Υπήρξε η εικόνα ενός νέο προτύπου για τον άνδρα στην Ελλάδα, εκεί στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του ’60: αρρενωπός αλλά και ευαίσθητος, όμορφος, λαϊκός, πρόσωπο καθαρό. Ο Φαίδωνας Γεωργίτσης, ένας από τους πιο δημοφιλείς και γοητευτικούς πρωταγωνιστές της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
Ο Γεωργίτσης έδινε τα τελευταία χρόνια μάχη με τον καρκίνο στον εγκέφαλο. Η κηδεία του θα γίνει το μεσημέρι του Σαββάτου στις 12:30 στο Νεκροταφείο Νέας Σμύρνης. Είχε γεννηθεί στις 26 Ιανουαρίου του 1939 στην Αθήνα.
Υπήρξε χαρακτηριστικός στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, ένα κινηματογραφικό είδος με το οποίο η Finos Film φρόντισε να δώσει στο ελληνικό σινεμά έναν πιο ελαφρύ και πιο αισιόδοξο τόνο, αντικατοπτρίζοντας έτσι και τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1960.
Μνημειώδεις ήταν οι παρουσίες του στις μουσικές ταινίες «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968) και «Γοργόνες και μάγκες» (1968). Ηταν ωστόσο επίσης αξιοπρόσεκτος και στα κοινωνικά δράματα με τα οποία ξεκίνησε ουσιαστικά την πορεία του στο σινεμά: στα φιλμ «Ιλιγγος» (1963), «Οι Εχθροί» (1965), «Το αίμα βάφτηκε κόκκινο» (1966) και «Εκείνος και εκείνη» (1967).
Η πρώτη του κινηματογραφική παρουσία πάντως ήταν στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, όπου έπαιζε σε μια σκηνή, μαζί με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ τον ναύτη που θέλει να πάει με την Ιλια, την ιερόδουλη που υποδυόταν η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη.
H Μελίνα ίσως είχε δώσει και την πιο χαρακτηριστική περιγραφή για τον Γεωργίτση: «Αρσενικός σαν κεραμιδόγατος»…
Από την πλευρά της η Finos Film γράφει για τον Φαίδωνα Γεωργίτση:
Ο Φαίδων Γεωργίτσης, από τους διάσημους και ταλαντούχους Έλληνες ηθοποιούς, ανδρώθηκε υποκριτικά στον κινηματογράφο, αφού πολύ νωρίς – φοιτητής ακόμα – έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην περίφημη ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960). Όσο καταιγιστική ήταν η συνέχεια για τον Ελληνικό Κινηματογράφο τη δεκαετία που ακολούθησε, τόσο ήταν και η καριέρα του δημοφιλούς ηθοποιού. Πρωταγωνίστησε σε δραματικές ταινίες και μιούζικαλ με εμφατική επιτυχία, και κατέκτησε καρδιές του ασθενούς φύλου, αφού πέρα από τα σημαντικά υποκριτικά προσόντα του, διαθέτει και μεγάλη γοητεία.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στις δραματικές σχολές του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κούν, του Χρήστου Βαχλιώτη και του Πέλλου Κατσέλη και αργότερα στο London School of Film Technique. Δύο χρόνια μετά την παρθενική του κινηματογραφική εμφάνιση, ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός». Το 1963 πρωταγωνιστεί, πλάι στην Ζωή Λάσκαρη, στην ταινία «Ίλιγγος» της Φίνος Φιλμ, ενώ την επόμενη χρονιά ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια», είναι αποκαλυπτικός. Στην συνέχεια πρωταγωνιστεί σε πολλές ταινίες της Φίνος Φίλμ και ειδικότερα σε μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, όπως το «Γοργόνες και Μάγκες» και «Μια Κυρία στα Μπουζούκια», αλλά και σε αξιόλογες δραματικές ταινίες, όπως «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Εκείνος κι Εκείνη».
