Ο Γιάννης Πουλόπουλος τη δεκαετία του '70 | INTIMEnews
Επικαιρότητα

«Απόψε κλαίει ο ουρανός»: Ο Γιάννης Πουλόπουλος «έφυγε» σε ηλικία 79 ετών

Σίγησε ο «χρυσός ερμηνευτής» που «έντυσε» με τη φωνή του τα τραγούδια του «Δρόμου», (Μίμης Πλέσσας-Λευτέρης Παπαδόπουλος) του πλέον επιτυχημένου εμπορικά δίσκου στη χώρα με πωλήσεις που ξεπέρασαν το 1,5 εκατ. αντίτυπα
Protagon Team

Μια από τις πιο αγαπημένες φωνές του ελληνικού τραγουδιού, ο Γιάννης Πουλόπουλος, έφυγε από τη ζωή τη αργά το βράδυ της Κυριακής σε ηλικία 79 ετών.

Ο δημοφιλής καλλιτέχνης προδόθηκε από την καρδιά του ενώ νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο με χρόνια προβλήματα υγείας.

Είναι ο άνθρωπος που απέδωσε μοναδικά τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου στον «Δρόμο», τον πιο εμπορικό δίσκο όλων των εποχών στην Ελλάδα, με πωλήσεις που έχουν ξεπεράσει τα 1.500.000 αντίτυπα.

 

Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας.

Οι γονείς του κατοικούσαν στην Αθήνα στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.

Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και μεγαλώνει με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.

Από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία Columbia το 1962 όπου γίνονταν ακροάσεις τραγουδιστών, ζητώντας να τον ακούσουν. Κανείς όμως δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού.

Εκείνος συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε ως ελαιοχρωματιστής – οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Αγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.

Εκείνη την περίοδο η Columbia, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα. Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου.

Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το «Μάνα μου και Παναγιά»  και το «Παράπονο».

Σύμφωνα με μαι ανεπιβεβαίωτη εκδοχή, μόλις τελείωσε, ο Μίκης Θεοδωράκης είπε: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή» και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.

Ο Μίκης Θεοδωράκης του δίνει να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Η γειτονιά των αγγέλων, που εκείνη τη χρονιά (1963) ανεβαίνει στο θέατρο Ρεξ από τον θίασο Τζένης Καρέζη-Νίκου Κούρκουλου.  Τα τραγούδια αυτά ήταν τα “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, “Δόξα τω Θεώ” και “Το ψωμί είναι στο τραπέζι”.

Ηταν τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί σε δίσκο ο Πουλόπουλος, τα οποία αργότερα θα δισκογραφήσει στην ίδια εταιρεία και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Εκείνη την περίοδο ηχογραφεί το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο, το “Πρωινό τραγούδι”, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το οποίο επίσης δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα και το 1963 συμπεριλαμβάνεται στο διπλό LP Χρυσές Επιτυχίες του Σταύρου Ξαρχάκου.

Ο χειμώνας του 1963 τον βρίσκει να τραγουδά στο κέντρο «Ξημερώματα», στα Ανω Πατήσια, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ.

Στη συνέχεια, απομακρύνεται από την Columbia, εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο για τη παραμονή του στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους.

Το 1964 κατατάσσεται φαντάρος και απολύεται το 1966.

Ακολουθούν εμφανίσεις σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το στέκι του Γιάννη, Ταβάνια, κ.ά.)

Στη Λύρα πια, ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα “Βράχο βράχο τον καημό μου”, “Βρέχει στη φτωχογειτονιά”, “Καημός” κ.ά.

Το 1965 τραγουδάει τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ το 1966 θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το “Ακορντεόν”, στην ταινία μικρού μήκους «Αθήνα, πόλη χαμόγελο», σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου, για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Παράλληλα κάνει μεγάλη επιτυχία με το “Μη μου θυμώνεις μάτια μου”, του επίσης τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή.

Το 1966 τραγουδά σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο.

Την ίδια χρονιά μπαίνει για τα καλά στη δισκογραφία. Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούν σωρηδόν και εμφανίζεται για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές ταινίες: Οι στιγματισμένοι (1966), με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγουδάει μαζί με την Ελένη Κλάδη το “Πολύ αργά” και το “Σ’ αγαπώ”, Ο τετραπέρατος (1966), με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμηνεύει το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού “Στον Πειραιά, στον Πειραιά”, Εκείνος κι εκείνη (1966), με τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου τραγουδάει τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου “Ξεγυμνώστε τα σπαθιά”.

