Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Plos One, όσοι έχουν επίγνωση των κινδύνων της βιοποικιλότητας, θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αντικαταστήσουν το ρύζι με τις πατάτες, να περιορίσουν το βοδινό κρέας και το αρνί και να ρωτήσουν πού καλλιεργούνται τα φασόλια, οι φακές και τα ρεβίθια τους για να μειώσουν τον αντίκτυπό τους στη φύση, γράφει στον Guardian η Σόφι Κέβανι.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν 151 δημοφιλείς συνταγές από όλο τον κόσμο για τον αντίκτυπό τους στη βιοποικιλότητα. Και βρήκαν ότι τα πιάτα με κρέας ήταν οι χειρότεροι παραβάτες: συνταγές όπως το τσίλι κον κάρνε, το χοιρινό με σάλσα βέρντε και το λετσάθο, ένα ισπανικό φαγητό με αρνάκι, συγκέντρωσαν όλα υψηλότερες βαθμολογίες για τις ζημιές που προκαλούν στη βιοποικιλότητα σε σύγκριση με τις βίγκαν και τις χορτοφαγικές επιλογές.
Ο τεράστιος περιβαλλοντικός αντίκτυπος της κατανάλωσης κρέατος έχει αποδειχθεί πλέον, και η μελέτη τον ενίσχυσε, με τα φαγητά με κρέας να σημειώνουν χειρότερη βαθμολογία σε σχέση με χορτοφαγικά ή βίγκαν πιάτα σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Το βοδινό κρέας, που παράγεται στη Βραζιλία, ήταν στην κορυφή των πινάκων. Αλλά η μελέτη, που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τετάρτη, είχε επίσης μερικά εκπληκτικά ευρήματα σχετικά με το αποτύπωμα της βιοποικιλότητας ορισμένων δημητριακών και οσπρίων.
Πιάτα όπως το τσίλι κον κάρνε έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο περιβάλλον
Οι συνταγές, που χρησιμοποιούν ρύζι και όσπρια –όπως το τσάνα μασάλα (η ινδική ρεβιθάδα) και τα φασόλια ράτζμα κάρυ– μπορεί επίσης να προκαλέσουν προβλήματα, ανάλογα με το πού καλλιεργούνται τα συστατικά. «Η προέλευση των φασολιών ή της φακής μετράει σημαντικά», είπε ο Ρόμαν Καράσκο, ένας από τους συγγραφείς της εργασίας και αναπληρωτής καθηγητής Βιολογικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης (NUS).
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Ελίσα Τσενγκ, απόφοιτος του τμήματος Βιοεπιστημών του NUS, δήλωσε: «Η μελέτη υπογραμμίζει ιδιαίτερα προβλήματα σε φαγητά, που χρησιμοποιούν συστατικά από τροπικές περιοχές πλούσιες σε βιοποικιλότητα, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας και του Μεξικού».
Η Ινδία «παρουσιάζει μια τέλεια καταιγίδα», τόνισε ο Καράσκο, επειδή έχει υψηλά επίπεδα βιοποικιλότητας, συμπεριλαμβανομένων πολλών ενδημικών ειδών που μπορούν να ζήσουν μόνο σε πολύ συγκεκριμένους βιότοπους, σε συνδυασμό με «υψηλά επίπεδα καταπάτησης αυτών των ευαίσθητων περιοχών σε μεγάλο βαθμό για καλλιέργειες ρυζιού και οσπρίων (ρεβίθια, φασόλια και φακές)», γράφει ο Guardian.
Ο Καράσκο δήλωσε ότι στα είδη, που κινδυνεύουν ιδιαίτερα από τη βιομηχανική παραγωγή οσπρίων στην Ινδία περιλαμβάνονται «ο πυγμαίος αγριόχοιρος –το μικρότερο και σπανιότερο είδος χοίρου– ο αρουραίος Ελβίρα [και] ο αρουραίος Κοντάνα».
Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα πιάτα που βλάπτουν λιγότερο τη βιοποικιλότητα ήταν αυτά με αμυλούχα συστατικά, όπως η πατάτα και το σιτάρι, για παράδειγμα τα πολωνικά pyzy (ένα είδος ντάμπλινγκ πατάτας) και τα μαντού, κινέζικα ψωμάκια ατμού από σταρένιο αλεύρι.
Αντίθετα, τα πολωνικά pyzy, ένα είδος ντάμπλινγκ πατάτας δεν είναι τόσο βλαβερά για το περιβάλλον
Το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών περιγράφει την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, ιδιαίτερα τη κτηνοτροφία, ως τον πρωταρχικό παράγοντα απώλειας της βιοποικιλότητας, και βασικό μέρος του προβλήματος είναι η έκταση που απαιτείται για τα ζώα και τις ζωοτροφές τους.