Συνολικά έπαιξε σε πάνω από 40 ταινίες – 13 από τις οποίες της Finos Film.
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1963 στο έργο «Νεκροί χωρίς Τάφο» με το θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά, ενώ έχει συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το 1967, ο Φαίδων Γεωργίτσης παντρεύτηκε την επίσης ηθοποιό Μπέτυ Αρβανίτη, με την οποία υποδύθηκαν το ζευγάρι στη δημοφιλή κωμωδία της Φίνος Φίλμ «Νύχτα Γάμου», ενώ είχαν συστήσει και δικό τους θεατρικό θίασο. Σημαντική ήταν και η παρουσία του Φαίδωνα Γεωργίτση στην τηλεόραση με συμμετοχές σε θρυλικές τηλεοπτικές σειρές όπως το «Γιούγκερμαν» και «Οι Πανθέοι» του Βασίλη Γεωργιάδη, «Η Λάμψη» και το «Καλημέρα Ζωή» του Νίκου Φώσκολου. Τα τελευταία χρόνια ασχολούνταν με το κτήμα του «Κεκρωπία» και με τον ομώνυμο θεατρικό θίασο που ο ίδιος έχει ιδρύσει.
O Γεωργίτσης παντρεύτηκε δύο φορές. Μετά τον χωρισμό του με την Μπέτυ Αρβανίτη παντρεύτηκε την Μπέτσυ Γεωργίτση, με την οποία είχε αποκτήσει δυο παιδιά.
To υπουργείο Πολιτισμού σε συλλυπητήριο μήνυμά του για τον θάνατο του Γεωργίτση ανέφερε:
«Με σπουδές στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και στις Σχολές των Χρήστου Βλαχιώτη και Πέλου Κατσέλη, ο Φαίδων Γεωργίτσης πρωτοεμφανίσθηκε στον κινηματογράφο, σπουδαστής ακόμη, σε ένα μικρό ρόλο στην ταινία “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασέν. Αναδείχθηκε σε δημοφιλή ζεν πρεμιέ ανάμεσα στα αστέρια που γέννησε η Φίνος Φιλμ και που αγαπήθηκαν στην αθώα και ασπρόμαυρη κινηματογραφική πραγματικότητα της δεκαετίας του ΄60. Τα τελευταία χρόνια είχε δημιουργήσει ένα μικρό πολιτιστικό κέντρο για θεατρικές και μουσικές παραστάσεις μέσα στο κτήμα του στο Κορωπί, ενώ αφιέρωνε χρόνο και στη διδασκαλία νέων ηθοποιών».
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) εξέφρασε και αυτό τη βαθιά του θλίψη για την απώλεια του Φαίδωνα Γεωργίτση, «ενός από τους πιο γοητευτικούς και δημοφιλείς ηθοποιούς που έλαμψε στο καλλιτεχνικό στερέωμα για πολλές δεκαετίες και διακρίθηκε τόσο στον Κινηματογράφο όσο και στο θέατρο και την τηλεόραση», όπως επεσήμανε σε ανακοίνωσή του.
Ο Γεωργίτσης συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ σε πέντε παραγωγές, από το 1975 έως το 1978. Πρόκειται για τις «Δεσποινίς Τζούλια /Η πιο δυνατή», του Αύγουστου Στρίντμπεργκ – σκηνοθεσία Εύης Γαβριηλίδης (1975), «Δύο απιστίες: Ασήμαντος πόνος / Επίδειξη μόδας», του Χάρολντ Πίντερ – σκηνοθεσία Μίνως Βολανάκης (1976), «Μήδεια» του Ευριπίδη – σκηνοθεσία: Μίνως Βολανάκης (1976), «Ιούλιος Καίσαρ», του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ – σκηνοθεσία Σπύρος Α. Ευαγγελάτος (1978) και «Έντα Γκάμπλερ», του Χένρικ Ίψεν – σκηνοθεσία Εύης Γαβριηλίδης.