Στη εποχή του Νέου Κύματος γράφει και συνθέτει δικά του τραγούδια, όπως το “Θά ‘θελα νά ‘χα”, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.

Συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό (συμμετέχει στην Ανθολογία και στην Ανθολογία Β’, ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το “Παιδί μου ώρα σου καλή” σε ποίηση Γεώργιου Βιζυηνού), με τον Δήμο Μούτση (“Το κορίτσι μου στ’ άστρα”), με τον Κυριάκο Σφέτσα και με τον Νίκο Μαμαγκάκη (“Άνθη” και “Πέτρινα λουλούδια”, σε στίχους Βασίλη Βασιλικού).

Το 1966 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, μια συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ Οι θαλασσιές οι χάντρες (1966). Ακολούθησαν οι ταινίες: Κάτι κουρασμένα παλικάρια (1967), Μια κυρία στα μπουζούκια (1968), Ο ψεύτης (1968), Γοργόνες και μάγκες (1968), Ο μικρός δραπέτης (1968), Η Παριζιάνα (1969), Η ωραία του κουρέα (1969), Η θεία μου η χίπισσα (1970) κ.ά.

Το 1967 εμφανίστηκε στο Χρυσό Βαρέλι, στις Τζιτζιφιές, πλάι στη Μαρινέλλα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δούκισσα, τον Στράτο Διονυσίου και τη Μπέμπα Μπλανς. Κατόπιν, αποφάσισε με την Μαρινέλλα να εμφανιστούν στη Νεράιδα, για τις επόμενες δύο σεζόν (1968-1969) με εκπληκτική επιτυχία. Το 1968 διοργανώνεται στην Αθήνα η 1η Ολυμπιάς Τραγουδιού, όπου ερμηνεύει το τραγούδι “Μα τώρα, αγάπη μου”, του Μίμη Πλέσσα.

Το 1969 είναι μια σημαδιακή χρονιά. «Ο Δρόμος», άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο Γιάννης Πουλόπουλος ερμηνεύει δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, θα γίνει αμέσως ο πρώτος ελληνικός χρυσός δίσκος, παρά την απαγόρευση μετάδοσής του από το τότε μονοπώλιο του ΕΙΡ/ΕΙΡΤ.

Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα γίνει το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, φτάνοντας τα 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που μέχρι σήμερα κανείς άλλος ελληνικός δίσκος δεν έχει πλησιάσει. Την ίδια χρονιά, συμμετέχει στον δίσκο «Οι ώρες», των Λίνου Κόκοτου και Άκου Δασκαλόπουλου.

Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Δρόμου», ο Πουλόπουλος, μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, γίνεται το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού, ο «χρυσός ερμηνευτής» – χαρακτηρισμός που αποτυπώνεται σε δημοσκόπηση του 1970 σε περιοδικό της εποχής, όπου κατετάγη πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού.

Παρά την προσπάθεια άλλων δισκογραφικών να τον προσελκύσουν, ο Αλέκος Πατσιφάς βρίσκει τρόπο να τον κρατήσει στη «Λύρα». Αφουγκραζόμενος την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο στούντιο, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969-71 ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά σε δέκα μεγάλους δίσκους 33 στροφών και σε αρκετούς μικρούς 45 στροφών.

Ερωτηθείς σε συνέντευξή του το 1987, αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, ο ίδιος θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας όμως ότι περιέχουν μερικά από τα “κλασσικά” (όπως τα χαρακτήρισε) τραγούδια του.

Στους δέκα αυτούς δίσκους υπάρχουν εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες τραγουδιών βασισμένων σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα και του Νερούδα (Εμιλιάνο Ζαπάτα), του Γιάννη Γλέζου, στην Ερωφίλη του Νίκου Μαμαγκάκη, στη “Γύφτισσα μέρα” του Γιώργου Κοντογιώργου και στη “Μαρία” του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου) και την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί δίσκο με τον επιστήθιο φίλο του τον Γιώργο Ζαμπέτα, το “Μουσικόραμα”.

Κατά την περίοδο 1971-73, συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Όμηρο Ευστρατιάδη, ντύνοντας κάποιες ταινίες του με μουσική και στίχο. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή την περίοδο δίνει 1 τραγούδι στην Ελένη Ανουσάκη με τίτλο «Μη μου ζητάς» για τις ανάγκες της ταινίας «Αδιέξοδο» (1971), καθώς και ένα τραγούδι στην Ελένη Ροδά και δύο στην Καίτη Χωματά.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, καλεσμένος στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, τραγουδά το «It was a very good year» του Φρανκ Σινάτρα, ηχογράφηση η οποία δεν κυκλοφόρησε.

