Ο Πεπ Γκουαρντιόλα έχει χτίσει μία σχέση ζωής με την Μάντσεστερ Σίτι | Reuters/Lee Smith
Επικαιρότητα

Πεπ Γκουαρντιόλα: Να φύγει από τη Σίτι, να πάει πού;

Τον Πεπ Γκουαρντιόλα δεν τον κράτησαν στη Μάντσεστερ Σίτι μόνο το συναίσθημα και ο τσαλακωμένος του εγωισμός, αλλά και ο ρεαλισμός. Είναι πολύ νέος ακόμη (53), για να δουλέψει πιο «χαλαρά» σε κάποια εθνική ομάδα. Και σε κανένα άλλο club δεν θα έβρισκε πιο εύφορη γη για να σπείρει τις ιδέες του. Η απόφαση δεν ήταν τόσο δύσκολη, όσο φάνηκε
Sportscaster

Είναι οριστικό – ανακοινώθηκε το βράδυ της Πέμπτης (21/11): ο Πεπ Γκουαρντιόλα θα παραμείνει στο τιμόνι της Μάντσεστερ Σίτι έως το καλοκαίρι του 2027. «Για να είμαι ειλικρινής, είχα σκεφτεί ότι αυτή η σεζόν έπρεπε να είναι η τελευταία μου εδώ. Αλλά, με τα προβλήματα που είχαμε τον τελευταίο μήνα, ένιωσα πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποχωρήσω, να εγκαταλείψω την ομάδα. Τόσο απλά. Ισως, αυτές οι τέσσερις ήττες ήταν ο λόγος που αποφάσισα να μείνω», τόνισε στον επίσημο ιστότοπο του club.

Δεν περίμενε, καν, να δει ποια θα είναι η έκβαση της «δίκης του αιώνα»: της περιβόητης υπόθεσης των 115 κατηγοριών που βαραίνουν τη Σίτι, η οποία θα εκδικαστεί μέσα στους πρώτους μήνες του 2025. Ούτε απαίτησε να περιληφθεί στο νέο του συμβόλαιο ρήτρα αποδέσμευσης, στην περίπτωση που ο σύλλογος κριθεί ένοχος και τιμωρηθεί με υποβιβασμό (άλλωστε, θα ήταν «αυτογκόλ» της διοίκησης να παραδεχθεί ότι θεωρεί πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο). Προσυπέγραψε τη διετή επέκταση της συνεργασίας του με τη Σίτι, που έληγε τον προσεχή Ιούνιο, ήδη από τον Νοέμβριο. Οπως ακριβώς είχε κάνει το 2020 και το 2022.

Εχει πει πως ένας προπονητής δεν πρέπει να εργάζεται στην ίδια ομάδα για πάνω από τρία χρόνια. Στην Μπαρτσελόνα, τον «σύλλογό του» όπως τον αποκαλεί ακόμη, έμεινε τέσσερις σεζόν. Στην Μπάγερν Μονάχου, τρεις. Στη Σίτι διανύει, ήδη, την ένατη. Στο Μάντσεστερ, όμως, αποφάσισε να υπερβεί τη δεκαετία. Γιατί, άραγε;

Τα χρήματα (τη διετία 2025-2027 θα εισπράξει πάνω από 50 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς τα μπόνους) και η φιλία που έχει αναπτύξει με τον πρόεδρο της Σίτι, Καλντούν Αλ Μουμπάρακ, τον οποίο συνάντησε στο Αμπου Ντάμπι πριν πάρει την τελική του απόφαση, είναι δύο καλοί λόγοι. Αλλά δεν είναι οι κυριότεροι, όπως υποστηρίζουν οι ποδοσφαιρικοί αναλυτές των βρετανικών media. Ούτε το ότι απολαμβάνει τη ζωή στην Αγγλία.

Οι τέσσερις διαδοχικές ήττες της Σίτι μέσα σε 11 μέρες ήταν κάτι που συνέβη για πρώτη φορά σε δική του ομάδα. Στην τελευταία από αυτές, στις 9 του μήνα στο Μπράιτον, άκουσε τους οπαδούς των γηπεδούχων να του τραγουδούν «You’re getting sacked in the morning» (το πρωί θα απολυθείς) και τους δημοσιογράφους στη συνέντευξη Τύπου να τον ρωτούν αν αυτό είναι το «τέλος εποχής» για την αυτοκρατορία της Σίτι. «Ξέρω ότι πολύς κόσμος θα το ήθελε, το νιώθω εδώ και πολλά χρόνια», απάντησε ο Γκουαρντιόλα. «Αλλά εμείς δεν έχουμε τελειώσει ακόμα. Θέλω να λύσω το πρόβλημα περισσότερο από ποτέ. Είναι η πρόκλησή μου, η πρόκλησή μας».