«Τα βραζιλιάνικα βοοειδή, για παράδειγμα, χρειάζονται πολύ χώρο. Το ίδιο και τα ισπανικά αρνιά», είπε ο Καράσκο. Και τα όσπρια είναι μεν «μια εξαιρετική καλλιέργεια» όσον αφορά την αποτελεσματική χρήση της γης και την υψηλή θρεπτική αξία, αλλά θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν καλύτερα σε περιοχές με μικρότερη βιοποικιλότητα.
Η Τσενγκ είπε ακόμη: «Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι ίσως χρειαζόμαστε μηχανισμούς αποζημίωσης των χωρών για να διατηρήσουν τη βιοποικιλότητά τους [αντί να χρησιμοποιούν τη γη για τη γεωργία] και να καλλιεργούμε περισσότερα πράγματα σε χώρες, που έχουν ήδη καθαρίσει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού τους περιβάλλοντος για τη γεωργία, όπως μέρη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής».
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα καλλιεργειών και βοσκοτόπων, καθώς και δεδομένα από την κόκκινη λίστα απειλούμενων ειδών και το BirdLife International της Διεθνούς Ενωσης για τη Διατήρηση της Φύσης, για να υπολογίσουν το αποτύπωμα βιοποικιλότητας κάθε πιάτου, δηλαδή το γεωργικό αποτύπωμα κάθε συστατικού, τον αριθμό των απειλούμενων ειδών και του «εύρους της σπανιότητας», που επηρεάζεται από τη μετατροπή των φυσικών οικοτόπων σε καλλιέργειες ή βοσκότοπους. Μεγάλη σπανιότητα σημαίνει ότι έχει απομείνει πολύ μικρό κομμάτι βιότοπου για κάποιο είδος. Για τα ζωικά συστατικά, η μελέτη μέτρησε τις εισροές των καλλιεργειών και των βοσκοτόπων που είναι απαραίτητες για την παραγωγή του κρέατος.
Ο Ρόμαν Καράσκο είπε ότι σταμάτησε να τρώει βοδινό κρέας πριν από περίπου πέντε χρόνια και τα ευρήματα της μελέτης επιβεβαίωσαν ότι ήταν το σωστό βήμα, γράφει ο Guardian. «Νομίζω ότι θα σταματήσω να τρώω αρνί τώρα», πρόσθεσε, διότι όπως τόνισε, «ακόμη και η κατανάλωση βοείου κρέατος και αρνιού βιώσιμης παραγωγής σημαίνει μεγαλύτερη ζήτηση, αλλά δεν είναι δυνατό να καλυφθεί η παγκόσμια ζήτηση μόνο με φυσικά βοσκοτόπια. Επομένως, είναι καλύτερα να αποφεύγεται εντελώς το βοδινό και το αρνίσιο κρέας».
Ο Τζόζεφ Μπουλ, αναπληρωτής καθηγητής Βιολογίας της Κλιματικής Αλλαγής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, είπε στον Guardian ότι τα ευρήματα σχετικά με τα όσπρια και το ρύζι, που έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στο Μεξικό, τη Βραζιλία και την Ινδία, ήταν «ενδιαφέροντα και προσθέτουν λεπτομέρειες σε όσα γνωρίζουμε». Αλλά υπογράμμισε το γεγονός ότι «τα φαγητά με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα τείνουν να περιέχουν κρέας».
Και ο Μάικλ Κλαρκ, ανώτερος ερευνητής σε Βιώσιμες Λύσεις Τροφίμων στο Oxford Martin School, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, είπε στη βρετανική εφημερίδα ότι η έρευνα «δίνει έναν τρόπο στους ανθρώπους να κατανοήσουν τον αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα των διαφορετικών πιάτων… [και δείχνει πώς αυτά] που περιέχουν κρέας μηρυκαστικών, όπως το βοδινό και το αρνίσιο κρέας, ή συστατικά από τροπικές περιοχές όπως η Βραζιλία ή η Ινδία, τείνουν να έχουν μεγάλες επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα».
Τέλος, η κακή ιχνηλασιμότητα των τροφίμων είναι άλλο ένα πρόβλημα που τονίζει η μελέτη. «Αν οι καταναλωτές είχαν καλύτερους τρόπους να προσδιορίσουν [την προέλευση των τροφίμων] και στη συνέχεια να κάνουν επιλογές, αυτό θα βοηθούσε», είπε σχετικά ο καθηγητής Ρομάν Καράσκο.