Λίγο πριν την έκδοση αυτού του δίσκου, μόλις πρόλαβε την σύλληψη από τα όργανα της χούντας, αφού το τραγούδι των Γιώργου Κατσαρού – Πυθαγόρα “Πάμε για ύπνο Κατερίνα”, θεωρήθηκε αντιστασιακό. Κατέφυγε τότε σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Βέβαια προϋπήρχε και ο δίσκος “Μίλα μου για τη λευτεριά” των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου, που όλα τα τραγούδια – εκτός από ένα – είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς της επταετίας.

Το 1973 τραγουδάει σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Μίμη Πλέσσα στο “Θάλασσα πικροθάλασσα” και το 1975 ερμηνεύει τα “12 ρεμπέτικα”, ένα είδος τραγουδιού που αποδεικνύει πια πως ο Γιάννης Πουλόπουλος είναι ένας τραγουδιστής μοναδικός, που άνετα μπορεί να κινηθεί σε όλα τα είδη του Ελληνικού τραγουδιού. Αυτός ήταν και ο τελευταίος δίσκος του στη «Λύρα».

Μετά την αποχώρησή του από τη «Λύρα» ηχογραφεί κάποιους δίσκους στη «Μίνως«- οι οποίοι γίνονται αμέσως χρυσοί- με ελαφρολαϊκά και με διασκευασμένες ξένες επιτυχίες, όπως το “Αγάπα με”.

Ολα αυτά τα χρόνια η Λύρα δεν έπαψε να επανεκδίδει τραγούδια που είχε πει, κυρίως τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκους 45 στροφών.

Στο διάστημα 1977-89 συνεργάζεται και πάλι με τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Κριμιζάκη, ενώ το 1982 σε ένα δίσκο που έγινε χρυσός, τραγούδησε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τραγούδια του “Νέου Κύματος” σε δεύτερη εκτέλεση (πιάνο -επιμέλεια ορχήστρας ο Γιάννης Σπανός).

Στην εταιρεία Μίνως μένει ως το 1989, έχοντας 11 χρυσούς δίσκους στο ενεργητικό του εκεί. Την εποχή εκείνη, ο χρυσός αντιστοιχούσε σε 60.000 πωλήσεις και ο πλατινένιος σε 100.000. Μάλιστα, οι τρεις τελευταίοι δίσκοι έγιναν πλατινένιοι μετά την αποχώρησή του από τη Μίνως.

Το 1983 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ταξίδι Στο Κέντρο Της Γης», ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική, που όπως είχε δηλώσει, ήταν κάτι που τον ξεκούραζε.

Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη γυναίκα του Μπέττυ και το 1985 την παντρεύεται. Στις 15 Μαΐου 1991 γεννιέται η κόρη του, Αλεξάνδρα.

Το 1997 ο Πουλόπουλος αρχίζει μια καινούργια συνεργασία με τη «Λύρα», έπειτα από 22 χρόνια, με το δίσκο “Του τραγουδιού το βλέμμα”, σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη. Δίσκος που γνωρίζει αμέσως μεγάλη επιτυχία. Στο δίσκο αυτό για τους φανατικούς – και είναι πολλοί – ακροατές του, υπάρχει και μια μεγάλη έκπληξη. Ο Γιάννης Πουλόπουλος “ξέθαψε” δύο δικά του τραγούδια από τα τέσσερα συνολικά που είπε σε κινηματογραφικές ταινίες γύρω στα 1972 – 1973 και ήταν άγνωστα, αλλά και δεν είχαν μέχρι σήμερα κυκλοφορήσει.

Τα τραγούδια αυτά το “Πάλι μεθυσμένος” και το “Αφού μου έφυγες εσύ”, ξανατραγουδάει στον καινούργιο του δίσκο.

Το 1998, κυκλοφορεί σε cd η ζωντανή του εμφάνιση στην Πύλη Αξιού -πρόκειται για την μόνη του δισκογραφική δουλειά με περιεχόμενο από εμφάνισή του-, εμφάνιση η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αποτελεί και την τελευταία του. Το 1999 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Στα Όνειρά Μου Περπατώ», με τον οποίο αποφασίζει να απομακρυνθεί από τα μουσικά δρώμενα.