Τέσσερις μέρες νωρίτερα, μετά τη συντριβή (4-1) από την Σπόρτινγκ στη Λισαβώνα, του ζητήθηκε να σχολιάσει την πρωτόγνωρη κατάσταση που έχει να διαχειριστεί. «Μου αρέσει. Τη λατρεύω. Θέλω να την αντιμετωπίσω», αποκρίθηκε, με τον εγωισμό του φανερά πληγωμένο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τον αμφισβητούν. Τον Ιούλιο του 2016 που αφίχθη στο Νησί φορτωμένος με τίτλους, τον είχαν υποδεχθεί με δυσπιστία. «Το στιλ παιχνιδιού που διδάσκει, δεν θα λειτουργήσει εδώ», έλεγαν πολλοί. Στην πρώτη του σεζόν στο Μάντσεστερ, οι «Πολίτες» ηττήθηκαν με 4-0 από την Εβερτον στο «Ετιχαντ» και αποκλείστηκαν στην Ευρώπη από τη Μονακό. Δεν κέρδισαν ούτε έναν τίτλο. Αλλά την επόμενη (2017-2018), ο Καταλανός παρουσίασε την πιο κυριαρχική, την πιο θεαματική και τρομακτική εκδοχή της Σίτι. Κατέκτησε το πρωτάθλημα με 100 βαθμούς, τους περισσότερους που συγκέντρωσε, ποτέ, ομάδα στην Πρέμιερ Λιγκ, και θεμελίωσε μια δυναστεία που σάρωσε 18 τρόπαια.

Κανένας άλλος προπονητής από όσους μακροημέρευσαν στην Αγγλία δεν κέρδισε τόσα «ασημικά» στην πρώτη του οκταετία. Ούτε ο Σάνκλι, ο Βενγκέρ, ή ο Φέργκιουσον. Αλλά τώρα, εννέα χρόνια μετά, ο Γκουαρντιόλα καλείται να επιβεβαιώσει την ποδοσφαιρική του αυθεντία. Να διαψεύσει τους αμφισβητίες του.

Πέρα από τον τσαλακωμένο του εγωισμό, στο Μάντσεστερ τον κράτησε ένας ψυχρός υπολογισμός. Οι ιδέες του, που άλλαξαν το ποδόσφαιρο, μπορούν να ανθίσουν μόνο στο περιβάλλον ενός «σούπερ-κλαμπ», ικανού να του εξασφαλίσει (πανάκριβους) παίκτες με πολύ συγκεκριμένα αγωνιστικά χαρακτηριστικά, αλλά και να του παρέχει την εξουσία, την οργάνωση και το καλό κλίμα που χρειάζεται για να κάνει τη δουλειά του.

Στην Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν Μονάχου εργάστηκε, ήδη. Στη Ρεάλ Μαδρίτης δεν θα πήγαινε ποτέ. Ούτε στην κόκκινη πλευρά του Μάντσεστερ (Γιουνάιτεντ). Δεν είχε νόημα, άλλωστε, να αφήσει τη Σίτι για κάποιον άλλο αγγλικό σύλλογο. Η Παρί Σεν Ζερμέν αγωνίζεται σε ένα light πρωτάθλημα, που δεν θα τον συγκινούσε ιδιαίτερα. Οι τρεις πλουσιότεροι ιταλικοί σύλλογοι (Ιντερ, Μίλαν, Γιουβέντους) δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να του αγοράσουν παίκτες σαν αυτούς που διαθέτει σήμερα. «Την Ιταλία την προτιμώ για τις διακοπές μου, όχι για να εργαστώ εκεί ως μάνατζερ», ξεκαθάρισε πέρυσι μιλώντας στο Sky Italia. Οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί σύλλογοι δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν ούτε το βάρος των αποδοχών του.

Το εργασιακό περιβάλλον της Μάντσεστερ Σίτι, δύσκολα θα το βρει κάπου αλλού. Το έχει παραδεχθεί, εμμέσως πλην σαφώς: «Εδώ βρήκα όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει ένας μάνατζερ, και είμαι ευγνώμων για αυτό». Στην πραγματικότητα, ο Γκουαρντιόλα δεν είχε να επιλέξει ανάμεσα στη Σίτι και σε κάποιο άλλο club, αλλά να αποφασίσει αν ήθελε να συνεχίσει την καριέρα του σε επίπεδο συλλόγων. Εκρινε πως είναι νωρίς ακόμη, μόλις στα 53, να δουλέψει πιο χαλαρά σε κάποια εθνική ομάδα.

Είναι πολύ πιθανό, σημειώνει το Athletic, η Σίτι να κάνει τη συνηθισμένη της, τέτοια εποχή, αγωνιστική «κοιλιά». Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, η ομάδα του Γκουαρντιόλα κερδίζει το 66% των αγώνων της, ενώ τους υπόλοιπους μήνες της σεζόν το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 74%. Θα επιστρέψουν και οι τραυματίες, σιγά – σιγά. Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι άλλο: ότι αυτή η Σίτι έχει κλείσει τον κύκλο της. Είναι γερασμένη, κορεσμένη από θριάμβους, με τα συμβόλαια αρκετών από τους παίκτες – πρωταγωνιστές της να λήγουν το 2025 ή το 2026.

Στα δυόμισι επόμενα χρόνια ο καταλανός τεχνικός θα χρειαστεί να χτίσει μια νέα ομάδα, και όχι, απλώς, να διαχειριστεί την υπάρχουσα. Να αποδείξει, ξανά, ότι είναι ο καλύτερος αρχιτέκτονας στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.