντ Σοτέ (1970). Με τον Σοτέ συνεργάστηκε επίσης στο «Max et les ferrailleurs» (Η τροτέζα και οι διαρρήκτες) και στο «Vincent, François, Paul… et les autres» (Βενσάν, Φρανσουά, Πολ… και οι άλλοι).
Μνημειώδης υπήρξε επίσης η ερμηνεία του στο «Μεγάλο Φαγοπότι» του Μάρκο Φερέρι (1973), πλάι στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τον Φιλίπ Νουαρέ και τον Ούγκο Τονιάτσι. Με τον Φερέρι συνεργάστηκε και στο «Dillinger è morto» (1969). Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στο «Τοπάζ».
Τέσσερις φορές υποψήφιος για βραβείο César, κυρίως για την ταινία «La belle Noiseuse» (Η ωραία καυγατζού) του Ζακ Ριβέτ (1992), δεν βραβεύθηκε ποτέ από την Ακαδημία.
Συχνά έπαιζε το μοναχικό μεσήλικα. «Αν είχα την όρεξη θα ψυχαναλυόμουν από τους χαρακτήρες που έπαιξα» είχε πει πριν λίγα χρόνια. Διόλου τυχαία, τον είδαμε να παίζει τον «Σπύρο» στην «Σκόνη του Χρόνου» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (2008), πλάι στην Ιρέν Ζακόμπ, τον Γουίλιαμ Νταφόε (μαζί τους κάτω) και τον Μπρούνο Γκαντζ.
Μια από τις τελευταίες του δουλειές δε, ήταν ο κατ’ εξοχήν μοναχικός ρόλος: αυτός του πάπα στο «Habemus Papam» του Νάνι Μορέτι (2011).
Δεν υπήρξε μόνος στη ζωή του. Εκανε τρεις γάμους –ο δεύτερος, ο πιο θυελλώδης, για δέκα χρόνια με τη Ζιλιέτ Γκρεκό –, ο τρίτος ο πιο σταθερός, 40 χρόνια με τη Λουντιβίν Κλερκ. Ηταν στην παρέα του Σαρτρ και της Μποβουάρ, καθώς και σε αυτήν του Υβ Μοντάν και της Σιμόν Σινιορέ. Είπαμε, ένας άνθρωπος μιας εποχής γιγάντων της Τέχνης και του Πνεύματος. Ο τελευταίος γίγαντας…