Σε  συνεντεύξεις του τότε δηλώνει πως η νύχτα, έτσι όπως έχει ευτελιστεί, δεν είναι πια γι’ αυτόν και δηλώνει την απομάκρυνση του από τις βραδινές εμφανίσεις και, εν γένει, τα μουσικά δρώμενα.

Το 2005 κυκλοφορεί σε περιορισμένες εκδόσεις ένας δίσκος 10 ιντσών, με τίτλο «ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ» με 10 τραγούδια, ενώ στο διάστημα αυτό οι επανεκδόσεις τραγουδιών από τη «Λύρα» και τη «Μίνως» διαδέχονται η μία την άλλη.

Ο ποιητής Γιάννης Πουλόπουλος

Ο Γιάννης Πουλόπουλος κυκλοφόρησε δύο ποιητικές συλλογές, με τίτλο Τετράδιο (1971) και Ταξίδι στο κέντρο της νύχτας (1983), στις οποίες βλέπουμε και μια άλλη πτυχή του καλλιτέχνη, η οποία φωτίζει δικά του άγνωστα τοπία και κάποιες ουσιαστικές πλευρές του σκεπτόμενου Γιάννη. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία, έχοντας αποκτήσει μερικές γνώσεις από τον φίλο του, τραγουδιστή και ζωγράφο, Σταύρο Πασπαράκη. Έτσι, γεμάτος ταμπεραμέντο και οξυδέρκεια, κατοχυρώνει τις εμπειρίες του σε μια πλατιά εκφραστική καλλιτεχνική γκάμα.

Συλλυπητήρια Μενδώνη

«Λίγοι, ελάχιστοι μουσικοί καλλιτέχνες, όπως ο Γιάννης Πουλόπουλος που αποχαιρετάμε σήμερα, μπορούν να κινηθούν με άνεση, ευελιξία και συναίσθημα σε τόσο διαφορετικά είδη μουσικής. Ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν από τους λίγους, τραγουδιστές και μουσικούς, με αυτό το σπάνιο χάρισμα» αναφέρει στο συλλυπητήριο μήνυμα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.

«Με την ίδια επιτυχία ερμήνευσε Μίκη Θεοδωράκη και έργα άλλων σημαντικών ελλήνων συνθετών» συνεχίζει η κυρία Μενδώνη στο μήνυμά της και προσθέτει: «Τραγούδησε μοναδικά το Νέο Κύμα, έλληνες και ξένους ποιητές, κλασικές σήμερα κινηματογραφικές επιτυχίες. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή, νέος και όμορφος, έδειξε ότι είχε τη στόφα πρωταγωνιστή.

Ωστόσο ήταν πρωταγωνιστής και για το ξεχωριστό του ήθος. Τόλμησε να αποχωρήσει στο απόγειο της φήμης του και να κρατήσει τις αποστάσεις που εκείνος επέλεξε, όταν αισθάνθηκε ότι οι συνθήκες στην ψυχαγωγία δεν τον εξέφραζαν, δεν άρμοζαν στις καλλιτεχνικές αρχές του. Η αισθαντική φωνή του και οι μοναδικές ερμηνείες του στα τραγούδια που επέλεγε, θα συνεχίσουν να μας συντροφεύουν. Θα μας ταξιδεύουν για πάντα συναισθηματικά. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του και στους πολλούς φίλους του».

Συλλυπητήρια Τσίπρα

Συλλυπητήριο μήνυμα απέστειλε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας μέσω των κοινωνικών δικτύων.

«Ο Γιάννης Πουλόπουλος, που με το χρώμα της φωνής του συνόδευσε εικόνες αγάπης, ονείρων, παιδικής ανεμελιάς, έρωτα και χωρισμών των Ελλήνων, δεν είναι πια μαζί μας. Ηταν η φωνή του Νέου Κύματος, φωνή ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη. Εγινε η αγαπημένη φωνή μεγάλων συνθετών και στιχουργών, η μελωδική φωνή του λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου και των μπουάτ», έγραψε, τονίζοντας ότι «παρά τις τεράστιες επιτυχίες που τραγούδησε, έζησε όλη τη ζωή του σεμνά, μακριά από τα πολλά φώτα της δημοσιότητας».

«Και νομίζω πως έτσι πρέπει κι εμείς να τον αποχαιρετίσουμε, με τη σεμνότητα που είχε επιλέξει ο ίδιος να ζει. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του, στους δικούς του ανθρώπους, σε όσους αγάπησαν τον ίδιο και τη φωνή του», καταλήγει ο κ. Τσίπρας.